Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Μια διαφορετική θεωρία της παρακμής: η περίπτωση της παραδιαστολήΣ

Μια διαφορετική θεωρία της παρακμής: η περίπτωση της παραδιαστολήςαπό Κωνσταντίνος Μπαλατσός



Οι αινιγματικοί Ετρούσκοι, από τον τάφο του Τρικλίνιου - Tarquinia, Ιταλία

Ένα από τα κύρια συμπτώματα μιας παρηκμασμένης εποχής αποτελεί η αλλαγή της καθιερωμένης σημασίας εννοιών, οι οποίες κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο αξιακό σύστημα κάθε εποχής. Ιστοριογράφοι, φιλόσοφοι και ρήτορες μας παρουσίασαν αυτή την συμπτωματολογία μέσα από τα έργα τους, με τους τελευταίους μάλιστα να την μετατρέπουν σε ρητορική τεχνική. Η dinstinctio, όπως την ονόμασαν Ρωμαίοι που ασχολήθηκαν με την ρητορική, ή η παραδιαστολή ελληνιστί, επιστρατεύτηκε ως τεχνική από τους ρήτορες τόσο για να επαινέσει ο εκάστοτε ομιλητής το ήθος του ή να δικαιολογήσει τα σφάλματά του, επιχειρώντας μια μετατροπή των επικαλούμενων ελαττωμάτων σε «αρετές», όσο και για να εκθέσει αυτό ακριβώς το τέχνασμα, ξεγυμνώνοντας τον αντίπαλό του από την «φορεσιά» των ενάρετων πράξεων, αποδεικνύοντας εν τέλει ότι αυτό που ονομάζει αρετή δεν είναι παρά μια κομψή -και πάντως αλλοιωμένη- παρουσίαση των ελαττωμάτων του.

Ο Αριστοτέλης φαίνεται να χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική, χωρίς να την ονοματίζει, λέγοντας ότι «ληπτέον δὲ καὶ τὰ σύνεγγυς τοῖς ὑπάρχουσιν ὡς ταὐτὰ ὄντα καὶ πρὸς ἔπαινον καὶ πρὸς ψόγον, οἷον τὸν εὐλαβῆ ψυχρὸν καὶ ἐπίβουλον καὶ τὸν ἠλίθιον χρηστὸν ἢ τὸν ἀνάλγητον πρᾶον, καὶ ἕκαστον δ᾽ ἐκ τῶν παρακολουθούντων ἀεὶ κατὰ τὸ βέλτιστον, οἷον τὸν ὀργίλον καὶ τὸν μανικὸν ἁπλοῦν καὶ τὸν αὐθάδη μεγαλοπρεπῆ καὶ σεμνόν, καὶ τοὺς ἐν ταῖς ὑπερβολαῖς ὡς ἐν ταῖς ἀρεταῖς ὄντας, οἷον τὸν θρασὺν ἀνδρεῖον καὶ τὸν ἄσωτον ἐλευθέριον».[1] Στο Rhetorica ad Herennium, το οποίο αποδιδόταν στον Κικέρωνα αλλά τελικώς παραμένει άγνωστος ο συγγραφέας του, παρατηρούμε την επιστράτευση της παραδιαστολής όχι για να δικαιολογηθούν ορισμένα ελαττώματα του ομιλητή αλλά για να εκτεθούν και να καταρριφθούν οι αιτιάσεις του αντιπάλου. Συνεπώς, προτείνει την αντιστροφή των εννοιών, ώστε αυτό που «ονομάζει ο αντίπαλός μας δικαιοσύνη να αποδεικνύουμε ότι, τελικώς είναι δειλία, νωθρότητα και πεισματική γενναιοδωρία· ό,τι ονόμασε σοφία είναι θρασύτητα, αερολογίες και επιθετική ευφυία· ό,τι ονόμασε εγκράτεια πρέπει να ισχυριστούμε ότι είναι αδράνεια και μετριότητα· τέλος, ό,τι ονόμασε θάρρος, πρέπει να το παρουσιάσουμε ως απερίσκεπτη τόλμη ενός μονομάχου»[2]. Βέβαια, εδώ παρατηρούμε την λειτουργία της τεχνικής σε έναν διάλογο μεταξύ δύο ομιλητών, χωρίς να παρουσιάζεται ένας σαφής ορισμός. Αυτόν λοιπόν μας τον προσφέρει ο Κοϊντιλιανός: «παραδιαστολή (dinstictio) είναι όταν ξεχωρίζουμε δύο παρόμοια πράγματα, όπως στην παρακάτω πρόταση: όταν αποκαλείς τον εαυτό σου σοφό αντί για πονηρό, γενναίο αντί για θρασύ και οικονόμο αντί για τσιγγούνη»[3].

Έχοντας αυτόν τον ορισμό ως οδηγό, μπορούμε να εντοπίσουμε την πρώτη περίπτωση παραδιαστολής στην Ιστορία του Θουκυδίδη, αυτή την φορά όχι ως ρητορικό τέχνασμα αλλά ως αποτύπωση της συμπτωματολογίας μιας παρηκμασμένης εποχής, και πιο συγκεκριμένα στα κερκυραϊκά του: «καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει. τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη, μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής, τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα, καὶ τὸ πρὸς ἅπαν ξυνετὸν ἐπὶ πᾶν ἀργόν· τὸ δ᾿ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη, ἀσφαλείᾳ δὲ τὸ ἐπιβουλεύσασθαι ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος. καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς αἰεί, ὁ δ᾿ ἀντιλέγων αὐτῷ ὕποπτος. ἐπιβουλεύσας δέ τις τυχὼν ξυνετὸς καὶ ὑπονοήσας ἔτι δεινότερος»[4]. Σε αυτό το σημείο ο Θουκυδίδης αναλύει πώς σε μια παρηκμασμένη περίοδο για το νησί της Κέρκυρας, το οποίο βρισκόταν σε εμφύλια διαμάχη -δηλαδή στάση-, η καθιερωμένη σημασία των λέξεων μετασχηματίστηκε, εγκολπώνοντας την σημασία της αντίθετης εννοιολογικά λέξης: έτσι η αλόγιστη τόλμη, δηλαδή η θρασύτητα, ονομάστηκε ανδρεία, ενώ η πρόνοια και η φρόνηση δειλία. Φυσικά αυτή η παραλλαγή δεν αφορά αδιάκριτα όλες τις λέξεις αλλά κυρίως αυτές που διατυπώνουν χαρίσματα του χαρακτήρα, δηλαδή αρετές, και κατ’ επέκτασιν αποτελούν πρότυπα του συστήματος αξιών των ανθρώπων της εποχής.

Μια δεύτερη περίπτωση παραδιαστολής παρατηρούμε, αν και κάπως υπόρρητα, στο έργο του Ισοκράτη, με έναν τόνο μελαγχολικό και νοσταλγικό για το απολεσθέν μεγαλείο της Αθήνας, αντιδιαστέλλοντας αυτό που είναι με αυτό που ήταν η αγαπημένη του πόλη μέσω αντιθετικών ζευγών. Στον Αρεοπαγήτικό του, λοιπόν, γράφει ότι «oἱ γὰρ κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοικοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην, οὐδ᾽ ἣ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας ὥσθ᾽ ἡγεῖσθαι τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ᾽ ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ μισοῦσα καὶ κολάζουσα τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας τοὺς πολίτας ἐποίησεν»[5].

Στην ρωμαϊκή περίοδο το πιο πρώιμο παράδειγμα παραδιαστολής εντοπίζουμε στον Σαλούστιο και πιο συγκεκριμένα στο έργο του Bellum Catilinae. Σε αυτό το σημείο είναι φανερή η επίδραση του Θουκυδίδη, όχι τόσο ως προς την μεθοδολογία ανάλυσης των ιστορικών γεγονότων αλλά ως προς το ύφος και την δομή. Έτσι, στον διάλογο μεταξύ του Καίσαρα και του Κάτωνα αναφορικά με την μοίρα των αποστατών του Κατιλίνα, ο δεύτερος, για να δείξει πόσο έχουν διαφθαρεί τα ήθη, οι τρόποι και οι συνήθειες των Ρωμαίων, επιστρατεύει ορισμένα αντιθετικά ζεύγη εννοιών, επισημαίνοντας την αλλοίωση της καθιερωμένης σημασίας των λέξεων: «καιρό τώρα έχουμε χάσει το πραγματικό όνομα των πραγμάτων. Το να σπαταλάς την περιουσία του άλλου θεωρείται απλοχεριά· το να κάνεις μοχθηρά πράγματα θεωρείται αντρειοσύνη· και κάπως έτσι η Δημοκρατία μας βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Αφήστε τους λοιπόν να είναι «γενναιόδωροι» με τα λεφτά των συμμάχων, αφού αυτό είναι πλέον το ήθος μας· αφήστε τους να είναι «συμπονετικοί» με κλέφτες που αρπάζουν τους θησαυρούς μας· αλλά μην τους αφήσετε να είναι «μεγαλόψυχοι» με το αίμα μας, συγχωρώντας μερικούς εγκληματίες, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι πιο καλοί άντρες μας»[6].

Ο Μακιαβέλι όντας βαθύτατα επηρεασμένος από ιστοριογράφους όπως ο Θουκυδίδης και ο Σαλούστιος αλλά και από τον ανώνυμο συγγραφέα του Rhetorica ad Herennium, χρησιμοποιεί την συγκεκριμένη ρητορική τεχνική στα κεφάλαια 15-18 του Ηγεμόνα του με τόση μαεστρία, ώστε χρειάστηκαν αιώνες παρερμηνείας και λανθασμένων προσεγγίσεων, οι οποίες μάλιστα πυροδότησαν και συντήρησαν μέχρι προσφάτως την κακή φήμη του Μακιαβέλι, για να αρχίσει περιοδικά η ερευνητική κοινότητα να στρέφει την προσοχή της στις ρητορικές παγίδες αυτών των κεφαλαίων και να εντοπίσει το πραγματικό νόημα όσων έγραψε ο φλωρεντινός φιλόσοφος. Άλλωστε, ο ίδιος προειδοποιεί τον αναγνώστη του στην αρχή του κεφαλαίου 15 για την δέουσα προσοχή που απαιτείται για όσα θα ειπωθούν στα επόμενα κεφάλαια, λέγοντας ότι «σκοπός μου είναι να γράψω κάτι χρήσιμο για αυτόν που θα το κατανοήσει».

Αναμφίβολα ο Μακιαβέλι ήταν ένας στοχαστής οξυδερκής με μια ιδιαίτερη αντίληψη για την ιστορία και τους κύκλους της. Ήταν επίσης άριστος συμπτωματολόγος, είχε διαγνώσει δηλαδή με ακρίβεια τα συμπτώματα παρακμής της εποχής του, τα οποία συνίστανται στον κατακερματισμό των κλασικών αξιών όπως γίνεται φανερό από μια προσεκτική ανάγνωση των Διατριβών του. Επομένως, στα κεφάλαια 15-18 επιστρατεύει την γνώριμη σε αυτόν παραδιαστολή, προσπαθώντας να κάνει φανερή την αντιστροφή της σημασίας των εννοιών στα μάτια των έμπειρων αναγνωστών του. Για τούτο θα παρατηρήσουμε επί παραδείγματι ότι στο κεφάλαιο 16 δεν αναφέρεται στην αρετή της γενναιοδωρίας αυτή καθ’εαυτήν αλλά σε αυτό που θεωρείται (considerare στα ιταλικά) γενναιοδωρία[7], διαχωρίζοντας την πραγματική σημασία της γενναιοδωρίας -και των συνεπειών της- από αυτό που θεωρείται γενναιοδωρία στον εκφυλισμένο κόσμο που ζούσε. Μ’ έναν αριστοτεχνικό χειρισμό των λέξεων φανερώνει πόσο ρευστή είναι η πραγματικότητα, ειδικότερα όταν αυτή δεν εδράζεται σε σαφείς έννοιες ή όταν αυτές έχουν αλλοιωθεί, γεγονός που πολιτικά μεταφράζεται σε απομείωση της ισχύος του κράτους. Αναφερόμενος λοιπόν στην κατ’ επίφαση γενναιοδωρία, σημειώνει πως αν θέλει ο κυβερνήτης να συντηρεί την φήμη του «γενναιόδωρου» «δεν πρέπει να αρνηθεί καμία πράξη που φανερώνει πολυτέλεια. Συνεπώς, ένας ηγεμόνας που ξοδεύει όλες του τις πηγές σε πολυτέλειες είναι αναγκασμένος, στο τέλος, αν επιθυμεί να διατηρήσει την φήμη του γενναιόδωρου, να επιβαρύνει υπερβολικά με φόρους τους υπηκόους του και να κάνει τα πάντα ώστε να αποκτήσει πλούτο […] έτσι, ξαφνικά, αποκτά την φήμη του μίζερου»[8]. Αποκτώντας την φήμη του μίζερου και επιβάλλοντας στυγνή φορολογία, ο κυβερνήτης κατά τον Μακιαβέλι διαπράττει ένα από τα πιο οδυνηρά λάθη, καθώς οι «οι άνθρωποι ξεχνούν πιο γρήγορα τον θάνατο του πατέρα τους παρά την απώλεια της περιουσίας τους»[9]. Τελικά, σκοπός του Μακιαβέλι δεν είναι μόνο να σκιαγραφήσει την εποχή του αλλά και να πείσει τον αναγνώστη του για την σημασία της παρουσίας ενός σταθερού συστήματος αξιών, όπως και πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει όταν αυτό δεν έχει μια στέρεη βάση. Αυτό, λοιπόν, που θεωρείται γενναιοδωρία σε μια απαξιωμένη εποχή και πιο συγκεκριμένα αυτή του Μακιαβέλι, αποδεικνύεται τελικώς φιλαργυρία και πολυτέλεια, μέσα από την επιστράτευση της παραδιαστολής.

Όπως είδαμε η ιστορία της παραδιαστολής ως ρητορική τεχνική αλλά και ως τεχνική αξιολόγησης μιας εποχής είναι πλούσια και εντοπίζεται σε στοχαστές οι οποίοι μοιράζονται αρκετά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Αφήνοντας λοιπόν την ιστορική αναδρομή, η οποία εδράστηκε στην ανάδειξη ενός κοινού μοτίβου ανάμεσα στους προαναφερόμενους στοχαστές, μπορούμε να συνάγουμε γόνιμα συμπεράσματα για την εποχή μας στο επίπεδο των αξιών και κατ’ επέκταση στο επίπεδο της πολιτικής. Όπως σε κάθε εποχή, έτσι και στη δική μας αρχίζει να διαφαίνεται μια κατωφερής πορεία, η οποία προφανώς ξεκινά πρωτίστως από το επίπεδο των αξιών. Βλέπουμε, λοιπόν, πώς η πίστη στην παράδοση, στην ιδιαιτερότητα και στις αδιάλειπτες στον χρόνο αξίες ενός λαού μετασχηματίζεται σε οπισθοδρόμηση, προκατάληψη και ρατσιστική συνθηματολογία. Βλέπουμε, επίσης, πώς η συμφιλίωση με κείμενα της αρχαίας και λατινικής γραμματείας, άλλοτε διαχρονική πηγή ανθρωπισμού, μεταμορφώνεται σε προαγωγή του δομικού ρατσισμού. Επιπλέον, παρατηρούμε πώς η διάθεση ενίσχυσης της αμυντικής θωράκισης μιας χώρας από λογικό και επιτακτικό αίτημα για την επιβίωση ενός έθνους - κράτους μετατρέπεται σε μιλιταριστικό παραλογισμό, ενώ η πασιφιστική αντίληψη προάγεται ως μέσο επίλυσης των διακρατικών διαφορών. Τέλος, γινόμαστε μάρτυρες της προέλασης του ηδονισμού και της άκρατης ατομικότητας, τα οποία πλέον θεωρούνται απαραίτητα μέσα για την αυτοπραγμάτωση, ενώ η αξία της αυτοπειθαρχίας, της εγκράτειας και της καρτερικότητας χαρακτηρίζεται ως οπισθοδρομική πρακτική ή όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν υποτιμητικά οι επικριτές της: «κανονικότητα».

[1] Αριστοτέλης, Ρητορική, 1366b28.

[2] Cicero, Rhetorica ad Herennium, 3.3.6

[3] Quintilian, Institutionis oratoriae, IX.III.65.

[4] Θουκυδίδης, Ιστορία, Γ. 82.

[5] Ισοκράτης, Αρεοπαγήτικος, 20.

[6] Σαλούστιος, Bellum Catilinae, 52.12.

[7] Μια μικρή αλλά κομβική λεπτομέρεια για το νόημα των συγκεκριμένων κεφαλαίων. Αν μας διαφύγει το considerare, καταλήγουμε στο επισφαλές συμπέρασμα ότι απορρίπτει την γενναιοδωρία αυτή καθ’ εαυτήν και όχι αυτό που θεωρείται λανθασμένα γενναιοδωρία.

[8] Ηγεμόνας, κεφ. 16.

[9] Ο.π, σελ. 17.www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: