Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Χριστιανική θεολογική σκέψη «εναντίον» Νευτώνειας επιστήμης Ισαάκ Νεύτων (1643- 1727)

Αrt3145 Δευτέρα 10 Απριλίου 2017
Χριστιανική θεολογική σκέψη «εναντίον» Νευτώνειας επιστήμης
Ισαάκ Νεύτων (1643- 1727)

Σήμερα πλέον, κατά τη γνώμη μας, δύο είναι οι βασικές φιλοσοφικές ή θεολογικές διαφωνίες μεταξύ της χριστιανικής θεολογικής σκέψης και της κλασικής Νευτώνειας επιστήμης. Η πρώτη διχογνωμία αφορά την ύπαρξη μιας αόρατης δημιουργίας η οποία συνυπάρχει, περισσότερο ή λιγότερο με την αισθητή στον άνθρωπο πραγματικότητα.
Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Hλίας Oικονόμου, στο βιβλίο του «Θεολογική Oικολογία» αναφέρει τα παρακάτω:

«O άκτιστος Θεός βουλήθηκε και η βούλησή του υλοποιήθηκε σε αισθητή και μη αισθητή Kτίση. Έτσι υπάρχουν οι εξής πραγματικότητες:

1. H πραγματικότητα του Άκτιστου Tριαδικού Θεού.

2. H πραγματικότητα της Kτίσεως ως αποτέλεσμα της θείας βουλήσεως, δηλαδή ως η πραγμάτωση του βουλήματος του Θεού που υποδιαιρείται σε:

– Mη αισθητή Kτίση αθέατου μεγαλείου.

– Σε αισθητή κτίση τεραστίας διαστάσεως, εκτάσεως, όγκου, ποικιλίας και δυνάμεως, και

– Σε μεικτή από αισθητό και μη αισθητό στοιχείο Kτίση, τον μέγα και μικρόν άνθρωπο, κατά τον Γρηγόριο τον Nύσσης».

Με βάση την κλασική υλιστική και μηχανοκρατούμενη δυτική επιστημονική σκέψη, τίθεται υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη ενός αόρατου κόσμου υπαρκτών οντοτήτων, τον οποίο υπερασπίζεται όχι μόνο η χριστιανική θεολογία, αλλά και πολλές άλλες θεολογίες. Ο άυλος και πνευματικός κόσμος των αγγέλων και των δαιμόνων, των αγαθών και των πονηρών πνευμάτων, σύμφωνα με τα πραγματιστικά δεδομένα, αποτελεί ένα μύθευμα. Η μετά τον θάνατο ζωή αποσπά τα ειρωνικά χαμόγελα των πραγματιστών επιστημόνων, ενώ έστω και ο υπαινιγμός ύπαρξης μεταφυσικών ή θεολογικών φαινομένων επισύρει ποινές κοινωνικού αποκλεισμού. Με βάση λοιπόν τον επιστημονικό πραγματισμό, θεολογικό θαύμα δεν υπάρχει, ούτε επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Τα πάντα καθορίζονται από τους νόμους και τις ιδιότητες της «χονδροειδούς» ύλης και των κανόνων μηχανιστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαφορετικών και ανεξάρτητων υλικών αντικειμένων.

Ένα δεύτερο σημείο σύγκρουσης της Θεολογίας με την υλιστική και μηχανοκρατούμενη Δυτική επιστημονική σκέψη είναι η απάντηση στην ερώτηση του τι είναι ύλη και της σχέσης της με τον αόρατο –για την ανθρώπινη φυσιολογία– κόσμο. Και στις δύο αυτές διενέξεις δίνει απάντηση η σύγχρονη επιστημονική σκέψη και η πειραματική διαδικασία. Γνωρίζουμε πλέον ότι αυτό που μέχρι σήμερα αντιλαμβανόμαστε σαν απτή και εξατομικευμένη ύλη, για τη Σύγχρονη Φυσική δεν είναι παρά ένα ψευδές κατασκεύασμα των αισθήσεών μας. «Βλέπουμε» δηλαδή το περιβάλλον μας όχι όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως οι αισθήσεις μας, μάς επιτρέπουν να το αντιληφθούμε.

Εν τέλει, αυτό που θα πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι ζούμε μέσα σε ένα Σύμπαν που δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε μέσω των αισθήσεών μας και ότι αυτό που μπορούμε να αντιληφθούμε δεν είναι παρά μια σκιά εκείνου που πραγματικά υπάρχει. Αυτό που αποκαλούμε ύλη και υλική πραγματικότητα είναι ένα matrix, ένα σύνολο παραμορφωμένων και λειψών εικόνων μιας αόρατης, για την ανθρώπινη βιολογία, πραγματικότητας.

Επιστήμη και Θεολογία: μια εκρηκτική σχέση



Όπως είναι φανερό από όλα τα προηγούμενα, η αλληλεπίδραση μεταξύ Επιστήμης και Θεολογίας έχει βαθιές ρίζες και σε πολλές περιπτώσεις παίρνει εκρηκτικό χαρακτήρα. Το δραματικό γεγονός όμως είναι ότι η παρέμβαση των καμπαλιστικών δυτικών θεολογικών δομών στη συγκρότηση της επιστημονικής σκέψης συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Ως παράδειγμα αναφέρουμε την άποψη που διατύπωσε, το 1981, ο τότε πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ για το κοσμολογικό θέμα της δημιουργίας του Σύμπαντος σε ένα Συνέδριο Κοσμολογίας που έγινε στο Βατικανό και στο οποίο παρευρέθηκε και ο Στίβεν Χόκινγκ. Είπε ο πάπας: «Η επιστήμη δεν μπορεί από μόνη της να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα… πάνω από όλα χρειάζεται η γνώση που προέρχεται από την αποκάλυψη του Θεού». Επειδή όμως η άποψη της Δυτικής Εκκλησίας για τη δημιουργία του Σύμπαντος είναι ταυτόσημη με αυτήν της Καμπαλά, η επιστήμη, αν θέλει να είναι αποδεκτή από την Εκκλησία, θα πρέπει να την ενστερνιστεί.

Ας αναφέρουμε όμως και ένα δεύτερο παράδειγμα. Σύμφωνα με τη χριστιανική πεποίθηση (αλλά και την ιουδαϊκή), που απορρέει από το βιβλίο της Γένεσης, ο κόσμος είχε μια καθορισμένη αρχή και ένα συγκεκριμένο τέλος. Αυτό σημαίνει ότι η χριστιανική θεολογία αποδέχεται πως το Σύμπαν έχει μια συγκεκριμένη ηλικία και ότι δεν είναι άπειρο. Με τον τρόπο αυτό κάθε κοσμολογική επιστημονική άποψη ότι το Σύμπαν είναι άπειρο απορρίπτεται ως θεολογικό ατόπημα, ασχέτως του αν μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά.

Στο σημείο αυτό μπορεί να αντιτείνει κάποιος ερευνητής: «Είναι δυνατόν, στη σύγχρονη εποχή οι θεολογικές απόψεις να εμποδίσουν την ανάπτυξη των επιστημονικών ιδεών;» Η απάντηση είναι «ασφαλώς και όχι», εντούτοις μπορούν να κάνουν τη καθημερινή ζωή χιλιάδων επιστημόνων πολύ δύσκολη. Οι θεολογικές διοικητικές δομές με τη δυνατότητα παρέμβασής τους σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς κύκλους, εμφανώς ή αφανώς, παρεμβαίνουν θετικά ή αρνητικά στο έργο της Επιστήμης και των επιστημόνων ανάλογα με το εάν –κατά την άποψή τους–, οι επιστημονικές τους θέσεις ενισχύουν ή αντιστρατεύονται τις φιλοσοφικές ή διοικητικές δομές τους. Απλώς οι παρεμβάσεις αυτές διατηρούν και ενισχύουν τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις μεταξύ θεολόγων και επιστημόνων.

Βεβαίως και η επιστημονική κοινότητα υποδαυλίζει αυτές τις αντιθέσεις, όταν σε πολλές περιπτώσεις περιθωριοποιεί εκείνους τους επιστήμονες των οποίων το επιστημονικό έργο δεν υπακούει στα δόγματα της κλασικής, υλιστικής και μηχανοκρατικής δυτικής επιστημονικής σκέψης. Η λογική που στηρίζεται μια τέτοια περιθωριοποίηση είναι ότι κάθε τι που δεν συμφωνεί με τις υλιστικές και μηχανοκρατικές επιστημονικές απόψεις είναι θεολογικό ή μεταφυσικό και ως εκ τούτου αντιεπιστημονικό.

Επιστήμη: Ποια η εμμονή της Δυτικής χριστιανικής Εκκλησίας;

Η εμμονή της Δυτικής χριστιανικής Εκκλησίας να στηρίζει τα καμπαλιστικά ιουδαϊκά δόγματα που αφορούσαν την επιστήμη, διατηρήθηκε μέχρι των ημερών μας, όταν υπό την ισχυρή κοινωνική πίεση, άρθηκαν τα αναθέματα που είχαν διατυπωθεί εναντίον σπουδαίων αστρονόμων.

Όμως, σε πολλές άλλες περιπτώσεις, τα υλιστικά και μηχανιστικά επιστημονικά χαρακτηριστικά της μεγάλης επιστημονικής επανάστασης δεν συνάντησαν καμιά αντίδραση αφού εναρμονίζονταν με το ιουδαϊκό και καμπαλιστικό χριστιανικό δόγμα της Δυτικής Εκκλησίας.

Ως παράδειγμα αναφέρουμε τον Νεύτωνα και την επιστημονική γνώση που ανέπτυξε. Η σκέψη του μεγάλου Άγγλου φυσικού αποδέχθηκε φιλοσοφικά την άποψη ότι η ύλη, όπως την αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και τα όργανά μας, αποτελεί το πρωταρχικό και γενεσιουργό αίτιο του Σύμπαντος. Ενώ, πριν και πίσω από αυτή, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο ο Θεός. Διατυπώνοντας την άποψή αυτή ο Νεύτων αποδέχτηκε πλήρως την ιουδαϊκή θεολογική θέση περί γενέσεως του Σύμπαντος, άρα και τη θέση των δυτικών χριστιανικών δογμάτων.

Αντίθετη με αυτή την άποψη υπήρξε η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, η οποία μέσω του Μεγάλου Βασιλείου, στην Α΄ Επιστολή του «Εις την Εξαήμερον» αναφέρει: «Όπως φαίνεται, υπήρχε κάτι πριν από αυτόν τον κόσμο, που η διάνοιά μας μπορεί να το συλλάβει μόνο θεωρητικά. Έμεινε όμως έξω από την εξιστόρηση, επειδή ήταν ακατάλληλο για ανθρώπους που μαθήτευαν ακόμα… και ήταν νήπιοι στη γνώση. Yπήρχε μια κατάσταση αρχαιότερη από τη γένεση του κόσμου, αρμόδια στις υπερκόσμιες δυνάμεις. Η κατάσταση η πάνω από τον χρόνο, η αιώνια, η παντοτινή».

Τα υλιστικά και μηχανιστικά χαρακτηριστικά του Δυτικότροπου Χριστιανισμού

Τα υλιστικά και μηχανιστικά χαρακτηριστικά του Δυτικότροπου Χριστιανισμού μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό. Η μεταφορά αυτή έγινε από βαθιά θρησκευόμενους λογίους εκείνης της περιόδου, οι οποίοι πίστευαν ότι τα δυτικά θεολογικά δόγματα μπορούσαν να βοηθήσουν την εξάπλωση και την εδραίωση της χριστιανικής πίστης στην Ελλάδα και επιπλέον να στηρίξουν την ανάπτυξη της επιστήμης στα πρότυπα των άλλων ανεπτυγμένων δυτικών κρατών.

Η προσπάθεια αυτή βρήκε τη θερμή στήριξη των διοικητικών δομών τού μόλις τότε απελευθερωμένου Ελληνικού Κράτους, οι οποίες προερχόμενες από τη Δυτική Ευρώπη γνώριζαν μεν πολύ καλά τη δυτική χριστιανική δογματική, αγνοούσαν όμως την Ορθόδοξη Θεολογία. Ως εκ τούτου, οι νεόφερτες από την Εσπερία θεολογικές απόψεις βρήκαν στην Ελλάδα θερμή στήριξη και εξαπλώθηκαν.

[συνεχίζεται]


www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: