Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Τι είναι (και τι δεν είναι) η θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ.
Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΟΨΗ
1. Μια μακρο-δυναμική εκδοχή της γενικής Βαλρασιανής ισορροπίας, που βασίζεται σε επαρκώς θεμελιωμένες μικροοικονομικές προϋποθέσεις,
2. μια προσέγγιση που εναρμονίζεται με τα δεδομένα που εισήγαγε ο Kaldor και έρχεται σε ρήξη με τον Solow (1956) –ο οποίος θεωρείται ότι στάθηκε ανίκανος «να ερμηνεύσει την ανάπτυξη» [3] ,
3. μια θεωρία που προσδιορίζει τις σύγχρονες κινητήριες δυνάμεις της τεχνικής προόδου και της μεγέθυνσης, καθώς εστιάζει στις εξωτερικές οικονομίες και αποδόσεις κλίμακας,
4. μια θεωρία που νομιμοποιεί εκ νέου την παρέμβαση του κράτους, κυρίως στα κοινωνικά ζητήματα,
5. μια προσέγγιση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στη νεοκλασική θεωρία και τις ετερόδοξες προβληματικές. Οι θέσεις αυτές, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μια συναίνεση, είναι εσφαλμένες. Το αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι να συμβάλει στη ριζική κριτική αυτών των νεοκλασικών μοντέλων, προσπαθώντας να φωτίσει την «κρυμμένη τους πλευρά», και ειδικότερα τις ασάφειες που σχετίζονται με το νέο ορισμό του ρόλου του κράτους τον οποίο προτείνουν.
Για τον σκοπό αυτό, αναλύουμε:

1) τι είναι (και τι δεν είναι) η θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης, και 2) ποια είναι τα θεωρητικά προβλήματα που ναρκοθετούν αυτή τη θεωρία, καθώς επίσης και ποια ιδεολογική λειτουργία επιτελεί στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.2. Λίγο από τα ίδια: τι είναι η «ενδογενής ανάπτυξη»;

2.1. Το αιτούμενο: ο στοχασμός του αδιανόητου;

Από νεοκλασική άποψη, η διαδικασία ενδογενοποίησης της τεχνικής προόδου σημαίνει ότι η τελευταία αυτή προκύπτει από τις (διαχρονικές) αποφάσεις ατομικών φορέων [της παραγωγής], που κινητοποιούνται από το κέρδος και ανταποκρίνονται στα κίνητρα που δημιουργεί η αγορά. Αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, θα έπρεπε μάλλον να πούμε: του ατομικού φορέα, εφ’ όσον αυτό που τυποποιούν τα μοντέλα της τεχνικής προόδου είναι απλά η «οικονομία του Ροβινσώνα Κρούσου». Όλα αυτά τα μοντέλα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναλύονται ως κατασκευές που περιλαμβάνουν ένα μοναδικό φορέα, που είναι ταυτόχρονα παραγωγός και καταναλωτής, και προβαίνει σε μια επιλογή μεταβλητών ελέγχου και μεταβλητών κατανομής πόρων μεταξύ της τελικής παραγωγής και σχηματισμού του αναπαραγωγικού κεφαλαίου - κινητήρα ανάπτυξης. Θα έπρεπε μάλιστα να αποφεύγουμε να μιλάμε για αγορά, εφ’ όσον η σώρευση φορέων στον ένα ή τον άλλο τομέα δεν είναι εδώ τίποτα άλλο από το διπλασιασμό του ενός και μοναδικού φορέα, που αποκαλείται «αντιπροσωπευτικός», και στερεί κάθε νόημα από την αναφορά σε ανταλλαγές και τιμές.

Το αναπάντητο αυτό πρόβλημα (βλ. επ’ αυτού Kirman 1992), κατέχει μια μάλλον δεσπόζουσα θέση στη νεοκλασική οπτική σχετικά με τον προσδιορισμό της τιμής και της αμοιβής του κεφαλαίου. Αναφορικά με τη λογική συνοχή της θεωρίας, το αξίωμα της μοναδικότητας του φορέα απαγορεύει κάθε έξοδο από τον σολιψισμό και απαιτεί από τον αναγνώστη, εκτός από μια προτίμηση προς τα παραμύθια, μια αρκετά μεγάλη πνευματική ευλυγισία για την αναγωγή του συλλογικού στο ατομικό. Κατά μια περίεργη σύμπτωση, παρά την ιστορική νίκη των νεοκλασικών στην επιχείρηση εξάλειψης των ολιστικών μεθόδων, προς
όφελος μιας υποκειμενιστικής και ατομιστικής οπτικής που ανάγει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μια ατομικιστική ψυχολογία η οποία δεν επηρεάζεται από τους κοινωνικά δομημένους θεσμούς, οι νεώτεροι θεωρητικοί της Μακροοικονομικής θεώρησαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να τοποθετηθούν εκτός μεθοδολογικού ατομικισμού, με αποτέλεσμα να υποκλιθούν στον πιο απλουστευτικό και στείρο ολισμό.

Το ακόμα σοβαρότερο είναι ότι το αξίωμα του μοναδικού φορέα αφαιρεί κάθε λογικό περιεχόμενο από την προσκόλληση της θεωρίας της «ενδογενούς ανάπτυξης» σ’ αυτό που συνιστούσε πάντα τη δύναμη του κυρίαρχου θεωρητικού ρεύματος –και επιπλέον αποτελούσε διεκδίκηση επιστημονικότητας– δηλαδή το αξιωματικό πλαίσιο της γενικής ισορροπίας. Το να αναφέρεται κανείς σε μοντέλα ενδογενούς ανάπτυξης σημαίνει de fact o παραίτηση από τις βαλρασιανές φιλοδοξίες για επίλυση των κρίσιμων προβλημάτων συντονισμού των αποφάσεων μιας πλειάδας φορέων, αλλά και από κάθε εννοιολογικό ορισμό της «οικονομίας», της «αγοράς» και των «τιμών». Όσα υποστηρίξαμε μέχρι εδώ είναι κάπως προκλητικά, αλλά κατά τη γνώμη μας έπρεπε να επισημανθούν εφ’ όσον αγγίζουν την καρδιά των νέων αυτών νεοκλασικών μοντέλων. Ίσως μάλιστα να δημιουργούν την εντύπωση ότι κάθε περαιτέρω αξιολόγηση των μοντέλων αυτών είναι χωρίς περιεχόμενο. Όμως στην περίπτωση αυτή θα έμενε αναπάντητο το μυστήριο της σιγής των ετερόδοξων οικονομικών ρευμάτων αναφορικά με τις εξεταζόμενες θεωρίες. Θα πρέπει λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, να ακολουθήσουμε το συλλογισμό τους και να εισχωρήσουμε βαθιά σ’ αυτές τις σχηματοποιήσεις, προκειμένου να διατυπώσουμε μια ριζοσπαστική κριτική.

2.2. Τι δεν είναι η θεωρία «της ενδογενούς ανάπτυξης»: ρήξη με τον Solow και επιστροφή στον Harrod

Η νεοκλασική λύση στο πρόβλημα υπερπροσδιορισμού του μοντέλου του Harrod (1939) έκανε χρήση της ενδογενοποίησης –όχι του φυσικού ποσοστού (μαλθουσιανή οπτική) ούτε της ροπής για αποταμίευση (μετακεϋνσιανή οπτική), αλλά– του συντελεστή του κεφαλαίου, με βάση την υπόθεση περί ευελιξίας στη σχέση κεφαλαίου-εκροής και περί υποκαταστασιμότητας των συντελεστών. Παραδόξως, η ενδογενής ανάπτυξη υιοθέτησε μια άκαμπτη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εκροής: στο κέντρο αυτής της θεωρίας ξαναβρίσκουμε μια γραμμική σχέση, που διατυπώνεται ρητά με τη μορφή Υ = ΑΚ, με Α τη φαινόμενη παραγωγικότητα του κεφαλαίου. Σ’ αυτή ακριβώς την ομοιότητα με τον τύπο του Harrod, από την οποία παρεξέκλινε ο Solow (1956), εντοπίζεται ένας από τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι σχολιαστές θεώρησαν ορθή τη συσχέτιση των προσεγγίσεων «ενδογενούς ανάπτυξης» με την κεϋνσιανή δυναμική ανάλυση, καθιστώντας τις μ’ αυτό τον τρόπο περισσότερο δημοφιλείς μεταξύ των ετερόδοξων οικονομολόγων.

Εδώ όμως λησμονείται το ουσιώδες: ότι πρόκειται για μοντέλα των «οικονομικών της προσφοράς» και επομένως οι δημόσιες πολιτικές που ενθαρρύνουν αυτά τα μοντέλα αντιμετωπίζουν την επένδυση μόνον ως μια ροή που στοχεύει στην προσαύξηση των διαφορετικών μορφών κεφαλαίου. Η θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης δεν επανασυνδέεται καθόλου με την παλιά κεϋνσιανή μοντελοποίηση, ούτε προβάλλει κάποια βούληση σύνθεσης με αυτήν. Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία για μια νεοκλασική τυποποίηση, [4] την οποία πρέπει να αντιληφθούμε σε μια σχέση συνέχειας με τον Solow και όχι ρήξης μ’ αυτόν. Τυπικά, για να έχουμε ενδογενή ανάπτυξη απαιτείται η παραίτηση από μια από τις βασικές υποθέσεις του Solow, και συγκεκριμένα: το να μηδενίζεται στο άπειρο η οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου, ή το να έχουμε συνάρτηση παραγωγής με σταθερές αποδόσεις κλίμακας.

Η προσφυγή σε μια γραμμική μακροοικονομική συνάρτηση παραγωγής με μια και μόνο εισροή, η οποία είναι αναπαράξιμη και της οποίας η παραγωγικότητα δεν μειώνεται κατά τη διάρκεια της παραγωγής, αποτελεί επαρκή συνθήκη για μια μακροπρόθεσμα αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη. Το κομβικό σημείο του αξιωματικού αυτού συστήματος εντοπίζεται στην τιμή της ελαστικότητας εκροής ως προς το απόθεμα του συνόλου των συντελεστών παραγωγής, η οποία είναι τουλάχιστον ίση με τη μονάδα. Για να θεμελιώσουμε τα παραπάνω, αποδείξαμε αλλού (Herrera 1998), ότι ενδογενής ανάπτυξη προκύπτει από μια συνάρτηση παραγωγής σταθερών αποδόσεων για όλους τους συντελεστές (αναπαράξιμους ή μη), με ασυμπτωτική σύγκλιση προς μια μακροοικονομική συναρτησιακή μορφή μοναδιαίας ελαστικότητας του προϊόντος ως προς ένα σύνθετο απόθεμα κεφαλαίου. 

Η πρωτοτυπία του προτεινόμενου μοντέλου είναι τριπλή: 1) διατηρώντας κυρτότητα στην τεχνολογία, επιτυγχάνει μια ενδογενή ανάπτυξη σ’ ένα σολοβιανό πλαίσιο, επομένως αναδεικνύει επίσης τη μη-ασυνέχεια μεταξύ του τελευταίου και της νέας θεωρίας, 2) δείχνει ότι η κρατική παρέμβαση δικαιολογείται με την προσφυγή σε μια κατ’ εξοχήν νεοκλασική υπόθεση, την υπόθεση της ευελιξίας σε μια αγορά κατακερματισμένης εργασίας (υποκαταστασιμότητα μεταξύ εξειδικευμένης και απλής εργασίας), 3) δείχνει ότι δεν απαιτούνται εξωτερικές οικονομίες για να μοντελοποιηθεί μια ενδογενής αναπτυξιακή διαδικασία, καθώς η αύξηση του ανθρώπινου κεφαλαίου πυροδοτείται από τη δημόσια εκπαίδευση.

2.3. Μηχανισμοί ενδογενοποίησης: θεωρητική συμβολή ή μαθηματικό τέχνασμα; Επομένως, σολοβιανή και ενδογενής ανάπτυξη χρησιμοποιούν πολύ κοντινά μοντέλα μαθηματικής τυποποίησης. Ωστόσο συχνά οι θεωρητικοί της ενδογενούς ανάπτυξης υπονοούν στη βιβλιογραφία την άρση της υπόθεσης περί τεχνολογικής κυρτότητας (κοίλη συνάρτηση παραγωγής με σταθερές αποδόσεις και φθίνουσες οριακές αποδόσεις συντελεστών), γεγονός που μεταφράζεται γενικά με την εισαγωγή αυξουσών αποδόσεων μέσω εξωτερικών οικονομιών. Μ’ αυτό τον τρόπο προκύπτει μια κινητήρια δύναμη εσωτερική στο οικονομικό σύστημα, που κινητοποιεί αποκλειστικά μηχανισμούς τιμών –χάρη στις τεθείσες προϋποθέσεις. Έτσι, ο ρυθμός της ανάπτυξης εξαρτάται μακροπρόθεσμα από την ενδογενή τεχνική πρόοδο, που με τη σειρά της εξαρτάται από μεταβλητές συσσώρευσης ενδοφυείς στο μοντέλο (συντελεστές κεφαλαίου ή/και εργασίας). Ο τόνος σχεδόν πάντα μπαίνει στην ύπαρξη αυξανόμενων αποδόσεων –συνθήκη επαρκής, αλλά όχι αναγκαία για την ενδογενοποίηση– οι οποίες καταλαμβάνουν μια κρίσιμη θέση στο πλαίσιο του μικροοικονομικού corpus: Η ενσωμάτωσή τους συνεπάγεται την ακύρωση των θεωρημάτων της ευημερίας, μέσω της κατάργησης της ισοδυναμίας μεταξύ ανταγωνιστικής ισορροπίας και optimum (βέλτιστου) κατά Pareto.
Το διακύβευμα είναι σημαντικό για την ορθόδοξη οικονομική σκέψη: σχετίζεται με την εμπλοκή του κράτους στην κατανομή των πόρων. Δεν είναι επομένως τυχαίο το ότι οι νεοκλασικοί τοποθέτησαν τις αυξανόμενες αποδόσεις στην καρδιά των θεωρητικών τους μοντέλων, όταν επιχείρησαν να απαντήσουν στις κριτικές που απευθύνθηκαν στο μοντέλο του Solow, σχετικά με τη μη συμμόρφωσή του προς τα εμπειρικά δεδομένα και τα δεδομένα του Kaldor, αλλά και την αδυναμία του σολοβιανού μοντέλου, με βάση την οπτική του περί σύγκλισης προς μία «σταθερή κατάσταση» (steady state), να λάβει υπ’ όψη του την τεχνική αλλαγή. Μια λύση που διατηρεί ταυτόχρονα τον τέλειο ανταγωνισμό και την ισορροπημένη ανάπτυξη συνίσταται στο να θεωρήσουμε ότι διατηρούνται αποδόσεις οι οποίες είναι εξωτερικές ως προς την επιχείρηση (η συμμετοχή των επιχειρήσεων σε κάποια δραστηριότητα προκαλεί την αύξηση του μεγέθους της αγοράς), όπως στη βιομηχανική οργάνωση του Marshall: η αριστοποίηση προκύπτει με αυξανόμενες συνολικές αποδόσεις, που επιτρέπουν την ενδογενή ανάπτυξη, και σταθερές ατομικές αποδόσεις, που διασφαλίζουν την ανταγωνιστική ισορροπία. Οι συνέπειες των κατά Marshall εξωτερικών αποτελεσμάτων εντοπίστηκαν πολύ νωρίς, ωστόσο η παράκαμψη του ατελούς ανταγωνισμού έθετε ακόμα σοβαρά τεχνικά προβλήματα. Η συμβολή των νέων μοντέλων –και ιδιαίτερα εκείνου του Romer (1986), όπου η εξωτερική οικονομία απορρέει από την κεφαλαιακή επένδυση μέσω μιας παραδοσιακής διαδικασίας εκμάθησης στην πράξη (learning-by-doing)– συνίσταται στο ότι επιλύουν, με μαθηματικό και όχι θεωρητικό τρόπο, αυτές τις δυσκολίες, που συνοδεύουν την ενσωμάτωση των μη-κυρτοτήτων.

2.4. Καταγωγή και πρωτοτυπία των νέων μοντέλων: αποχαιρετισμός στο δημόσιο αγαθό

Ο βασικός στόχος λοιπόν των μοντέλων «ενδογενούς ανάπτυξης» είναι να παρουσιάσουν την τεχνική πρόοδο με τρόπο που να αντιτίθεται στην αντίληψή της τεχνολογίας ως δημόσιου αγαθού –όπως την αντιλαμβανόταν Solow. «Η θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης, εξηγεί ο Romer (1999), πήρε την τεχνολογία και την επαναχαρακτήρισε όχι ως δημόσιο αγαθό, αλλά ως αγαθό που υπόκειται σε ιδιωτικό έλεγχο. Αυτό που ήθελα ήταν ένας τρόπος απόκτησης ιδιωτικών πόρων (...) δούλεψα σκληρά πάνω στα μαθηματικά σχετικά με αυτό» . Ωστόσο, η ιδέα του δημόσιου αγαθού δεν παραπέμπει σε μια τεχνική πρόοδο που είναι «ουρανοκατέβατη» ή εξωτερική της οικονομικής δραστηριότητας, απλώς μια χρονοσυνάρτηση. Η ιδέα αυτή μπορεί επίσης να ερμηνεύσει την τεχνική πρόοδο ως προωθούμενη ή προσφερόμενη, συνολικά ή εν μέρει, από το κράτος. Η αρχική επιλογή του Romer, που ήταν να χαρακτηρίσει την τεχνολογία ως ένα μη ανταγωνιστικό αγαθό, εν μέρει αποκλειστικό, –επομένως ιδιοποιήσιμο και αμειβόμενο ιδιωτικά–, ταιριάζει αρκετά καλά με τη σημερινή εποχή, ωστόσο το κανονιστικό του σχήμα δεν είναι ουδέτερο: αποκλείει την ανάληψη ενός ενεργού ρόλου στην παραγωγή τεχνολογίας εκ μέρους του κράτους, και επομένως περιορίζει τη δράση του τελευταίου σε μια έμμεση παρέμβαση στην αγορά, που στοχεύει στην ενθάρρυνση των ιδιωτικών φορέων στον τομέα αυτό.

Μ’ αυτό ακριβώς το τέχνασμα, η νεοκλασική προβληματική μετατοπίζεται προς τους δεσμούς καινοτομία - εξωτερικές οικονομίες - αύξουσες αποδόσεις - δομή της αγοράς σε ατελή ανταγωνισμό. Σύμφωνα με το μοντέλο του Romer (1990), η ενδογενής ανάπτυξη πηγάζει από την πρόοδο της γνώσης (ως γραμμική αύξηση ενός αποθέματος) που προκύπτει από τη δραστηριότητα Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D) σε μια ανταγωνιστική αγορά, όπου οι καινοτομίες (νέα σχέδια παραγωγής) προστατεύονται και αμείβονται από ένα σύστημα μονοπωλιακών και διαπραγματεύσιμων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Ο πυρήνας του μοντέλου του Lucas (1988) έγκειται στο ότι η συσσώρευση ικανοτήτων σε επίπεδο ατομικού «ανθρώπινου κεφαλαίου» διέπεται από γραμμικότητα, έτσι ώστε οι εξωτερικές οικονομίες που επιφέρει αυτό το «κεφάλαιο» να τροποποιούν το βαθμό ομοιογένειας της συνάρτησης παραγωγής του τελικού προϊόντος, με τρόπο που να εξασφαλίζει αύξουσες αποδόσεις, χωρίς ωστόσο να αποτελεί αυτή η ίδια την αιτία της ενδογενούς ανάπτυξης.

Όμως στην κατά Becker θεωρία του «ανθρώπινου κεφαλαίου» η διαδικασία εκπαίδευσης στηρίζεται σε μια ιδιωτική απόφαση, της οποίας τα αποτελέσματα γίνονται επίσης αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοποίησης [5] . Ο πυρήνας του πνεύματος αυτών των συγγραφέων είναι επομένως η ιδέα της εμπορευματοποίησης της γνώσης, που απευθύνεται στο άτομο και μόνον σε αυτό.

3. Για μια κριτική της ενδογενούς ανάπτυξης: θεωρία και ιδεολογία

3.1. Στην κοιλιά του κήτους: είναι οι ετερόδοξοι οικονομολόγοι υποταγμένοι ή ενταγμένοι;

Έχοντας στη διάθεσή τους τις νέες τεχνικές βελτιστοποίησης, οι ορθόδοξοι θεωρητικοί απέκτησαν τα μέσα για να διερευνήσουν ζητήματα (όπως η καινοτομία, η γνώση, η κατάρτιση…), που επί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχαν αφεθεί στους ετερόδοξους οικονομολόγους (μετα-κεϋνσιανούς, σουμπετεριανούς, κλασικο-μαρξιστές,…).

Ο εκσυγχρονισμός της θεωρητικής κατασκευής που εισήγαγε ο Solow, χάρη σε κάποιες έξυπνες μαθηματικές τεχνικές, τους επέτρεψε να ενσωματώσουν αυτά τα θέματα (των οποίων οι θεωρητικές και πρακτικές συνέπειες τέθηκαν ως σύνολο στο περιθώριο από μια περισσότερο από χονδροειδή λύση των προβλημάτων της ασταθούς ανάπτυξης και της απουσίας πλήρους απασχόλησης) στο πλαίσιο της νεοκλασικής ανάλυσης. Τα απάλλαξαν έτσι, από μεθοδολογική άποψη, από κάθε ετερόδοξη επιρροή. Ένα σύμπτωμα της σοβαρής κρίσης στην οποία βύθισε η σημερινή ορθοδοξία την οικονομική θεωρία έγκειται στο ότι η έλλειψη πρωτοτυπίας των μοντέλων ενδογενούς ανάπτυξης επισημάνθηκε πολύ γρήγορα από τον Solow και από άλλους [6] νεοκλασικούς, χωρίς ωστόσο αυτό να τραβήξει την προσοχή των νέων θεωρητικών, ούτε και να σταματήσει την κλωνοποίηση των δημοσιεύσεών τους.

Η ενδογενής ανάπτυξη είναι πολύ γοητευτική, ιδίως για τους ετερόδοξους στοχαστές: «εξηγεί» την αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ και ανέχεται την απόκλιση των τροχιών ανάπτυξης μεταξύ χωρών (με τη μοντελοποίηση του Big Push των Rosenstein Rodan, με πολλαπλές ισορροπίες), επικεντρώνεται στη γνώση (και σχηματοποιεί τον Schumpeter [7] με στοχαστικές επεξεργασίες), «εφαρμόζεται» και μπορεί να καταλήξει σε υποδείξεις για υιοθέτηση κρατικών παρεμβάσεων αναφορικά με την εκπαίδευση και την έρευνα (καισυναρπάζει κεϋνσιανούς, οπαδούς της θεσμικής προσέγγισης, θεωρητικούς της ρύθμισης, ακόμα και ορισμένους «μαρξιστές του καπιταλισμού της γνώσης» …). Η εξάπλωση του κυρίαρχου θεωρητικού ρεύματος δεν περιορίστηκε μόνον στην προσάρτηση των πεδίων άλλων κοινωνικών επιστημών. Κατάφερε επίσης να κατακτήσει, κυρίως χάρη στην ενδογενή ανάπτυξη, εκείνες τις ετερόδοξες σχολές σκέψης που ήταν οι πιο συμβατές με τον δικό της τρόπο σκέψης. Όμως τα μοντέλα που καταστρώνει η θεωρία αυτή παραμένουν εγκλωβισμένα μέσα στα όρια του νεοκλασικού πεδίου και είναι ντε φάκτο καταδικασμένα σε δυσκολίες που δεν είναι σε θέση να επιλύσουν με «ενδογενή» τρόπο, δηλαδή προστρέχοντας σε ιδέες εσωτερικές της μεθοδολογίας πάνω στην οποία στηρίζονται.
3.2. Η απουσία μικρο-οικονομικών θεμελίων ή οι πλάνες του μοναδιαίου φορέα

Οι μακροοικονομολόγοι που εντάσσονται στο ρεύμα της ενδογενούς ανάπτυξης προσποιούνται ότι αντλούν τα μικροοικονομικά θεμέλια των μοντέλων τους από την αξιωματική της γενικής ισορροπίας των αγορών. Σύμφωνα με τον Romer (1999), όπως ακριβώς το μοντέλο του Solow «έπεισε τους οικονομολόγους να πάρουν στα σοβαρά τα απλά μοντέλα της γενικής ισορροπίας», η θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης θα πραγματοποιούσε «τη σύνδεση μεταξύ αυτού που κάναμε εμείς στην μακροοικονομία, και αυτού που έκαναν οι υπόλοιποι συνάδελφοι στη θεωρία της γενικής ισορροπίας». Παρά την έντονα περιοριστική οπτική μιας καθαρά νεοκλασικής θεωρίας (οι μικροοικονομολόγοι από τη μια μεριά, οι μακροοικονομολόγοι από την άλλη, αντίληψη που θέτει εκτός συζήτησης τα θεμελιώδη θεωρητικά ερωτήματα που βρίσκονται στο κέντρο της «οικονομικής επιστήμης»), ο Romer δεν αγνοεί ότι οι νέες σχηματοποιήσεις του κυρίαρχου θεωρητικού ρεύματος αντιπροσωπεύουν δια-χρονικές αποφάσεις του αντιπροσωπευτικού μοναδικού φορέα. Το γεγονός αυτό στερεί από κάθε περιεχόμενο τα τόσο κρίσιμα ζητήματα του συντονισμού και της συνολικοποίησης των επιμέρους αποφάσεων και δράσεων, υποθέτοντας ότι τα ζητήματα αυτά έχουν λυθεί εκ των προτέρων, και επιβάλλοντας εκ κατασκευής τον τέλειο ανταγωνισμό (ιδιαίτερα αναφορικά με τη συσχέτιση των τροχιών των τιμών με αυτές των ποσοτήτων, και με το αξίωμα της πλήρους απασχόλησης).Η ευρέως διαδεδομένη ιδέα ότι πρόκειται για κάποια αυθεντικά μοντέλα δυναμικής γενικής ισορροπίας είναι λανθασμένη. Αυτό που κάνουν οι θεωρητικοί της ενδογενούς ανάπτυξης είναι απλά να εισάγουν βασικές κατηγορίες της μικροοικονομικής (π.χ. εξωτερικές οικονομίες), που η χρήση τους εξασφαλίζει τη μεγέθυνση των αποδόσεων και την τεχνική πρόοδο, χωρίς όμως οι κατηγορίες αυτές να έχουν την παραμικρή συλλογική διάσταση.

Γιατί να αποκαλέσουμε «εξωτερική οικονομία» (Romer, 1986) την επίδραση που έχει ο μοναδικός φορέας στον εαυτό του; Ποια κοινωνική σημασία έχουν τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την «εξωτερική δράση» των επιχειρήσεων υπό την υπόθεση περί ύπαρξης συμμετρίας αυτών (Romer, 1990); Υπό ποια έννοια, ο Lucas (1988) εξασφαλίζει την όποια εναλλακτικότητα, εισάγοντας την κατηγορία της «δυναστείας», ο λόγος ύπαρξης της οποίας είναι να δικαιώνει την μάλλον διαισθητική υπόθεση της γραμμικότητας της συσσώρευσης του ατομικού ανθρώπινου κεφαλαίου; Ποιο συμφέρον έχουν φορείς αυστηρά ταυτόσημοι να καθορίζουν τιμές και να συναλλάσσονται; Πολύ απλά, κάτι τέτοιο δεν έχει κανένα νόημα –ή έχει τόσο νόημα όσο και το να ονομάζουμε «οικονομία» το σύμπαν του Ροβινσώνα Κρούσου [8] . Αυτό που θεωρείται ως μια «νέα θεωρία» της ανάπτυξης, και μια πραγματική επιστημονική πρόοδος, αντιστοιχεί, αν το εξετάσουμε προσεκτικά, σε μια επιστημονική υποχώρηση, ακόμα και από νεοκλασική άποψη –αν λάβουμε υπ’ όψη μας την απουσία μικροοικονομικών θεμελιώσεων. Η καταγωγή αυτής της αναδίπλωσης στο μοναδικό φορέα θα πρέπει να αναζητηθεί στο θεωρητικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκαν οι νεοκλασικοί από την εποχή των θεωρημάτων απροσδιοριστίας του Sonnenschein (1973).

3.3. Το κράτος απόν- παρόν, ή ο παραγωγός σχεδίων χωρίς σχέδιο

Μια από τις βαρύτερες εσωτερικές λογικές ασυνέχειες αυτής της θεωρίας αφορά την αντίληψη των υποστηρικτών της για το κράτος. Πράγματι, το κράτος γίνεται αντιληπτό κατά ένα αντιφατικό τρόπο, ως ταυτόχρονα παρόν και απόν. Από τεχνική άποψη, τα μοντέλα με εξωτερικές οικονομίες (των Romer [1986, 1990], Lucas [1988], Barro [1988]…) παρουσιάζουν υπο-βέλτιστες (infra-optimal) ανταγωνιστικές ισορροπίες, λόγω του ότι ενσωματώνουν εξωτερικές οικονομίες σχετιζόμενες με τη γνώση, την κατάρτιση ή τις υποδομές, κ.ο.κ., δημιουργώντας έτσι ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε κεντροποιημένους και αποκεντροποιημένους ρυθμούς ανάπτυξης σε κατάσταση ισορροπίας. Το κράτος είναι λοιπόν παρόν –και μάλιστα πανταχού παρόν– σ’ αυτές τις θεωρητικοποιήσεις που συστηματικά επικαλούνται τη δημόσια παρέμβαση προκειμένου να επανεγκατασταθεί μια κατά Pareto βελτιστοποίηση, συνήθως μέσω επιδοτήσεων ή φοροαπαλλαγών υπέρ ιδιωτικών φορέων οι οποίοι αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Όμως ταυτόχρονα, το κράτος, ως αυτόνομη ολότητα, είναι απόν, εφ’ όσον λογικά δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από τον ίδιο τον αντιπροσωπευτικό φορέα.

Ο κρατικός θεσμός λαμβάνεται υπ’ όψη στο πλαίσιο ενός προγράμματος βελτιστοποίησης που θα αντιστοιχούσε στον «social planner» (δηλαδή σε μια «σχεδιασμένη οικονομία»), όπου ο φορέας (ποιος άλλος, αφού αυτός είναι μοναδικός;), παρ’ ότι είναι ανίκανος να επιτύχει αυθόρμητα το βέλτιστο δια της ανταγωνιστικής ισορροπίας, κατορθώνει να εσωτερικεύσει την εξωτερικότητα μέσω της αιφνίδιας μετάλλαξής του σε «παραγωγό σχεδίων» [9] . ΄
Πρόκειται για μια περίπτωση σχιζοφρένειας, αλλά και μαγείας. Ας είμαστε όμως δίκαιοι και ας αναγνωρίσουμε στα νέα μοντέλα το προσόν ότι ξερίζωσαν από τους νεοκλασικούς την άκαμπτη στάση τους απέναντι στο ζήτημα, βοηθώντας τους να μην αντιλαμβάνονται πλέον το κράτος μόνο ως πηγή διαταραχής των μηχανισμών προσαρμογής μέσω των τιμών. Πράγματι, επί δεκαετίες ολόκληρες, οι νεοκλασικοί έμεναν προσκολλημένοι σε μια εχθρότητα απέναντι σε κάθε κρατική ενέργεια, επειδή στο οπτικό τους πεδίο είχαν μόνο την ανάλυση της αποτελεσματικής του χρηματοδότησης, και ποτέ την ανάλυση της επίπτωσης της δράσης του κράτους στην ανάπτυξη. 

Ο προσανατολισμός αυτός τους οδηγούσε να επιμένουν στο ότι η δημόσια δαπάνη αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία αποτελεσμάτων «εκτόπισης του ιδιωτικού τομέα», που λειτουργούσαν σε βάρος της ατομικής αποταμίευσης μέσω των μηχανισμών της έκδοσης χρήματος, της πίστης, του δημόσιου δανεισμού ή της φορολογίας. [10] Μήπως η φιλοδοξία των Νέων Κλασικών –από τις ορθολογικές προσδοκίες (Lucas) μέχρι την επαναπροσέγγιση της ρικαρδιανής ισοδυναμίας (Barro)– δεν συνίστατο στο να αποδείξουν τη μη χρησιμότητα των κεϋνσιανών πολιτικών; 

Το σχέδιο αυτό, σ’ ένα ανανεωμένο πλαίσιο, εξακολουθεί να είναι παρόν στα πιο πρόσφατα μοντέλα τους, που δομήθηκαν σε αντιπαράθεση με την ιδέα του δημόσιου αγαθού, με τη λογική της απελευθέρωσης της ζήτησης από τα κρατικά δεσμά, και που επικεντρώθηκαν στον υπολογισμό μιας βέλτιστης δημοσιονομικής παρέμβασης (κατά Laffer), για τη χρηματοδότηση μιας δημόσιας ενθάρρυνσης της ιδιωτικής συσσώρευσης. Απογυμνωμένος από κάθε θεσμικό περιεχόμενο, ο παραγωγός σχεδίων χωρίς σχεδιασμό είναι το νεοκλασικό μέσο θεωρητικοποίησης της επαναρύθμισης της οικονομίας μέσω της αγοράς.

3.4. Ο απροσδιόριστος πυρήνας της ανάπτυξης ή το (καλά κρυμμένο) μυστικό του κεφαλαίου

Τα ορθόδοξα μοντέλα, από αυτό του Solow μέχρι αυτό του Romer, φαίνεται να διατηρούνται στη ζωή, δηλαδή να επιβιώνουν παρά την ανικανότητά τους να μοντελοποιήσουν τις τεχνικές αλλαγές, επειδή εκμεταλλεύονται την τόσο χτυπητή και χαρακτηριστική ταλάντευση των νέων αναπαραστάσεων αναφορικά με τον προσδιορισμό του πυρήνα της ανάπτυξης. Το μοντέλο ΑΚ αδυνατεί, εξ ίσου με τις διάφορες εκδοχές περί ενδογενοποίησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών, να εννοιοποιήσει οτιδήποτε συγκεκριμένο σχετικά με την κινητήρια δύναμη, Κ, της ανάπτυξης.


Το εν λόγω «κεφάλαιο» είναι δυνατόν να αντιστοιχεί σε οποιονδήποτε συντελεστή υποκείμενο σε συσσώρευση (κεφάλαιο-γνώση, κεφάλαιο υποδομών, ανθρώπινο κεφάλαιο…), υπό τη μαθηματική προϋπόθεση της υποτιθέμενης θετικής συσχέτισης αυτού του πράγματος με την παραγωγικότητα. Δεν θα ήταν άσκοπη πρόκληση αν λέγαμε ότι θα μπορούσε να πρόκειται επίσης για τη διαφθορά (αν δεχτούμε, όπως ορισμένοι νεοφιλελεύθεροι, ότι το «λάδωμα» ενθαρρύνει την παραγωγικότητα της εργασίας), για ένα κοπάδι ασιατικά βόδια (zebus) (μαγαδασκαρική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία το ζώο αποτελεί κεφάλαιο), ή για το συμβολικό πολιτιστικό κεφάλαιο (κατά Bourdieu)…Λέγεται ότι τα μοντέλα αυτά είναι πλούσια. Θα έπρεπε να πούμε υπερβολικά πλούσια, υπό την έννοια ότι υπάρχουν ευάριθμοι (δηλαδή πάντοτε υπερβολικά πολλοί) υποψήφιοι για την ερμηνεία της ανάπτυξης, χωρίς να διερευνώνται οι εννοιολογικές βάσεις του κεφαλαίου εν ευρεία εννοία (αν μπορούν να διερευνηθούν) από τις ορθόδοξες σχολές.


Τα μοντέλα αυτά μπορούν να ενσωματώσουν τα πάντα ακριβώς γιατί η μεθοδολογία τους δεν ενσωματώνει απολύτως τίποτα: η τελευταία αυτή, καθώς ενεργεί μέσω λεηλασίας και μεταφοράς, είναι μια πραγματική θεωρητική conquista (κατάκτηση). Θυμούνται οι νεοκλασικοί το τραύμα της διαμάχης μεταξύ των δύο Καίημπριτζ, που αποδείχθηκε το Βατερλό της θεωρίας τους; Έχοντας, ήδη από την εποχή εκείνη, την ηγεμονία, διαθέτουν τα μέσα για να το συγκαλύψουν. Θεωρούμε την κριτική της «ενδογενούς ανάπτυξης» ως ευκαιρία για επανασύνδεση με τη ριζοσπαστικότητα των χθεσινών ετεροδόξων, που τόλμησαν να επιτεθούν στους πυλώνες του κυρίαρχου ρεύματος: τον ορισμό του κεφαλαίου που αποκρύπτει τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος [11] , τη συνάρτηση παραγωγής [12] …


3.5. Η νεοκλασική περιπτωσιολογικότητα ( ad hoc - ness ) ή η απάρνηση του ρεαλισμού Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, η διακριτική επιλογή εκείνου του συντελεστή, η μεγέθυνση του οποίου παρέχει τη δυνατότητα της αυτοσυντηρούμενης ενδογενούς ανάπτυξης, δεν είναι τίποτα άλλο από μια συμπληρωματική βαθμίδα «περιπτωσιολογικότητας», (δηλαδή μια βαθμίδα που δεν συνδέεται με το αξιωματικό πλαίσιο των εν λόγω μοντέλων και η οποία εισάγεται με μόνο σκοπό το να παραγάγει τα αποτελέσματα στα οποία αποσκοπεί το μοντέλο), που επικάθεται σ’ εκείνες που χαρακτηρίζουν αυτά τα μοντέλα. Ορισμένα παραδείγματα: Η συμμετρία των ατομικών φορέων αποτελεί συνθήκη που επιτρέπει το σχηματισμό μακροοικονομικών μεγεθών. Η ενσωμάτωση εξωτερικών αποτελεσμάτων γίνεται χωρίς καμιά εννοιολογική ή θεωρητική αναφορά. Μια τροχιά ανάπτυξης «στην κόψη του μαχαιριού» είναι απαραίτητη για μια ανάπτυξη που δεν θα είναι ούτε εξαντλήσιμη, αλλά ούτε και εκρηκτική. Κάτι ανάλογο ισχύει για τη γραμμικότητα στη συσσώρευση γνώσεων… Με ένα τέτοιο βαθμό «περιπτωσιολογικότητας», η νεοκλασική προσέγγιση τείνει προς την πιο πλήρη αυθαιρεσία και εξ αυτού ακυρώνεται ενδοφυώς ως θεωρία, υπό την έννοια ότι δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να πει οτιδήποτε θα ήταν χρήσιμο στους ανθρώπους σχετικά με την πραγματικότητα της ζωής τους στο πλαίσιο της κοινωνίας.

Η κριτική μας εδώ παραπέμπει εξίσου, βεβαίως, στο ιδεολογικό περιεχόμενο της νεοκλασικής έννοιας της βραχυπρόθεσμης ισορροπίας μέσω της προσαρμογής των τιμών, η οποία προπαγανδίζει μια μυθοποιημένη οπτική των κοινωνικών σχέσεων, σε μετωπική ρήξη με την ιστορία, που με τεχνητό τρόπο προσκολλάται στη φυσική. Τα μοντέλα της ενδογενούς ανάπτυξης δεν είναι λοιπόν χωρίς ενδιαφέρον… τουλάχιστον γι’ αυτούς που ενδιαφέρονται, όχι για την επιστήμη, αλλά για την οικονομική επιστημονική φαντασία.Αφού η έλλειψη ρεαλισμού δεν απέσπασε την προσοχή του Lucas (1981) από τους πραγματικούς κύκλους ή τον κύκλο των ορθολογικών προβλέψεων, γιατί να τον συγχύσει η ενδογενής ανάπτυξη; Σχεδόν λυπηθήκαμε τον Solow: «(…) το εγχείρημα συγκρότησης της οικονομίας ως αυστηρής επιστήμης είναι καταδικασμένο σε αποτυχία (...)

Οι πιο φωτισμένοι από τους ανθρώπους του επαγγέλματος λειτουργούν σαν να ήταν η οικονομία μια φυσική της κοινωνίας, σαν να υπήρχε ένα μοναδικό αμετάβλητο μοντέλο που θα έπρεπε απλά να εφαρμόζουμε». Η νεοκλασική σωτηρία θα ερχόταν λοιπόν από την εμπειρική προσέγγιση, σε ένα επίπεδο αφαίρεσης ενίοτε συγκρίσιμο με αυτό της θεωρίας; Ασφαλώς όχι. Στην περίπτωση της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, οι μακρο-οικονομετρικές μελέτες, που καταφεύγουν στις εξισώσεις catching-up [13] ή/και σε δεδομένα διατομής (cross section) αλά Barro (1991) προσφέρουν αποτελέσματα σαθρά και μη μονοσήμαντα. Οι πιο επεξεργασμένες οικονομετρικές τεχνικές (panel econometrics [14] ) , οδηγούν συχνά στην απώλεια των θετικών συνεπειών της εκπαίδευσης στην ανάπτυξη –όταν δεν υποδεικνύουν κάποια αρνητική επίπτωση. [15] 3.6. Συμβατότητα με το νέο-φιλελευθερισμό ή το κράτος εναντίον των δημοσίων υπηρεσιών Μπορούμε τώρα να φτάσουμε στον πυρήνα του ζητήματος. Η νεοκλασική επανενεργοποίηση της κρατικής παρέμβασης (στην πλευρά της προσφοράς) λειτουργεί μέσα από την άρνηση της φύσης των «ελεύθερων» (δημόσιων και δωρεάν) αγαθών που αποτελούν στοιχεία της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας (όπως για παράδειγμα η γνώση). Τα αγαθά αυτά μοντελοποιούνται πλέον ως βασικές κατηγορίες κεφαλαίου που στηρίζονται σε ατομική ιδιοποίηση και τιμολόγηση –το κράτος χρησιμοποιείται μόνον για την επιτάχυνση της συσσώρευσης.

Παρ’ όλον ότι σε διαφορετικές ερμηνείες συχνά αφήνουν ανοιχτά τα ζητήματα των οικονομικών πολιτικών και των θεσμικών μορφών που θα πρέπει να υιοθετηθούν, τα μοντέλα ενδογενούς ανάπτυξης δεν είναι ουδέτερα. Η κατά Romer τυποποίηση της καινοτομίας μεταθέτει τη γνώση από τη δημόσια σφαίρα σε μια οικονομία όπου η παραγωγή είναι περιφραγμένη από διπλώματα ευρεσιτεχνίας αποκλειστικής χρήσης και όπου «τον ουσιαστικό ρόλο παίζουν (…) τα σήματα που εκπέμπει η αγορά». Ο κατά Lucas τύπος εκπαίδευσης αναφέρεται στο αναπαραγόμενο ανθρώπινο κεφάλαιο, (που βασίζεται στην απόφαση του ατόμου να επενδύσει στην προσωπική του κατάρτιση), και έρχεται σε σύγκρουση με την κρατική βούληση για ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης. [16] Όχι ότι η τελευταία αυτή δεν είναι δυνατόν να μοντελοποιηθεί στο πλαίσιο της ορθόδοξης θεωρίας. Το μοντέλο που παρουσιάζουμε στην εκτενή εκδοχή του παρόντος κειμένου (Herrera 2003) επιχειρεί κάτι τέτοιο: Καθώς δεν αποφεύγει τα προβλήματα που υποδείξαμε εδώ, το μοντέλο αυτό είναι σε θέση να χειριστεί τον δημόσιο τομέα μόνο λειτουργώντας τον μ’ ένα σύστημα τιμών σύμφωνα με τους κανόνες του ανταγωνισμού, σαν να επρόκειτο για μια αγορά εκπαίδευσης επιδοτούμενη από το κράτος.

Μιλάμε λοιπόν για τη συμβατότητα αυτών των μοντέλων με το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα. Οι θεωρητικοί της ενδογενούς ανάπτυξης γνώριζαν πώς να εκμεταλλευτούν την ασάφεια των προτάσεών τους για κρατική παρέμβαση, προκειμένου να προωθήσουν όχι ένα πιο διευρυμένο, ή ακόμα και βελτιωμένο δημόσιο τομέα, αλλά την κρατική στήριξη προς την δια της αγοράς ρύθμιση του εμπορεύματος-γνώση (έρευνα, κατάρτιση, ενημέρωση, τηλεπικοινωνίες…). Το εμπόρευμα αυτό σήμερα ελέγχεται σχεδόν ολοκληρωτικά από την ηγεμονική μερίδα του παγκόσμιου κεφαλαίου, το χρηματιστικό κεφάλαιο. Το μήνυμα αυτό συμβαδίζει με τον λόγο που εκφέρουν κάποιοι διεθνείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, για την οποία η «αγορά της γνώσης» ανοίγει τον δρόμο «για την ευημερία του καθενός» World Bank (1999). Αυτό που προϊδεάζεται εδώ είναι οι κάθε είδους ιδιωτικοποιήσεις, η ιδιωτική παιδεία και η εμπορευματική κηδεμονία της έρευνας («να μετασχηματίσουμε τα ινστιτούτα έρευνας σε εταιρείες μέσω μετοχών»!). Στην εποχή του θριαμβεύοντος φιλελευθερισμού, το καπιταλιστικό κράτος μετοχοποιείται εναντίον των δημοσίων υπηρεσιών.

3.7. Γιατί αυτή η θεωρία; Για τη σωτηρία του καπιταλισμού από τον υπερ- φιλελευθερισμό! Αυτό που απομένει είναι να κατανοήσουμε γιατί τα μοντέλα αυτά εμφανίστηκαν στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο –στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά το τέλος της δεκαετίας 1980– και πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τη συσχέτισή τους με τις σημερινές μεταλλάξεις του καπιταλισμού. Η θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης γεννήθηκε στο εσωτερικό της αμερικανικής διανόησης από την παρόρμηση στρατευμένων συγγραφέων, που έγιναν από τότε γνωστοί, να εξαπολύσουν την αποφασιστική επίθεση κατά του κεϋνσιανισμού. Με εξαίρεση ίσως τον νεαρό Romer (και αυτό βέβαια πρέπει να αποδειχθεί [17] ) , οι υποστηρικτές αυτών των θεωριών δεν είχαν ποτέ κόμπλεξ στο να προβάλλουν νεοφιλελεύθερες θέσεις, είτε επρόκειτο για τον Barro («σήμερα, είμαστε όλοι Φριντμανικοί», Business Week 13-07-98), για τον Sala-I-Martin («el no es pecado» [«ο φιλελευθερισμός δεν είναι αμάρτημα]», προσωπική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο), ή για τον Lucas («κράτος σημαίνει κοινωνική αδικία») [18] . Το όνομα αυτού του τελευταίου, παρ’ όλον ότι στον ακαδημαϊκό χώρο συνδέθηκε με μια πολιτική ευνοϊκή προς την εκπαίδευση, εμφανίζεται –δίπλα σ’ αυτό των δύο μεγάλων δασκάλων του, Friedman και Becker, αλλά και κάποιων άλλων: Krueger, Buchanan…– στον κατάλογο των οικονομολόγων που «υποστήριξαν με ενθουσιασμό το οικονομικό σχέδιο που προτάθηκε από τον George W. Bush». [19]

Και βέβαια, το τμήμα αυτού του σχεδίου που ασχολείται με την εκπαίδευση βρίσκεται στον αντίποδα ενός δημόσιου και πιο εξισωτικού συστήματος, και απεικονίζει κατά τρόπο ωμό το πρόταγμα του νεοφιλελεύθερου κράτους: ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης ή υπαγωγή της στην αγορά, έλεγχος της γνώσης-εμπόρευμα, προώθηση του καταμερισμού εργασίας με βάση τις στρατηγικές του κεφαλαίου, κατακερματισμός της εργασιακής δύναμης και κοινωνική πόλωση, όλα με μέσο τα δημόσια κονδύλια και στη βάση της ιδεολογίας των ατομικών επιλογών (υπευθυνότητα, αποτελεσματικότητα, ελευθερία…) [20] . Η νεοκλασική αυτή ανανέωση έλαβε χώρα σε συνθήκες θριάμβου των Reaganomics, όταν η επιβράδυνση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ –απορρύθμιση – προκαλούσε ανυσηχίες, ενώ μεσουρανούσε το «θαύμα» των ασιατικών τίγρεων στο αυλάκι που είχε ανοίξει η Ιαπωνία –ένα «θαύμα» στο οποίο η θεία πρόνοια έπαιξε ασφαλώς ένα μικρότερο ρόλο από αυτόν του κράτους: υποδομές, κατάρτιση, Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D)…

Αυτό που κατανόησαν οι νεοφιλελεύθεροι συγγραφείς μας ήταν η επιτακτική ανάγκη να χαλαρώσει η αντικρατική οπτική του παρελθόντος, προκειμένου να σωθεί ο καπιταλισμός από τις υπερβολές του υπερ-φιλελευθερισμού: το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει όχι μόνο προκειμένου να τροποποιεί τη διάρθρωση του κεφαλαίου προς το δικό του συμφέρον, αλλά και προκειμένου να διασφαλίσει την ατομική ιδιοποίηση των δημόσιων αγαθών. Να παρεμβαίνει, όχι μόνο για να επηρεάζει τη ζήτηση, αλλά για να ενθαρρύνει την προσφορά, και κυρίως όχι για να εκπονεί οικονομικά πλάνα, αλλά για να ρυθμίζει την αγορά προς το συμφέρον του διεθνούς κεφαλαίου, που είναι ο κυρίαρχος του παιγνιδιού.
 Απέναντι στην κρίση της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης, οι διαυγείς νεοφιλελεύθεροι δεν αντιδρούν διαφορετικά: Θα έπρεπε «να ρυθμίσουμε τις χρηματοοικονομικές ροές» (Stiglitz), σε αντιπαράθεση με τον «εξτρεμισμό των αγορών» (Soros) και τον «εξοργιστικό ανορθολογισμό τους» (Greenspan). Συμπεράσματα Κατευθύναμε τα πυρά μας ενάντια στα θεμέλια της νεοκλασικής θεωρίας της ανάπτυξης, επιχειρώντας να δείξουμε ότι τα μοντέλα «ενδογενούς ανάπτυξης» συγκροτούν:


1. μια αναλυτική υποχώρηση, από την άποψη του ίδιου του κυρίαρχου ρεύματος από το οποίο διαχωρίστηκαν, καθώς υποχρεώνονται να αναδιπλωθούν στην αυθαιρεσία του μοναδικού φορέα, εγκαταλείποντας τον προβληματισμό σχετικά με το συντονισμό των αποφάσεων διαφορετικών φορέων,


2. Μια εσωτερική επέκταση της σολοβιανής οπτικής για την ανάπτυξη, που από μεθοδολογική και μαθηματική άποψη είναι συμβατή με αυτήν,

3. τη διατήρηση της νεοκλασικής ανικανότητας, από την εποχή της δεινής ήττας του βρετανικού Καίημπριτζ, να ορίσει και να μετρήσει το κεφάλαιο,

4. μια πιο εκλεπτυσμένης απ’ ότι στο παρελθόνμυθοποιητική και ηθική στήριξη του νεοφιλελεύθερου προτάγματος για κινητοποίηση του κράτους εναντίον των δημοσίων υπηρεσιών,

5. την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας υποταγής και απορρόφησης των ετερόδοξων οικονομολόγων, που πάσχιζαν για ανακάλυψη νέων τεχνικών και για καθωσπρεπισμό. Αυτό που απαξιώνει στα μάτια μας αυτά τα μοντέλα δεν είναι μόνο η απουσία λογικής συνοχής, και η έλλειψη επιστημονικής θεμελίωσης, αλλά και η ιδεολογική τους λειτουργία και το κοινωνικό τους πρόταγμα στην υπηρεσία του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, τα οποία στηρίζουν η μεθοδολογία και τα συμπεράσματά τους. Το κίνητρο της έκκλησης που απευθύνουμε για μια αντεπίθεση, που θα στοχεύει να πλήξει μια από τις κρυμμένες όψεις του σημερινού νεοφιλελευθερισμού, είναι η επιθυμία μας να αποτρέψουμε να χαθούν τα ίχνη των μεγάλων κριτικών οικονομολόγων του παρελθόντος, που πριν από λίγο καιρό καθόρισαν την ατζέντα των μαχόμενων ετεροδοξιών.

Βιβλιογραφία
Aghion, P., Howitt, P., 1992. A Model of Growth Through Creative Destruction.Econometrica60, 323-351.

Azariadis, C., Drazen, A., 1990. Threshold Externalities in Economic Development. Quarterly Journal of Economics104, 501-526.

Barro, R.J., Sala-I-Martin, X., 1995. Economic Growth. McGraw-Hill, New York.

Barro, R.J., 1988. Government Spending in a Simple Model of Endogenous Growth. NBER Working Papers 2588.

Barro, R.J., 1991. Economic Growth in a Cross Section of Countries. Quarterly Journal of Economics 106, 407-443.

Barro, R.J., 1993. Macroeconomics. Wiley, New York.

Becker G.S., Murphy, K.M., Tamura, R., 1990. Human Capital, Fertility, and Economic Growth. Journal of Political Economy 98, S12-S37.Becker, G.S., 1964. Human Capital. Columbia University Press, New York.

Becker, G.S., 1985. Capital Income Taxation and Perfect Foresight.

Journal of Public Economics 26, 147-167.Benhabib, J., Spiegel, M.M., 1994. The Role of Human Capital in Economic Development. Journal of Monetary Economics 34, 143-173.Blanchard, O., Fisher, S., 1989. Lectures on Macroeconomics. MIT Press, Cambridge Ma.

Bush, G.W., 2001. Blueprint «No Child Left Behind». U.S. Department of Education. http://www.ed.gov/inits/nclb.

Dessus, S., Herrera, R., 2000. Public Capital and Growth: A Panel Data Assessment. Economic Development and Cultural Change 48, 407-418.

Friedman, M., 1976. The Line We Dare Not Cross: The Fragility of Freedom at 60 Percent. Encounter 2, 2-14.

Grossman, G., Helpman, E. 1989. Quality Ladders and Product Cycles. NBER Working Papers 3201.

Harrod, R.F., 1939. An Essay in Dynamic Theory. The Economic Journal 49, 14-33.

Herrera, R., 1998. Depenses publiques d’education et capital humain dans un modele convexe de croissance endogene. Revue economique 49, 831-844.

Herrera, R., 2003. The State vs. the Public Service. The Hidden Face of Endogenous Growth Theory», υπό κρίση, Review of Radical Political Economics.

Kaldor, N., 1957. A Model of Economic Growth. The Economic Journal 67, 591-624.

Kirman, A., 1988. The Economic Theory: Emperor have no Clothes. The Economic Journal 8, 356-365

Kirman, A. 1992. «Whom or what does the representative individual represent?», Journal of Economic Perspectives.

Klamer, A., 1988. Entretiens avec des economistes americains. Le Seuil, Paris.

Krueger, A., 1990. Government Failures in Development. NBER Working Papers 3340.

Krugman, P., 1990. Increasing Returns and Economic Geography. NBER Working Papers 3275.

Lipman, P., 2001. Bush’s Education Plan, Globalization, and the Politics of Race. http://eserver.org/clogic/4-1/lipman.html.Lucas, R., 1981. Methods and Problems in Business Cycle Theory. Σε: Studies in Business Cycle Theory. MIT Press, Cambridge Ma.

Lucas, R., 1988. On the Mechanisms of Economic Growth. Journal of Monetary Economics 22, 3-42.Malinvaud, E., 1993. Regard d’un ancien sur les nouvelles theories de la croissance. Revue d’economie politique 44, 171-188.

Mankiw, G., Romer, D., Weil, D. 1992. A Contribution to the Empirics of Economic Growth. Quarterly Journal of Economics 107, 407-427.

Marx, K., 1988. Das Kapital, Kritik der politischen Okonomie, Dietz Verlag Berlin, Berlin.

Pagano, M., 1993.Financial Markets and Growth. European Economic Review 37, 613-622.

Pritchett, L., 1999. Where has all the Education Gone? The World Bank, Washington D.C.

Rebelo, S., 1990. Long Run Policy Analysis and Long Run Growth. NBER Working Papers 3325.Robinson, J., 1964. Theory of Economic Growth. Macmillan, London.

Romer, P.M., 1986. Increasing Returns and Long-Run Growth. Journal of Political Economy 94, 1002-1037.

Romer , P.M., 1990. Endogenous Technological Change. Journal of Political Economy 98, S71-S102.

Romer , P.M., 1999. Conversations with Economists: Interpreting Macroeconomics, by B. Snowdon and H. Vane. http://www.stanford.edu .

Sala-i-Martin, X., 1990. Lectures Notes on Economic Growth. NBER Working Papers 3563-4.Sala-I-Martin, X., 1994.Measures of the Aggregate Value of Human Capital. Research Department Seminar Paper, International Monetary Fund, Washington D.C.

Schumpeter, J.A., 1942. Capitalism, Socialism and Democracy. Harper & Bros, New York.

Solow, R.M., 1956. A Contribution to the Theory of Economic Growth. Quarterly Journal of Economics 70, 65-94.Solow, R.M., 1972. Theories de la croissance. Armand Colin, Paris.

Solow, R.M., 1987. Growth Theory and After. Nobel Prize in Economic Science Lecture, The Nobel Foundation, Stockholm.

Sonnenschein, H., 1973. Do Walras Identity and Continuity Characterize the Class of Excess Demand Functions?. Journal of Economic Theory 6,345-354.Stern, N., 1992. Le Role economique de l’Etat dans le developpement. Payot, Lausanne.

Stiglitz, J.E., 1978.Notes on State Taxes, Redistribution, and the Concept of Balanced Growth Path Indice. Journal of Political Economy 86, S137-S150.

Stokey, N.L., 1991. The Volume and Composition of Trade Between Rich and Poor Countries. Review of Economic Studies 58, 63-80.

Tanzi, V., 1990. Fiscal Management and External Debt Problems, in: Mehran, H. (Ed.),External Debt Management. International Monetary Fund, Washington D.C.

Walras, L., 1988. Elements d’economie politique pure. Economica, Paris.World Bank, 1999. World Development Report 1998-1999,

The World Bank, Washington D.C.
………………………………….

[1] Τίτλος πρωτοτύπου: «The State vs. the Public Service. The Hidden Face of Endogenous Growth Theory». Λήφθηκε υπόψη και η γαλλική εκδοχή του κειμένου, με τίτλο «L’Etat contre le Service Public? La Face cachee de la croissance endogene».

[2] Για παράδειγμα: υποδομές (Barro, 1988), καινοτομία (Grossman and Helpman, 1989), ανάπτυξη (Azariadis and Drazen, 1990), διεθνές εμπόριο (Krugman, 1990, Stokey, 1991), δημογραφική έρευνα (Becker, Murphy and Tamura, 1990), χρηματιστικές αγορές (Pagano, 1993).

[3] Σύμφωνα με τους Barro et Sala-i-Martin (1995), το μοντέλο του Solow «ερμηνεύει τα πάντα εκτός από την ανάπτυξη». Από ό,τι ακολουθεί θα γίνει σαφές ότι η κριτική τους προς τον Solow έχει ισχύ και για τα δικά τους μοντέλα … [4] Τα μοντέλα αυτά υποθέτουν, μεταξύ άλλων, τη σε μόνιμη βάση πλήρη απασχόληση των συντελεστών παραγωγής.

[5] Ας μας επιτρέψει ο αναγνώστης μια παρέκβαση που απομακρύνεται προς στιγμή από το αντικείμενο, προκειμένου να επανέλθει σε αυτό με καλύτερους όρους. Ο Καντ, στις Σκέψεις για την Εκπαίδευση , τοποθετεί την τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης στο τέρμα μιας ατέρμονης εκπαιδευτικής διαδικασίας. «Η εκπαίδευση αποτελεί το δυσκολότερο πρόβλημα απ’ όσα απευθύνονται στον άνθρωπο. Ο διαφωτισμός εξαρτάται από την εκπαίδευση και η εκπαίδευση με τη σειρά της, εξαρτάται από το διαφωτισμό». Η είσοδος σ’ αυτό τον κύκλο (και η γνώση του «τι μπορεί να γίνει ο άνθρωπος») απαιτεί να απομονώσουμε έναν εκπαιδευτή που θα είναι ήδη εκπαιδευμένος. Ο Καντ, αρνούμενος τη θεία μεσολάβηση, προσφέρει μια εναλλακτική επιλογή ταυτόσημης λογικής. Το ανθρώπινο είδος, εννοούμενο υπό τη δημόσια όψη των δι-ατομικών σχέσεων, φωτιζόμενο αυθόρμητα από μια κοινοτική κουλτούρα, εμπειρικά αθάνατο, είναι σε θέση να αναπτύσσει επ’ άπειρον τις ικανότητες εκείνες που στοχεύουν στη χρήση του ορθού λόγου. Η λύση των «δυναστειών» του Lucas είναι τελείως άλλο πράγμα: είναι ένας ατομικιστικός μύθος. [6] Βλ. για παράδειγμα Solow (1987), Stern (1992), Malinvaud (1993). Η αντεπίθεση των νεοκλασικών που έμειναν πιστοί στον Solow υποστηρίζει ότι το μοντέλο του διατηρεί μια ερμηνευτική ισχύ, υπό τον όρο μιας τροποποίησής του (Mankiw, Romer and Weil, 1992).

[7] Οι Aghion και Howitt (1992) υποστηρίζουν ότι είναι σουμπετεριανοί, με την έννοια ότι η καινοτομία τους λειτουργεί μέσω καταστροφής - δημιουργίας. Και γιατί όχι μαρξιστές; Ο Σουμπέτερ το λέει: η έννοια αυτή είναι του Μαρξ!

[8] Χωρίς να αμφισβητούμε το ταλέντο του Defoe, εύκολα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι νεοκλασικοί μοιράζονται μαζί του, στη μορφή του Ροβινσώνα, την προτίμηση για ένα φανταστικό ρεαλισμό και για μια αντίστοιχη
αυταπάτη, και με τα μέσα που διαθέτουν γίνονται απολογητές του φιλελευθερισμού της εποχής τους, που συμφιλιώνει ατομικισμό και ιμπεριαλισμό.

[9] Βλ. Sala-I-Martin (1990), Barro and Sala-I-Martin (1995).

[10] Αντιστοίχως: Blanchard and Fisher (1989), Tanzi (1990), Friedman (1976), Krueger (1990).

[11] Να ξαναδιαβάσουμε τον Μαρξ σχετικά με το μυστικό του κεφαλαίου, που «δεν είναι κάποιο αντικείμενο, αλλά κοινωνική σχέση παραγωγής».

[12] Joan Robinson: «Η συνάρτηση παραγωγής αποδείχθηκε πολύ χρήσιμη για να αποβλακώνει τους ανθρώπους. Ο φοιτητής διδάσκεται ότι Q = f (L, K), (…), με την ελπίδα ότι θα ξεχάσει να ρωτήσει τι είδους μονάδα χρησιμοποιείται για να μετρηθεί το κεφαλαιακό απόθεμα (...) Πριν διατυπώσει αυτό το ερώτημα, θα έχει γίνει καθηγητής».

[13] Caching-up: Κάλυψη της διαφοράς (στους ρυθμούς ή το επίπεδο ανάπτυξης) ΣτΜ.

[14] Οικονομετρικές μελέτες που χρησιμοποιούν «panel data», δηλαδή στοιχεία που συλλέγονται με βάση μια αυστηρή μεθοδολογία σε κανονικά χρονικά διαστήματα, για μια περίοδο χρόνου, από ένα αριθμό ατομικών φορέων που έχει επιλεγεί τυχαία.

[15] Βλ. Benhabib and Spiegel (1994), Pritchett (1999). Επίσης Dessus et Herrera (2000).

[16] Μήπως η απουσία κάθε τυποποίησης της δημόσιας εκπαίδευσης δεν είναι μια ιδεολογική επιλογή; Η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου (Becker, 1964) ήταν επίσης μια πολεμική τακτική εναντίον της δημόσιας εκπαίδευσης.

[17] Μαθητής του Lucas στο Σικάγο, ο Romer (1999) ασχολείται ιδίως με τα μαθηματικά: «Schumpeter: Υπερβολικά πολλά λόγια και όχι αρκετά μαθηματικά; Ναι, και τα λόγια είναι συχνά διφορούμενα».

[18] Σύμφωνα με τον Lucas, η Γενική Θεωρία έχει γραφεί «με αμέλεια, και ενίοτε με πονηριά» (Klamer, 1988).

[19] Βλ. την ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ludwig von Mises : http://www.mises.org.

[20] Τα δημόσια κονδύλια για χρηματοδότηση της παρακολούθησης ιδιωτικών σχολείων ή για την προμήθεια υπηρεσιών από ιδιώτες, η βαθμολόγηση γραπτών και η επιβολή ποινών στους ταραξίες μαθητές σημαίνει για τιςπεριφερειακές σχολικές διευθύνσεις και τις αστυνομικές αρχές «να μοιράζονται πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες διασφάλισης της τάξης» Bush (2001).

www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: