Στο Συνέδριο του Economist ο πρωθυπουργός διατύπωσε το τετράπτυχο των ελληνικών θέσεων στην τελική ευθεία των διαπραγματεύσεων:
-Χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα
-Διατήρηση «κόκκινων γραμμών» για μισθούς και συντάξεις
-Αναδιάρθρωση του χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο
-Εξασφάλιση ΠΔΕ για εφαρμογή αναπτυξιακής πολιτικής.
Η «απροθυμία» της διαπραγματευτικής ομάδας να συμφωνήσει σε όλα τα μέτρα που είχαν συμφωνηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση οδήγησε σε «διαιώνιση» των διαπραγματεύσεων. Η μη ολοκλήρωση της «αξιολόγησης» με τη λογική των δανειστών έχει δύο σημαντικές συνέπειες.
Πρώτον, δημιουργεί εμπλοκή στη συνέχιση του σκέλους της χρηματοδότησης του ΔΝΤ, αφού το τελευταίο προϋποθέτει κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Δεύτερον, δεν επιτρέπει συμφωνία του Συμβουλίου Υπουργών (Eurogroup) για την εκταμίευση της τελευταίας δόσης των 1,8 δισ. ευρώ χωρίς δραματική υποχώρηση των Ελλήνων διαπραγματευτών.
Καθώς οι πιθανότητες μικρής έστω ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας υπό τις παρούσες συνθήκες είναι ανύπαρκτες, θα δυσκολεύεται περαιτέρω η εξυπηρέτηση του χρέους και η ανάγκη για μια ουσιαστική αναδιάρθρωση γίνεται πιο επιτακτική. Επίπλέον, αποκαλύφθηκε ότι οι δανειστές δεν είναι διατεθειμένοι να δεχτούν άνευ όρων τα ελληνικά αιτήματα.
Σε ένα τέτοιο κλίμα και καθώς όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες εγκλωβίζονται στην ύφεση, θα γίνεται δυσκολότερη η «διευκόλυνση» της Ελλάδας.
Από την άλλη πλευρά, η τακτική της διαπραγματευτικής ομάδας για ενδιάμεση συμφωνία προκειμένου να απελευθερωθεί ρευστότητα δεν αποδεικνύεται αποτελεσματική, αφού στη ζυγαριά μπαίνουν οι «κόκκινες γραμμές» και η πολιτική αξιοπιστία της κυβέρνησης.
Ετσι αναγνωρίστηκε λάθος στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου λόγω απειρίας.
Ενα συμβούλιο υπουργών δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει σε αποφάσεις δεσμευτικού χαρακτήρα με άμεσες υποχρεώσεις πληρωμών, χωρίς την αξιολόγηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων από τους «θεσμούς».
Επομένως, μέχρι αυτή τη στιγμή, η κυβέρνηση επιδιώκοντας ρευστότητα με ενδιάμεση συμφωνία, δεν συμπεριέλαβε επίμονα στις διαπραγματεύσεις την αναδιάρθρωση του χρέους, καθώς θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν αντικείμενο της λεγόμενης μεγάλης διαπραγμάτευσης σε δεύτερη φάση.
Με αυτά τα δεδομένα και τον χρόνο να λειτουργεί σε βάρος της, η κυβέρνηση αποφάσισε την ενιαιοποίηση των δύο φάσεων σε μία.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί σημαντική διορθωτική κίνηση στην τακτική της, δηλαδή επιχειρεί τη ελάφρυνση του χρέους μέσω μιας μείωσης δανειακών υποχρεώσεων, μετάθεση χρεολυσίων στο μέλλον και μια περαιτέρω μείωση του κόστους εξυπηρέτησης.
Αντί αυτού του αιτήματος που οι δανειστές έχουν δηλώσει ότι είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν, θα κάνει αναγκαίες υποχωρήσεις σε «κόκκινες γραμμές». Αυτός θα είναι ένας έντιμος συμβιβασμός.
Διότι οι συνθήκες βιωσιμότητας του χρέους βρίσκονται στον πυρήνα των προϋποθέσεων χρηματοδότησης της ανάπτυξης.
Με λίγα λόγια, η Ελλάδα πρέπει να διαπραγματευτεί τώρα μια ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους και να πετύχει απεμπλοκή, με ένα δικό της πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα αποδέχεται μια μακροχρόνια δημοσιονομική προσαρμογή με αναπτυξιακή προοπτική, προσφέροντας ως αντάλλαγμα υποχωρήσεις στις κόκκινες γραμμές της. Γιατί η αναδιάρθρωση του χρέους καθορίζει την αναπτυξιακή προοπτική.
Βέβαια πολλοί ισχυρίζονται ότι μια στρατηγική αποχρέωσης δεν κρίνεται τόσο από την ονομαστική μείωση του χρέους, αλλά κυρίως από τη μακροχρόνια ελάφρυνση της εξυπηρέτησής του.
Η άποψη αυτή παραγνωρίζει το γεγονός ότι χωρίς ελάφρυνση τμήματος του χρέους, με κάποιο χρηματοοικονομικό τρόπο, π.χ. με ανάληψή του από συμφωνία ΕΚΤ- ESM-EFSF, αυτό θα εξακολουθεί να επηρεάζει το κόστος δανεισμού στις αγορές.
Εκτός αν η ποσοτική χαλάρωση του κ. Ντράγκι καταστήσει τα εθνικά δημόσια χρέη στην ευρωζώνη απαλλαγμένα πιστοληπτικού κινδύνου, σε μια συγκυρία μακροχρόνιας στασιμότητας (secular stagnation).
Για τους λόγους αυτούς, το ζήτημα αναδιάρθρωσης του χρέους πρέπει να τεθεί σε νέα βάση, διαφορετική τόσο από τη λογική της «επιβράβευσης» όσο βέβαια και από τις φωνές που επιζητούν μονομερή διαγραφή.
Για να υπάρξει ανάπτυξη και να προκύψουν θέσεις απασχόλησης χρειάζονται νέες επενδύσεις. Οσο και να ενισχύσει κάποιος τις δημόσιες επενδύσεις πάλι θα χρειάζονται και ιδιωτικές και, για να γίνουν αυτά, πρέπει να έχει εκλείψει ο κίνδυνος δημοσιονομικής αβεβαιότητας.
Εάν το «πακέτο» εξασφαλίσει κάποια προσωρινή ευελιξία σχετικά με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης που αυστηροποιούνται, ακόμη καλύτερα.
Σημειώνεται πως οι ισχυροί εταίροι επιθυμούν κάποια στιγμή να μεταφέρουν την ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση στο κοινοτικό δίκαιο. Γι΄ αυτό χρειάζονται αλλαγές συνθηκών και απαιτείται ομοφωνία. Μέχρι τότε η ισχύς των κοινοβουλίων μετράει.
*οικονομολόγος, τ. ανώτερος στέλεχος της Ε. Ε.
Pηγή .efsyn.gr
www.fotavgeia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου