Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Κονκορδάτο(concordat)

κονκορδάτο(concordat). 

Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, μεαντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. 
Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη (Dictatus papae) του πάπα Ινοκέντιου Δ’ σχετικά με την υπεροχή του πάπα έναντιτων κοσμικών ηγεμόνων. 

Για να τεθεί τέλος στις αναφυόμενες μεγάλες αντιθέσεις κοσμικής και θρησκευτικήςεξουσίας, η συχνότητα της προσφυγής στο κ. σταδιακά αυξανόταν. Το αντικείμενο του κ. μπορεί να αφοράπνευματικά, κοσμικά ή μεικτά ζητήματα. Η μορφή του συνίσταται σε μια διμερή πράξη ή συνθήκη ή σε δύο μονομερείς–αλλά συνδεόμενες μεταξύ τους– πράξεις (π.χ. το κ. του Βορμς), ή ακόμα και σε μια μονομερή πράξη (μία ποντιφικήβούλα ή έναν νόμο του κράτους). 

Οι κυριότερες θεωρίες σχετικά με το κ. είναι τρεις: η εκκλησιαστική ή συνοδική, σύμφωνα με την οποία το κ. αποτελεί ελεύθερη παραχώρηση προς το κράτος από μέρους της Εκκλησίας, που μπορείνα ανακληθεί από την Αγία Έδρα, η οποία διαθέτει και το προνόμιο της ερμηνείας της· η κρατική ή νομοθετική, σύμφωνα με την οποία το κ. είναι μία παραχώρηση από μέρους του κράτους και οφείλει συνεπώς να έχει τη μορφήτου κρατικού νόμου· η συμβατική, κατά την οποία το κ. είναι μία σύμβαση (πραγματική διεθνής συνθήκη, σύμφωνα μετη γνώμη μερικών συγγραφέων, ιδιότυπη σύμβαση, σύμφωνα με άλλους). 

Το πρώτο κ. πιθανολογείται ότι είναι εκείνοπου υπογράφηκε ανάμεσα στον πάπα Ουρβανό Β’ και στον Ρογήρο Α’ της Σικελίας (1098). Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε στον Μεσαίωνα το κ. του Βορμς (1122), που τερμάτισε τη διαμάχη αναφορικά με τον διορισμό τωνεπισκόπων. Επίσης, μεγάλη σπουδαιότητα απέκτησε το κ. που υπογράφηκε μεταξύ του Ναπολέοντα Α’ και του πάπαΠίου Ζ’ (1801), γιατί τοποθετούσε τις σχέσεις θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας στη βάση των νέων αρχών πουείχε διακηρύξει η Γαλλική επανάσταση.

 Για την Ιταλία, το κ. που υπογράφηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1929 ανάμεσαστην Άγια Έδρα και στο ιταλικό κράτος σήμαινε τη συμφιλίωση μεταξύ κράτους και Εκκλησίας και την επίλυση τουΡωμαϊκού προβλήματος.

Ειδικότερα, η Αγία Έδρα δήλωνε την παραίτησή της από τα εδάφη που ανήκαν στο πρώην παπικό κράτος και  αποκτούσε ως αντάλλαγμα σημαντικά δικαιώματα για την άσκηση της θρησκευτικής εξουσίας: κατάργηση τωνεγγυήσεων, ελεύθερη άσκηση της λατρείας και της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας σε εκκλησιαστικά θέματα, αποχή τουιταλικού κράτους στην επικοινωνία της Αγίας Έδρας με τον κλήρο και τους πιστούς σε ολόκληρο τον κόσμο, απαλλαγήτων αφιερωμένων στη λατρεία κτιρίων από επιτάξεις και καταλήψεις, ερώτημα προς τον αρμόδιο επίσκοπο όσοναφορά τη μη εναντίωσή του στην ανάληψη από έναν κληρικό θέσης ή λειτουργήματος στο ιταλικό κράτος, δικαίωματης Αγίας Έδρας να εκλέγει τους επισκόπους και τους αρχιεπισκόπους της, με μόνη την υποχρέωση της ανακοίνωσηςτων ονομάτων τους στην ιταλική κυβέρνηση για τη διατύπωση της πολιτικής γνώμης επί των υποψηφίων καιαρμοδιότητα της εκκλησιαστικής αρχής για την απονομή των εκκλησιαστικών ευεργετημάτων. 

Η Αγία Έδρα αποκτούσε επίσης την αναγνώριση των καθολικών σωματείων ως νομικών προσώπων, ευεργετικούς όρους για ταμοναχικά τάγματα, αναγνώριση των εννόμων συνεπειών στον θρησκευτικό γάμο, καθώς επίσης και το δικαίωμα τηςθρησκευτικής αρχής να δικάζει τις υποθέσεις ακυρότητας και διάλυσης του επικυρωμένου αλλά μη συντελεσμένουγάμου (ενώ το κράτος κρίνει τις υποθέσεις χωρισμού των συζύγων) και αναγνώριση της θρησκευτικής εκπαίδευσηςως «θεμελίου και επιστεγάσματος» της δημόσιας εκπαίδευσης. Το δημοκρατικό σύνταγμα της Ιταλίας αποδέχτηκε τοκ. αποδίδοντάς του συνταγματική ισχύ, επιφυλάσσοντας ωστόσο στη νομοθετική εξουσία τη δυνατότητα να επιφέρειτροποποιήσεις, οι οποίες όμως δεν θα μεταβάλλουν τις σχετικές παραγράφους του συντάγματος. Κ. υπέγραψε η ΑγίαΈδρα και με άλλα κράτη κατά την περίοδο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο: με την Πολωνία (10 Φεβρουαρίου1925) και το γερμανικό Ράιχ (20 Ιουλίου 1933). 
Το περιεχόμενό τους είναι ανάλογο, αλλά φυσικά πιο περιορισμένοαπό αυτό του ιταλικού κ. του 1929, το οποίο ρύθμισε ιδιαίτερα λεπτά ζητήματα κυριαρχίας. Χαρακτηριστική φωτογραφία από τη συνάντηση του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ και των εκπροσώπων της Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας με την αντιπροσωπεία της Πολωνίας μετά την ανταλλαγή των εγγράφων του κονκορδάτουμεταξύ τους (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και κογκορδάτο, το
1. η με βάση το διεθνές δίκαιο συμφωνία που συνάπτεται ανάμεσα στην εκκλησιαστική και την κοσμική αρχή, στιςχώρες τής Δύσης, σχετικά με ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος
2. η μεταξύ τού πάπα, ως αρχηγού τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και ενός κοσμικού αρχηγού κράτους συμφωνίαγια τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων μέσα στα όρια αυτού τού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. concordat < γαλλ. concordat < μσν. λατ. concordatum < λατ. concordatum, ουδ. τής μτχ. concordatus < λατ. concordo «συμφωνώ, ομονοώ»].

www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: