Διπλο-μασκοφορεμένα Χριστούγεννα
Εάν θέλει κανείς να κατανοήσει τη λειτουργία του καλοστημένου μηχανισμού που έχει στηθεί όχι μόνο για την εφαρμογή και (σταδιακή) επέκταση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού αλλά και για την κατ’ εξακολούθηση λήψη π α ρ ά λ ο γ ω ν μέτρων, θα ήταν χρήσιμο να μην περιοριστεί σε στείρες νομικές αναλύσεις αλλά να επιχειρήσει μια πολύπλευρη προσέγγιση μέσω της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας, ώστε να μπορέσει να διεισδύσει στη σχέση που διέπει την εξουσία και τον πολίτη, ειδικότερα δε, να αντιληφθεί πώς μεταχειρίζεται η πρώτη τον δεύτερο.
Θεμελιώδους σημασίας εν προκειμένω είναι μια μεγάλη αλήθεια που έχει καταγραφεί από τον Τολστόι σχετικά με τον τρόπο παραγωγής των νόμων αλλά και την εξαναγκαστική τους δύναμη: «Υπάρχουν πολλά συντάγματα […] σύμφωνα με τα οποία οι πολίτες οφείλουν να πιστεύουν ότι το σύνολο των νόμων που έχουν θεσπιστεί στη χώρα τους, έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τη δική τους βούληση. Όμως, είναι γνωστό τοις πάσι ότι, όχι μόνο στα δεσποτικά αλλά και στα δήθεν φιλελεύθερα κράτη […] οι νόμοι δε θεσπίζονται σύμφωνα με την καθολική βούληση, αλλά σύμφωνα με τη βούληση εκείνων που έχουν στα χέρια τους την εξουσία• […] Εάν, λοιπόν, υπάρχουν νόμοι, τότε πρέπει να υπάρχει και η δύναμη που θα αναγκάσει τους ανθρώπους να τους εφαρμόσουν [….] Ως εκ τούτου, η ουσία του νόμου δεν αφορά στο υποκείμενο ή το αντικείμενο του δικαίου […] αλλά στο γεγονός ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι, κρατώντας στα χέρια τους την οργανωμένη βία, κατέχουν τη δύναμη να εξαναγκάζουν τους ανθρώπους να υποκύπτουν στη βούλησή τους […]» (Βλ. Λ. Τολστόι, Η δουλεία της εποχής μας-Το κράτος, μτφ. Ι. Στανιμεράκη/Ξ. Καλαϊτζίδου, εκδ. Πανοπτικόν 2021, κεφ. XII, σελ.. 76-77).
Η κρατική βία, ωστόσο, δεν είναι το μόνο μέσο υλοποίησης των επιταγών του νόμου. Το κρατικό «οπλοστάσιο» συμπληρώνεται με την εξαπάτηση: «η εξαπάτηση [….] συνίσταται στο γεγονός ότι η κυβερνώσα μειοψηφία […] λέει στην πλειοψηφία: ‘‘Είστε πολλοί αλλά είστε ανόητοι και αγράμματοι• δεν μπορείτε ούτε να αυτοκυβερνηθείτε ούτε να ρυθμίσετε τις δημόσιες υποθέσεις σας γι’ αυτό και θα αναλάβουμε εμείς τούτες τις έγνοιες για σας: θα σας προστατεύσουμε από τους εξωτερικούς εχθρούς, θα δημιουργήσουμε και θα τηρήσουμε μεταξύ σας την τάξη […] και θα φροντίσουμε για το κοινό καλό. Ως αντάλλαγμα το μόνο που ζητούμε από εσάς είναι να υπακούτε στους νόμους που θεσπίζουμε για την ασφάλεια και το συμφέρον σας […] Και οι άνθρωποι δέχονται αυτή τη συμφωνία όχι επειδή ζύγισαν τα υπέρ και τα κατά […] αλλά επειδή βρίσκονται μέσα σε αυτές τις συνθήκες από τα γεννοφάσκια τους κι έχουν γαλουχηθεί μέσα σε αυτές• κυρίως, όμως, επειδή η εκάστοτε κυβέρνηση […] χρησιμοποιεί όλα τα μέσα […] για να εμφυσήσει στους ανθρώπους […] ότι οι άνθρωποι που τους κυβερνούν χρήζουν απόλυτου σεβασμού, αφοσίωσης ή ίσως ακόμη και λατρείας» (Βλ. Λ. Τολστόι, όπ.π. σελ. 89-90).
Έτσι και η παρούσα κυβέρνηση, φορώντας τη μάσκα της αρετής και της φιλανθρωπίας, απευθύνεται όλο αυτό το διάστημα στους πολίτες, προτάσσοντας τη δημόσια υγεία κατά το μοτίβο ‘‘είστε υγιείς αλλά επικίνδυνοι και αυτο-καταστροφικοί, θα φροντίσουμε εμείς για την υγεία σας, θα σας εμβολιάσουμε όλους για το κοινό καλό και θα λάβουμε όλα τα κατάλληλα μέτρα για να σας προστατεύσουμε (βλ. μάσκα παντού, και διπλή όταν χρειαστεί!). Το μόνο που θέλουμε από εσάς είναι να μην αμφισβητείτε την επιστήμη’’.
Φυσικά η αξίωση μη αμφισβήτησης της επιστήμης δεν είναι καθόλου αθώα καθώς ο στόχος της απόλυτης υπακοής μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της πειθαρχίας στα κελεύσματα των ειδικών. Η πειθαρχία δεν βρίσκεται τυχαία «πολύ ψηλά στην εκτίμηση των απανταχού κυβερνήσεων» (Βλ. Λ. Τολστόι, όπ.π. σελ. 91), αν συναξιολογήσει κανείς τον ρόλο που διαδραματίζει στον στρατό, σημείο για το οποίο είναι επίσης διαφωτιστική η τολστοϊκή σκέψη: «όταν οι στρατιώτες στρατολογούνται […] υπάγονται σε ένα συγκεκριμένο είδος εκπαίδευσης […] αυτή η εκπαίδευση ονομάζεται πειθαρχία. Η ουσία της πειθαρχίας είναι ότι, μέσω κάποιων σύνθετων και εξειδικευμένων τεχνικών που έχουν δοκιμαστεί ανά τους αιώνες, οι άνθρωποι που υφίστανται τέτοια εκπαίδευση και βρίσκονται υπό το κράτος της για αρκετό καιρό, στερούνται εξ ολοκλήρου το πιο βασικό ανθρώπινο γνώρισμα: την πνευματική ελευθερία […]» (Βλ. Λ. Τολστόι, όπ.π. σελ. 90).
Πειθαρχούν οι πολίτες σε όλα τα παράλογα μέτρα, εν πολλοίς αδιαμαρτύρητα, διότι αυτό επιτάσσει ο πόλεμος κατά του «αόρατου» εχθρού και οι ίδιοι έχουν εκπαιδευθεί στην πλάνη του να θεωρούν ότι ο εξαναγκασμός σε εμβολιασμό συνιστά ελεύθερη, συνειδητή επιλογή υπό τις παρούσες συνθήκες.
Την πλάνη αυτή περιγράφει γλαφυρά ο Ν. Καζαντζάκης στην εναίσιμον επί υφηγεσία διατριβή του με θέμα ‘‘Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας’’: «Ἡ Ἀνάγκη πλανᾶται παντοδύναμος ἐπὶ τὰς τύχας τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὴν Ἀνάγκην ταύτην ὀνομάζομεν συνήθως ‘‘ἐλευθέραν βούλησιν’’» ἡμῶν. Εἰς τὸν μὲν ἡ Ἀνάγκη αὕτη ἐπιβάλλεται, λαμβάνουσα τὸ προσωπεῖον τοῦ πάθους του, εἰς τὸν δὲ τὸ προσωπεῖον τῆς ἠθικότητος καὶ ὑπακοής, διότι ὁ ὀργανισμός αὐτοῦ εἶναι οὕτω διαπεπλασμένος ὥστε νὰ μὴ χειμάζηται ὑπό σφοδρῶν παθῶν, αλλὰ νὰ ὑπακούῃ εὐκόλως εἰς τοὺς περιορισμοὺς τῆς ἠθικής, εἰς ἕτερον ἡ Ἀνάγκη λαμβάνει τὸ προσωπεῖον τῆς λογικῆς και τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, εἰς τον τέταρτον τῆς ἰδιοτροπίας καὶ ἐπιπολαιότητος.
Ἀλλὰ καὶ οἱ τέσσαρες ζητοῦσι τὴν ἐλευθέραν αὐτῶν βούλησιν ἀκριβῶς ἐκεῖ ἔνθα ἕκαστος κατ’ ἀνάγκην, ὅλως ἀνεξαρτήτως τῆς βουλήσεώς του, εἶναι στερρῶς προσδεδεμένος. Εἶναι ὡς ἐὰν διισχυρίζοντο ὅτι ἡ ἐλευθέρα βούλησις τοῦ μεταξοσκώληκος εἶναι νὰ πλέκῃ τὸ βομβύκιόν του, ἢ ὅτι ἡ ἐλευθέρα βούλησις τοῦ πυρὸς εἶναι νὰ καίῃ» (Βλ. εκδ. Καζαντζάκη, Γ’ έκδοση, 2006, σελ. 64).
Είναι σε αυτό το πεδίο που πρέπει να αξιοποιηθούν οι κατά Νίτσε τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος σε Καμήλα, Λεοντάρι και Παιδί: « […] Όμως μέσα στην πιο ερημικιά την έρημο, πλαστουργείται η δεύτερη μεταμόρφωση: εκεί το πνεύμα γίνεται Λεοντάρι, θέλει να κατακτήσει λευτεριά να γίνει ο κυρίαρχος της δικιάς του ερήμου. Γυρεύει εκεί τον ύστερό του αφέντη: θέλει να γίνει εχτρός του, όπως και του ύστερου θεού του, και πολεμώντας, θέλει να νικήσει το μεγάλο Δράκο. Ποιος είναι ο μεγάλος Δράκος, που δε θέλει πια το πνεύμα να τον λέει μήτε θεό, μήτε αφέντη; ‘‘Οφείλεις’’ ονομάζεται ο μεγάλος δράκος. Όμως του Λεονταριού το πνεύμα λέει, ‘‘θέλω’’ [….] Αδερφοί μου, τι το χρειαζόμαστε το Λεοντάρι μέσα στο πνεύμα; γιατί δεν μας φτάνει το υπομονετικό ζώο, το όλο εθελοθυσία και σεβασμό;» (Φρ. Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, μτφ. Γ. Αλεξίου Πρωταίου, εκδ. Δαμιανός, 1999, σελ. 29-30).
Εμπιστευτείτε, λοιπόν, το κράτος και απολαύστε υπεύθυνα τη μασκούλα στο δρόμο, ιδίως όταν περπατάτε μόνοι σας, στο πάρκο, κάνοντας βόλτα στη θάλασσα, στο βουνό και γιατί όχι και στο κρεβάτι!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου