Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Θ. Κολοκοτρώνης: ο εμφύλιος, η δίκη και η φυλάκισή του

Θ. Κολοκοτρώνης: ο εμφύλιος, η δίκη και η φυλάκισή του
http://www.pyrgoskymis.gr
Εμφύλιος

Την ίδια στιγμή που ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αγωνιστές δοξάζονταν στα πεδία των μαχών, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι είχανε μπει στα καράβια, για να γλιτώσουν. Αυτή τη δόξα οι πολιτικοί την «αντάμειψαν» στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (Μάρτιος-Απρίλιος του 1823), χαρίζοντας το βαθμό του στρατηγού σε 50 ακόμη ανθρώπους, για να μειώσουν τον Κολοκοτρώνη. Είναι φανερό πως ο Μαυροκορδάτος και οι άλλοι ανησύχησαν τόσο πολύ από τις συνεχείς επιτυχίες των στρατιωτικών και του Κολοκοτρώνη ιδιαίτερα, που δεν τους ενδιέφερε καλά καλά η πορεία του αγώνα όσο η προσωπική τους εξασφάλιση. Ο Κολοκοτρώνης ήρθε σε ρήξη με τον Μαυροκορδάτο, όταν εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς και αποφασίστηκε μεταξύ άλλων η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του βαθμού του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε ο ίδιος. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μείωση του φυσικού αρχηγού των στρατιωτικών σωμάτων και σηματοδότησε τη ρήξη ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος.

Στη συνέχεια πολλά μέλη του που ήταν αντίθετοι στον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου όρισαν νέα κυβέρνηση υπό τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Έτσι, στις αρχές του 1824 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, μία στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη υπό τον Γ. Κουντουριώτη στο Κρανίδι. Το Μάρτιο του 1824 οι κυβερνητικοί στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και την Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο το οποίο υπεράσπιζε ο Πάνος, γιος του Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν σε βάρος του ήλθε σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και παρέδωσε το Ναύπλιο με αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας. Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.

Η εμφύλια διαμάχη έμελλε όμως να συνεχισθεί, καθώς και οι δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα μέρος, και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη από το άλλο) επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαΐμη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Στις 13 Νοεμβρίου 1824, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας, Ελένη. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του, κλόνισε σοβαρά τον Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοδεί στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1824, για να τερματιστεί ο εμφύλιος. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά. Αναγκάστηκαν όμως να τον απελευθερώσουν το 1825, μετά από πρόταση του Παπαφλέσσα προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη, επειδή ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ.

Στο Ναύπλιοι, μετά την αποφυλάκισή του, ανεβασμένος σε μια πέτρα μίλησε, στο πλήθος που παραληρούσε: «Έλληνες! Πριν βγω στ΄ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να ‘ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό.Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός».Παράλληλε διεμήνυε στον Ιμπραήμ: «Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μήτε πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε. Και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου».Όμως τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή και ο Γέρος παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του δεν τα κατάφερε.

«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Πολλές φορές οι Αιγύπτιοι επέστρεφαν για δεύτερη φορά στο σημείο από το οποίο είχαν περάσει λίγες ημέρες νωρίτερα, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. Οι περισσότερες εστίες αντίστασης είχαν εξουδετερωθεί. Παρ’ όλα αυτά, οι Αιγύπτιοι δέχονταν συνεχείς επιθέσεις ελληνικών τμημάτων στρατιωτών και χωρικών, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν μετωπική μάχη, πλευροκοπούσαν τις εχθρικές φάλαγγες ή τις κτυπούσαν από τα νώτα προκαλώντας σε αυτές μεγάλες απώλειες. Ο Κολοκοτρώνης, αναφερόμενος στον ανταρτοπόλεμο, γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».

Οι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν την συγκινητική τους αντίσταση εξαντλημένοι, πεινασμένοι και άοπλοι οι περισσότεροι, παρ όλο που ο Ιμπραήμ εφάρμοσε την μέθοδο του προσκυνήματος σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι. Προσκύνημα ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων ή και περιοχών προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση στους προσκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «ράι μπουγιουρντί» ή «προσκυνοχάρτι». Με αυτό τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.

Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν, κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά. Πάντως, οι περισσότεροι άλλαζαν στρατόπεδο υπό τον φόβο των αιγυπτιακών επιδρομών. Έτσι, οι βίαια και από φόβο προσκυνημένοι πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια θλιβερή εικόνα προδοσίας που εκτεινόταν από την Ηλεία έως την Πάτρα, τη Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα (στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου»).

Τότε ο Κολοκοτρώνης προσέφερε την τελευταία μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος στην κυριολεξία «ξαναζωντάνεψε» την ετοιμοθάνατη Επανάσταση. Με το σύνθημα «Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!» απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Μεταχειριζόμενος σκληρά μέτρα, απέτρεψε τον λαό της Πελοποννήσου από το να επανέλθει κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και διατήρησε την φλόγα του πολέμου άσβεστη μέχρις ότου έγινε η Ναυμαχία του Ναβαρίνου και οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν για την ελευθερία της Ελλάδας.

Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού.

Μέσα στις τρομερά αντίξοες συνθήκες, που αυξάνονταν από την απροθυμία της Αντικυβερνητικής Επιτροπής να βοηθήσει τον Γέρο με χρήματα και με πολεμοφόδια, εκείνος έβλεπε ότι μόνο με τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσε να αποσοβήσει την μεγάλη καταστροφή. Ταυτόχρονα βέβαια προσπαθούσε με νουθεσίες να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο πατριωτικό τους χρέος.

Η δίκη και η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη

Παρά τα ρωσόφιλά του αισθήματά ο Κολοκοτρώνης πάντα πίστευε πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την Ανεξαρτησία τους χωρίς τη βοήθεια των ξένων. Αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ανάμειξή των ξένων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, θεωρώντας πως γινόταν πρώτιστα για την εξυπηρέτηση τα ιδικών τους συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά, εμφορούμενος από μεγάλη μεγαλοψυχία, συγχώρησε τους εχθρούς του, ακόμα και εκείνους που ευθύνονταν για το θάνατο συγγενών του και του γιου του.

Με την έλευση του Καποδίστρια ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του αν και διαφωνούσε με τον αυταρχικό τρόπο της εφαρμογής της. Επίσης πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα. Με την έλευση όμως του τελευταίου (30-1-1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων με προεξάρχοντα τον Ιωάννη Κωλέττη και αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα από τους Βαυαρούς που δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν τη φιλοκαποδιστριακή του τοποθέτηση. Η σκευωρία που εξυφάνθη εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, το γιο του Γενναίο, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά Όθωνα και της κυβέρνησης.

Η δίκη (περισσότερες λεπτομέρειες εδώ) άρχισε στις 30 Απριλίου 1834 και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του ιδίου έτους. Διεξήχθη στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου. Την εισαγγελική έδρα είχε ο Εδουάρδος Μάσον, «ο εμπαθής εκείνος πολέμιος», όπως γράφει ο ιστορικός Μέντελσον, «της ρωσικής μερίδος και του Κολοκοτρώνη, υπερασπισθείς τον φονιά του Καποδίστρια Γεώργιο Μαυρομιχάλη». Σκωτσέζος, νομικός, θεολόγος και φιλόσοφος, είχε έλθει το 1824 στην Ελλάδα με την ιδιότητα του φιλέλληνα. Δεν είχε σπουδαία δράση κατά τον Αγώνα, μετά την απελευθέρωση δε άρχισε να δικηγορεί, έως ότου ο Όθωνας τον διόρισε καθηγητή της ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμίχθηκε στις εσωτερικές μας διενέξεις και υπηρέτησε, ουσιαστικά, την αγγλική πολιτική. Το πάθος, με το οποίο υπερασπίσθηκε το Μαυρομιχάλη και το μένος με το οποίο κατηγόρησε τον Κολοκοτρώνη, φανερώνουν όχι μόνον την πολιτική του τοποθέτηση, αλλά και το δισυπόστατο χαρακτήρα του. Ένας ξένος, και αυτός, που κάτω από την ηθική δικαίωση του φιλελληνισμού, αναμίχθηκε, κατά τρόπο εξοργιστικό, στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελλήνων. Τον κατείχε, όπως και άλλους παρεμφερείς φιλέλληνες, η εγωιστική πεποίθηση ότι οι μικρές ή μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην αγωνιζόμενη χώρα τούς έδιναν ιδιαίτερα δικαιώματα, ακόμα και το ύπατο δικαίωμα να κρίνουν επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτού του τόπου.

Η τακτική του Μάσσον κατά το στάδιο της προανάκρισης έδειξε ότι έλειπε από τη νομική και φιλοσοφική του σκέψη η βαθύτερη έννοια της δικαιοσύνης. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα, να κατασκευάσει ψευδομάρτυρες ή να διαστρέψει τις μαρτυρικές καταθέσεις. Απέφυγε συστηματικά να αναζητήσει την αλήθεια, όση κρυβόταν κάτω από την καιροσκοπική δίωξη του Κολοκοτρώνη και διακήρυττε ότι ήταν ακλόνητα πεπεισμένος περί της ενοχής του γέρου. Όταν πήγε στη φυλακή του Ιτς Καλέ για να ανακρίνει τον εγκάθειρκτο στρατηγό και τον πίεζε επί ώρες να ομολογήσει ότι «είχε προπαρασκευάσει αποστασίαν εναντίον της κυβερνήσεως», ο Κολοκοτρώνης, με πολύ πικρή θυμοσοφία, τον αποστόμωσε, αναφέροντας την ιστορία του λύκου και της προβατίνας, του λύκου ο οποίος για να βρει δικαιολογία να φάει την προβατίνα, άρχισε να της φωνάζει: «μου θόλωσες το νερό της πηγής και δεν μπορώ να πιω».

Ανάλογους δικολαβισμούς επικαλέσθηκε ο Μάσσον και κατά τη διάρκεια της δίκης και κατά τη σύνταξη του κατηγορητηρίου. Από όλες τις δεινές κατηγορίες, καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Και αν ακόμη υπήρχαν κάποιες ενδείξεις, αοριστίες, κατά το πλείστον, έλλειπαν όμως τα αδιαφιλονίκητα εκείνα στοιχεία που θα θεμελίωναν την παραπομπή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, και μάλιστα «επί εσχάτη προδοσία». Οι 44 μάρτυρες κατηγορίας, που παρουσιάστηκαν, δεν κατέθεσαν στοιχεία που να μη μπορούν να αμφισβητηθούν. Αντιστρόφως οι 115 μάρτυρες υπεράσπισης που εξετάσθηκαν διέψευσαν τα περισσότερα σημεία της κατηγορίας. Ο δικαστής Γεώργιος Τσερτσέτης, στις μυστικές διαβουλεύσεις που έγιναν αργότερα, υποστήριξε ότι «με τέτοιες κατηγορίες δεν μπορούν να καταδικαστούν σε θάνατο ούτε δυο γάτοι».

Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί, με απλή στολή καπετάνιου χωρίς παράσημα οδηγούνται στην αίθουσα και κάθονται στον πάγκο τους συνοδευόμενοι από όργανα τάξης και τους συνηγόρους τους. Συνήγοροι και χωροφύλακες παίρνουν κι αυτοί τις θέσεις τους. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο. Όταν μάλιστα ο Γέρος, ρωτήθηκε «Τι επάγγελμα έχεις;» και έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός! Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα!», ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του στρατηλάτη.

Επί είκοσι ημέρες παρέλαυναν προ του δικαστηρίου οι μάρτυρες και ήταν σαν να παρέλαυναν όλα τα κομματικά πάθη που είχαν έως τότε συγκλονίσει τη μαχόμενη Ελλάδα. Εκ πρώτης όψεως δικαζόταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Στην ουσία όμως επρόκειτο περί της δίκης ολόκληρου του φατριαστικού πνεύματος, που σαν δαίμονας αλάστωρ είχε κατακυριεύσει, διαδοχικά, κατά καιρούς, όχι μόνο τους κομματιζόμενους ηγέτες, αλλά ακόμη και τις ευγενέστερες, τις πατριωτικές καρδιές. Πίσω από την ατελείωτη αυτή σειρά των κατηγορουμένων διαγράφονταν οι άλλοι, οι μεγαλύτεροι ίσως ένοχοι, οι αρχηγοί των ξένων ανακτοβουλίων και οι μακιαβελλίσκοι της ευρωπαϊκής διπλωματίας.

Παρά τη γενναία στάση των δύο δικαστών εκ των πέντε δικαστών, Αναστάσιου Πολυζωϊδη και Γεώργιου Τερτσέτη, που μεταφέρθηκαν βιαίως και σηκωτοί(!) στην έδρα για την απαγγελία της ετυμηγορίας, ο Κολοκοτρώνης καταδικάσθηκε μαζί με τον Πλαπούτα σε θάνατο και φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 64 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη.


www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: