Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΤΟ 1878

Αrt2246 Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΤΟ 1878
Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος Ελληνισμός, 1833-1881, τόμος ΙΓ’, εκδοτική Αθηνών ΑΕ, 1977. (Σελ. 339 έως 340)


Η Θεσσαλία αποτελούσε τη βάση εξορμήσεως κάθε επαναστατικής ενέργειας των υπόδουλων Ελλήνων. Η εύκολη επαφή και η απροσδόκητη διείσδυση ενόπλων τμημάτων από το βασίλειο, καθιστούσε σχετικά εύκολη την προετοιμασία επαναστατικών κινημάτων. Στις ορεινές περιοχές του Αλμυρού, στο Πήλιο, στην Όσσα, καθώς και στη δυτική Θεσσαλία, υπήρχε ανθρώπινο δυναμικό εξασκημένο στα όπλα και πρόθυμο να στελεχώσει ανταρτικές ομάδες. Ιδιαίτερη έφεση στα όπλα είχαν οι νομάδες και οι άλλοι ορεινοί Θεσσαλοί, που κατά καιρούς είχαν μετέλθει το ληστρικό βίο ή είχαν συμμετάσχει σε παλαιότερα επαναστατικά κινήματα. Στα χωριά του κάμπου, οι συνθήκες διαβιώσεως στα τσιφλίκια των τούρκων μπέηδων, και το ευπρόσβλητο της περιοχής, καθιστούσαν τους κατοίκους περισσότερο επιφυλακτικούς.

Από την εποχή του πρώτου σερβοτουρκικού πολέμου του 1876, δύο μικρές ανταρτικές ομάδες με επικεφαλής τους πρώην ληστάρχους Καραπατάκη και Παναγιώτη Καλόγηρο, παρενοχλούσαν τους τούρκους ανάμεσα στη Θεσσαλία και στον Όλυμπο.

Όταν γύρω στα μέσα του 1877, η ελληνική κυβέρνηση άφησε να εννοηθεί ότι θα ενίσχυε τις επαναστάσεις, απεσταλμένοι των επαναστατικών επιτροπών της Αθήνας που έφθασαν στη Θεσσαλία, βρήκαν το έδαφος έτοιμο. Οι πιέσεις των τουρκικών αρχών, ο πολλαπλασιασμός των φόρων εξαιτίας του πολέμου και κυρίως η εμφάνιση στην περιοχή πολυάριθμων ένοπλων στιφών Γκέγκηδων τουρκαλβανών, είχαν δημιουργήσει μία αφόρητη κατάσταση που οδηγούσε κατευθείαν σε γενική εξέγερση. Ιδιαίτερα οι αυθαιρεσίες των Γκέγκηδων, που από την περιοχή Δίβρας είχαν φθάσει στη νότια Θεσσαλία, αφού διέσχισαν ολόκληρη τη δυτική Μακεδονία αφήνοντας πίσω καταστροφές και λεηλασίες, είχαν προκαλέσει πανικό στους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Κατά περίεργη σύμπτωση, το πρώτο ένοπλο σώμα που έφθασε στη Θεσσαλία προοριζόταν αρχικά για τη Μακεδονία. Τέλη Δεκεμβρίου 1877 με αρχές Ιανουαρίου 1878, ο Λεωνίδας Βούλγαρης, επικεφαλής σώματος 150 ανδρών, αποβιβάσθηκε στις απέναντι από τη Σκιάθο ακτές του νοτίου Πηλίου, αφού ισχυρή θαλασσοταραχή τον εμπόδισε να ποδίσει στην παραλία Λιτόχωρου. Ο ίδιος ο Βούλγαρης επέστρεψε στην Αθήνα όπου προετοίμασε την αποστολή στο νότιο Πήλιο δευτέρου σώματος, υπό το Θεσσαλό μοίραρχο Ζήσιμο Μπασδέκη.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, τα δύο σώματα συνενώθηκαν με ντόπιους επαναστάτες, που οδηγούσε ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης, διένειμαν όπλα σε όλα τα χωριά του Πηλίου, ύψωσαν την ελληνική σημαία και συνέστησαν στον Άγιο Λαυρέντιο, προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Μπασδέκη.

Αργότερα, με τη συμμετοχή 60 πληρεξουσίων από όλα τα χωριά, η προσωρινή κυβέρνηση Πηλίου, ανασχηματίσθηκε στη Μακρυνίτσα, με πρόεδρο τον Ιερώνυμο Κασσαβέτη, αντιπρόεδρο τον Ζ. Μπασδέκη και μέλη τον Κ.Γαρέφη και άλλους.

Ενώ στο Πήλιο ο εξοπλισμός των κατοίκων προχωρούσε ταχύτατα, και οι πρώτες συμπλοκές με τουρκικά αποσπάσματα απέβαιναν υπέρ των επαναστατών, ανάλογες προετοιμασίες γίνονταν νοτιότερα στην περιοχή Αλμυρού. Η απόφαση για τον Αλμυρό είχε παρθεί την παραμονή του νέου έτους 1878, σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του Κουμουνδούρου, παρουσία του Τρικούπη και μελών της κεντρικής επιτροπής.

Στη σύσκεψη εκείνη, είχε αποφασισθεί να αναχωρήσει ο λοχαγός Ισχόμαχος για τη Λαμία, από όπου θα αναλάμβανε το γενικό συντονισμό της εξεγέρσεως του Αλμυρού και γενικότερα της Θεσσαλίας. Σκοπός του ήταν, μετά την εξέγερση του Αλμυρού και τη σταθεροποίηση της επαναστάσεως στα υπόλοιπα τμήματα της Θεσσαλίας, να προχωρήσει στο εσωτερικό της δυτικής Μακεδονίας, στις περιοχές Γρεβενών, Καστοριάς.

Η εξέλιξη όμως των γεγονότων, τον ανάγκασε τελικά να παραμείνει στη δυτική ορεινή Θεσσαλία, όπου ανέλαβε ως γενικός αρχηγός της περιφέρειας.

Κατά τα μέσα Ιανουαρίου, οι προετοιμασίες στην περιοχή Αλμυρού είχαν ολοκληρωθεί. Τα ένοπλα σώματα, αφού πέρασαν τη μεθόριο, συνενώθηκαν με τους ντόπιους επαναστάτες και ύψωσαν στις 16 Ιανουαρίου τη σημαία της επαναστάσεως στο χωριό Βρύνια, παρουσία του πολιτικού αρχηγού της επαρχίας, Δ. Οικονομίδη.

Οι προκαταρκτικές επαναστατικές εκδηλώσεις στις επαρχίες Πηλίου και Αλμυρού, είχαν προηγηθεί της εισβολής στη Θεσσαλία. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, κύριο σκοπό είχαν την υποβοήθηση των επιχειρήσεων του τακτικού στρατού. Μετά όμως από την επάνοδο του στρατού στο ελληνικό έδαφος, τα σχέδια έπρεπε να εφαρμοσθούν, γιατί η επανάσταση εξυπηρετούσε τώρα πολιτικές σκοπιμότητες.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη των ανέκδοτων αρχείων της κεντρικής επιτροπής, καθώς και άλλων αρχειακών πηγών, μετά από σχετικές συνεννοήσεις του Κουμουνδούρου με την κεντρική επιτροπή, αποφασίσθηκε να μη συσταθεί ειδική επιτροπή για τη Θεσσαλία όπως είχε συμβεί με την Κρήτη, τη Μακεδονία και για ένα διάστημα και με την Ήπειρο.

Η κεντρική επιτροπή, θα αναλάμβανε να ενισχύσει και να συντονίσει τις ενέργειες στη Θεσσαλία, σε συνεννόηση βέβαια με την κυβέρνηση. Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, σε όλη τη διάρκεια Φεβρουαρίου – Μαρτίου, δεκάδες ένοπλα σώματα εξοπλισμένα από την κεντρική επιτροπή, πέρασαν στο υπό τουρκική κατοχή ελληνικό έδαφος και αφού εξόπλισαν τους ντόπιους χωρικούς, συγκρότησαν τέσσερις ισχυρές επαναστατικές εστίες.

Στο ανατολικό τμήμα της Θεσσαλίας οι επαναστάτες απέκτησαν τον έλεγχο στην ορεινή περιοχή του Αλμυρού, του Πηλίου και της Όσσας. Στη δυτική Θεσσαλία, το αρχηγείο των επαναστατών εγκαταστάθηκε στο Λουτρό Σμοκόβου, όπου συντόνιζε τον αγώνα σε όλη την ορεινή ανατολική Πίνδο και στα χωριά του Κάμπου.

Παρά την έξοδο τόσων σωμάτων και τον πλούσιο εφοδιασμό τους με όπλα και οικονομικά μέσα, τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Οι βασικές αιτίες ήταν η έλλειψη έμπειρων αρχηγών, ικανών να επιβάλλουν πειθαρχία και να δράσουν με βάση προκαθορισμένα σχέδια, καθώς και η ικανότητα των τούρκων να συγκεντρώσουν σε μικρό χρονικό διάστημα, σημαντικές δυνάμεις, που είχαν αποδεσμευθεί από το ρωσοτουρκικό και σερβοτουρκικό μέτωπο.

Ο αντίκτυπος από την κατάσταση αυτή δεν άργησε να φανεί. Πρώτη σημαντική αποτυχία σημειώθηκε στην περιοχή Όσσας, όπου στην παραλία Αγιάς είχε αποβιβασθεί στις 25 Φεβρουαρίου ένα νέο σώμα του Λεωνίδα Βούλγαρη. Το σώμα αυτό είχε κατορθώσει να αποκτήσει δύναμη 500 ανδρών, με την προσέλευση ένοπλων ομάδων του Πηλίου.

Σύντομα όμως στην ίδια περιοχή έφθασαν και διάφορα άλλα σώματα, μεταξύ των οποίων των ληστανταρτών Ζούρκα, Λελούδα, και Φαρμάκη.

Χωρίς προσυνεννόηση, οι αρχηγοί των σωμάτων αυτών προσπάθησαν να καταλάβουν την Αγιά στις 2 Μαρτίου.

Αποκρούσθηκαν όμως με σοβαρές απώλειες, και τα υπολείμματά τους διαπεραιώθηκαν στο Πήλιο. Πίσω τους άφησαν ανυπεράσπιστα τα χωριά που τόσο πρόθυμα είχαν συμπαρασταθεί στον αγώνα. Η μανία του τουρκικού στρατού και των ατάκτων ξέσπασε επάνω στους άοπλους χωρικούς, με αποτέλεσμα την ερήμωση της περιοχής.

Στο μεταξύ, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, άρχισαν να φθάνουν ατμοπλοϊκώς στο Βόλο, ενώ ο τουρκικός στόλος, υπό το Χόβαρτ πασά, απέκλειε τις ακτές του Πηλίου.

Εκεί, από ένα ήδη μήνα, οι επαναστάτες είχαν αποκρούσει με επιτυχία επανειλημμένες επιθέσεις. Παρόλο όμως ότι περίπου 2000 ένοπλοι είχαν συγκεντρωθεί στην οχυρή αυτή περιοχή, η έλλειψη γενικού αρχηγού, η ασυνεννοησία και οι μικροφιλοδοξίες των σωματαρχών, δεν επέτρεψαν να οργανωθεί συστηματική άμυνα.

Έτσι όταν εκδηλώθηκε η γενική επίθεση των τούρκων, κατά του κέντρου της ελληνικής γραμμής, στο χωριό Μακρυνίτσα, το μέτωπο κατέρρευσε παρά την ηρωϊκή αντίσταση εθελοντών και χωρικών.

Πρώτα έπεσε η Μακρυνίτσα, όπου οι γυναίκες πολέμησαν πλάϊ στους άνδρες.

Ακολούθησε η Πορταριά, και στη συνέχεια τα υπόλοιπα χωριά του Πηλίου. Επακολούθησαν φοβερές σφαγές και λεηλασίες, καθώς και ο φόνος (δι’ αποκεφαλισμού) από τους τούρκους, του Άγγλου φιλέλληνα ανταποκριτή των «Τάϊμς» του Λονδίνου, Όγκλ.

Όπως γράφει ο πρόξενος της Ελλάδος στη Λάρισα, Παλαμίδης, τα πραγματικά αίτια της καταρρεύσεως της επαναστάσεως του Πηλίου, υπήρξαν «η πολυκέφαλος αρχηγεία και η μεταξύ των διαφόρων αρχηγών διχόνοια, διότι οι επί του Πηλίου επαναστάται και αριθμητικώς ήταν ισχυροί και τοσούτον ισχυράς θέσεις κατείχον, ώστε ηδύναντο ευκόλως να αποκρούσωσι στατόν τριπλάσιον του επιτεθέντος αυτών».

Μετά την εξουδετέρωση των επαναστατικών εστιών του Πηλίου και της Όσσας, καθώς επίσης και του Ολύμπου, ο όγκος του τουρκικού στρατού άρχισε να κινείται απειλητικά προς τα χωριά του Κάμπου, όπου επίσης είχαν εμφανισθεί επαναστατικά σώματα. Είναι γεγονός ότι στην περιοχή Τρικάλων, οι επαναστάτες είχαν σημειώσει ως τότε σημαντικές επιτυχίες και είχαν προκαλέσει βαριές απώλειες στους τούρκους.

Με βάση τις ανατολικές υπώρειες της Πίνδου, στα δυτικά των Τρικάλων, οι επαναστάτες πέτυχαν να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και στο δυτικό Κάμπο, ιδιαίτερα μετά τις αποφασιστικές τους νίκες και την κατάληψη της Σέκλυζας, των Σοφάδων και του Μουζακίου (Φεβρουάριος – αρχές Μαρτίου ).

Η εκδικητική μανία των επαναστατών στράφηκε τότε κυρίως κατά των μεγάλων οθωμανικών τσιφλικιών, αρκετά από τα οποία πυρπολήθηκαν. Η συγκέντρωση όμως πολυάριθμου τουρκικού στρατού στην Καρδίτσα, στη Λάρισα και στα Τρίκαλα, είχε ως αποτέλεσμα να υποχωρήσουν οι επαναστάτες δυτικότερα και να καταλάβουν αμυντικές Πετρομαγούλας (21/3).

Οι τούρκοι, πέτυχαν τελικά να καταλάβουν τη Ματαράγκα, αλλά δεν μπόρεσαν να διώξουν τους επαναστάτες από τη γύρω οχυρή περιοχή. Έτσι η φλόγα της Θεσσαλικής επαναστάσεως, διατηρήθηκε, ώσπου να συγκληθεί το ευρωπαϊκό συνέδριο.

Στις θέσεις αυτές συνάντησαν τους επαναστάτες στις αρχές Μαῒου οι πρόξενοι της Αγγλίας Μπλούντ και Μέρλιν, οι οποίοι ανέλαβαν μεσολαβητικό ρόλο, για την καταστολή της επαναστάσεως και τη χορήγηση γενικής αμνηστίας.

Επεξεργασία, και αντιγραφή κειμένου : Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο

www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: