Νομικά αστήρικτη, λογικά αβάσιμη, ηθικά άδικη διάκριση σε βάρος της Ελλάδας
Γράφει ο Κώστας Μηνέττοςσυντ/χος εκπ/κός
«Είμεθα εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος οι πατρίκιοι των αγώνων και θυσιών»
Κ. Τσάτσος
Είμαστε, όμως, και οι πληβείοι στα κέρδη και τα οφέλη. Αντίθετα μ΄εμάς οι γείτονές μας, απόλεμοι κι άκαπνοι θεατές των πολέμων, πατρίκιοι στα κέρδη και τα οφέλη, τολμούν ακόμα και σήμερα, με περισσό θράσος ν΄αμφισβητούν την ελληνικότητα των νησιών μας και το δικαίωμα της χώρας μας να τα εξοπλίζει και να τα θωρακίζει.
Είναι γνωστό ότι από το 1941 Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ, βλέποντας τις δυνάμεις του ΄Αξονα, Γερμανία
και Ιταλία, να επιτίθενται εναντίον των ευρωπαϊκών κρατών και να απειλούν την ειρήνη του κόσμου, αλλά και την Ιαπωνία να συνιστά μελλοντικά παρόμοια απειλή, συμφώνησαν και συνέταξαν το Χάρτη του Ατλαντικού τον Αύγουστο του 1941.
Το 8ο σημείο αυτού του Χάρτη μιλούσε για αποστρατιωτικοποίηση και αφοπλισμό μέχρι το σχηματισμό ενός συστήματος ασφάλειας, που θα εντάσσονταν τα κράτη.
Ο Χάρτης του Ατλαντικού έγινε, αμέσως μετά, Δήλωση των Ηνωμένων Εθνών της 1- 1 1942, που υπέγραψαν διαδοχικά όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και μεταξύ των πρώτων η Ελλάδα, έπειτα η Σοβιετική ΄Ενωση και κατόπιν η Τουρκία.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, στις συναντήσεις των Μεγάλων σε Γιάλτα, Πόστδαμ και Τεχεράνη, για προετοιμασία της Συνθήκης Ειρήνης, ο Στάλιν επέμενε στην πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας, όπως προέβλεπε ο Χάρτης του Ατλαντικού.
Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 περιέλαβε την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας και, για την Ιταλία, των συνόρων της με τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και των νησιών Σικελίας, Σαρδηνίας, Παντελλαρίας.
Το άρθρο XIV της ίδιας Συνθήκης προέβλεπε, μετά την εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων και όχι των νησίδων, και, για τη Γιουγκοσλαβία, της νήσου Πελαγκόζα στην Αδριατική.
Από τις αποστρατιωτικοποιήσεις τυπικά, αφού ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκαν για την Ιταλία, η χώρα αυτή κατόρθωσε να απελευθερωθεί το 1951. Η πολιτική κατάσταση είχε τότε αλλάξει.
Οι σχέσεις με τη Σοβιετική ΄Ενωση ήταν διαφορετικές, το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου είχε επικρατήσει και είχαν επιπλέον παρουσιαστεί τα προβλήματα του Βερολίνου και της Κορέας. Ντε Γκάσπαρι, πρωθυπουργός της Ιταλίας και Σφόρτσα, υπουργός Εξωτερικών, με απανωτές επισκέψεις τους σε ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία, επεδίωκαν την άρση των αποστρατιωτικοποιήσεων και των άλλων περιορισμών που τους επιβλήθηκαν το 1947, την οποία και πέτυχαν το Σεπτέμβριο του 1951, όταν οι τρεις αυτές Δυνάμεις δημοσίευσαν διακήρυξη πρόσκληση προς την Ιταλία για αναθεώρηση της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων στα πιο πάνω θέματα.
Η Ιταλία, χώρα πλέον από το 1948 της Ατλαντικής Συμμαχίας και εν όψει εισόδου της και στα Ηνωμένα ΄Εθνη, υποστήριζε, και πολύ ορθά, ότι οι αποστρατιωτικοποιήσεις ήταν ασυμβίβαστες με τη θέση της ως πλήρους μέλους του ΝΑΤΟ. Όμως η Συνθήκη του 1947 προέβλεπε ότι οι δεσμεύσεις και οι περιορισμοί στην Ιταλία δε θα μπορούσαν να τροποποιηθούν παρά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων ή μετά την είσοδό της στα Ηνωμένα ΄Εθνη και κατόπιν αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν αντίθετη και έκανε χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας ( VETO ). Παρ όλ΄αυτά η Ιταλία με ρηματική της διακοίνωση, στις 8 Δεκεμβρίου 1951,πρότεινε σ΄όλα τα συμβαλλόμενα κράτη της Συνθήκης Ειρήνης την τροποποίησή της στα θέματα αποστρατιωτικοποιήσεων που την αφορούσαν και εξασφάλισε την ευνοϊκή απάντηση δεκατριών, μαζί και της Ελλάδας, ταυτόχρονα στις 21 Δεκεμβρίου 1951.
Η Σοβιετική ΄Ενωση παραπονέθηκε χωρίς να προβάλει κατηγορηματικό όχι. Ζήτησε όμως να ισχύσει το ίδιο και για τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, Ρουμανία και Φινλανδία που είχαν υποστεί ανάλογες αποστρατιωτικοποιήσεις.Το αίτημά της δεν έγινε δεκτό, πράγμα που την ανάγκασε να δημιουργήσει το Σύμφωνο Βαρσοβίας με τις χώρες της Ανατ. Ευρώπης όπου και σ΄αυτές, ουσιαστικά, οι στρατιωτικοί περιορισμοί δεν είχαν εφαρμοστεί.
Ετσι, με την ευνοϊκή τους απάντηση και τη Συνθήκη του Δεκεμβρίου 1951 οι δεκατρείς χώρες έκαναν δεκτή την άρση των περιορισμών και της αποστρατιωτικοποίησης για την Ιταλία, που της είχαν επιβληθεί ως χώρας του ʼξονα, αναγνωρίζοντας ρητά ότι κάτι τέτοιο δε συμβιβαζόταν με την ιδιότητα μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Ας δούμε όμως την ισχύ και τη δύναμη του εδαφίου 2 του άρθρου XIV της Συνθήκης των Παρισίων και για τη Δωδεκάνησο και για την Ελλάδα.
Κατ΄αρχάς το μέτρο της αποστρατιωτικοποίησης δεν ήταν μέτρο κατά της Ελλάδας ή της Γιουγκοσλαβίας ούτε ένα δώρο προς τη Τουρκία, γιατί η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέλος της Συνθήκης του 1947 αλλά και γιατί δεν πήρε μέρος στον Β΄Π.Π. και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 89, δε μπορούσε να αποκτήσει δικαίωμα ή οφέλημα. Επιπλέον την περίοδο εκείνη οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, χάρη στις συμφωνίες Βενιζέλου Ατατούρκ, ήταν θερμότατες και ως εκ τούτου δεν υπήρχε λόγος για μονομερή αποστρατιωτικοποίηση της Δωδεκανήσου.
Είναι επίσης γνωστό ότι με τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία δέχθηκε την εκχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ιταλία χωρίς καμιά αποστρατιωτικοποίηση.
Δεν ήταν λοιπόν η αποστρατιωτικοποίηση της Δωδεκανήσου ειδικό μέτρο περιορισμού της νικήτριας Ελλάδας και δε στρεφόταν κατά της Ελλάδας.
Ηταν ένα αναγκαίο γενικό μέτρο, που είχαν προαποφασίσει, από τον Αύγουστο του 1941, οι Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ, όταν συνέτασσαν το Χάρτη του Ατλαντικού και αφορούσε όλα τα εδάφη που κατείχαν οι δυνάμεις του ΄Αξονα.
Μετά από τη Συνθήκη του Δεκεμβρίου 1951, που απάλλαξε την Ιταλία από τις στρατιωτικές της δεσμεύσεις, θα μπορούσε να γίνει το ίδιο και για την Ελλάδα με τη Δωδεκάνησο, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση και των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων αλλά μόνο των Τριών (ΗΠΑ, Αγγλίας και Γαλλίας).
Δε χρειαζόταν μάλιστα ούτε και του Συμβουλίου Ασφαλείας η συγκατάθεση. Το άρθρο μάλιστα 87 της Συνθήκης προέβλεπε ότι, για κάθε ερμηνεία και για την εκτέλεση της Συνθήκης αρμόδιοι θα ήταν οι πρέσβεις των Τεσσάρων Δυνάμεων και σε περίπτωση διαφωνίας θα οριζόταν Επιτροπή που θα ελάμβανε απόφαση κατά πλειοψηφίαν.
Όταν λοιπόν το Σεπτέμβριο του 1951 Τρούμαν, Τσώρτσιλ και Σουμάν πρότειναν με κοινή διακήρυξη τον επανοπλισμό της Ιταλίας, δε θα μπορούσαν να αφήσουν την ελληνική Δωδεκάνησο αφοπλισμένη, ούτως ώστε η Ιταλία να έχει τον πειρασμό να πάει και να την ξαναπάρει χωρίς καμιά δυσκολία.
Το ασυμβίβαστο στρατιωτικών περιορισμών και κράτους μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας, που είχε επικαλεστεί η Ιταλία, αναγνωρίστηκε και για την Ελλάδα, γιατί την ίδια εποχή υπεγράφη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, όπου τα δώδεκα τότε μέλη του ΝΑΤΟ καλούσαν την Ελλάδα και την Τουρκία να προσχωρήσουν στην Ατλαντική Συμμαχία, πράγμα που έγινε πραγματικότητα λίγους μήνες αργότερα πανηγυρικά.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο νομικά πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση του Χάρτη του Ατλαντικού με το 8ο του σημείο, που, όπως είδαμε, ενσωματώθηκε στη διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών του 1942, αφού το σύστημα ασφάλειας που προέβλεπε είχε πια καθιερωθεί με την Ατλαντική Συμμαχία, στην οποία ανήκαν πλέον Ελλάδα και Τουρκία.
Το ασυμβίβαστο αποστρατιωτικοποίησης και χώρας μέλους του ΝΑΤΟ που αναγνωρίστηκε για την Ιταλία, συγχρόνως αναγνωρίστηκε και για την Ελλάδα και μάλιστα επιβεβαιώθηκε από τις ΗΠΑ την ίδια μέρα που η μεγάλη πλειοψηφία των συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων απαντούσε ευνοϊκά στην Ιταλία, δηλ. στις 21 Δεκεμβρίου 1951.
Την ημέρα εκείνη ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Πιουριφόη έστειλε ρηματική διακοίνωση στο υπουργείο Εξωτερικών με αριθμό 231 και έλεγε ότι έγιναν διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα και είχαν συμφωνηθεί διάφορα σημεία και αποφασίστηκε με τη βοήθεια των ΗΠΑ η χώρα μας να επεκτείνει την αμυντική της ικανότητα χ ω ρ ί ς κ α ν έ ν α π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ό χωρίς καμιά επιφύλαξη για τη Δωδεκάνησο.
Η Ελλάδα απάντησε με ρηματικές διατυπώσεις με την ίδια διατύπωση, οι οποίες δημοσιεύτηκαν το 1953 στο ΦΕΚ 206 της 6ης Αυγούστου 1953.
Προκύπτει λοιπόν από τα προεκτεθέντα, ότι η αποστρατιωτικοποίηση της Δωδεκανήσου α υ τ -ό μ α τ α ε ξ έ λ ι π ε χωρίς άλλες διατυπώσεις από το τέλος Δεκεμβρίου του 1951. Είναι επομένως αναφαίρετο δικαίωμα της χώρας μας να θωρακίζει και να εξοπλίζει τα νησιά μας για την ασφάλειά τους και κανένας δε μπορεί να την εμποδίσει.
Ο διαπρεπής νομικός πανεπιστημιακός καθηγητής της μεγάλης ροδίτικης οικογένειας Δρακίδη, γεννημένος στο Κάϊρο, Φίλιππος Δρακίδης, είναι αυτός που ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης της Δωδεκανήσου και μπόρεσε, ύστερα από έρευνες, να συντάξει σχετική μελέτη που δημοσίευσε στη REVUE HELLENIQUE DE DROIT INTERNATIONAL του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου των Αθηνών.
Όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρούσα δημοσίευση είναι παρμένα από συνέντευξη που έδωσε τα Χριστούγεννα του 1982 στο περιοδικό «Δρόμος», στο συνεργάτη του Γ. Βρούχο. Στη συνέντευξή του εκείνη δήλωνε ότι επιθυμία του ήταν αυτά τα στοιχεία να είναι γνωστά και στους «αρμοδίους των Υπουργείων και στο δωδεκανησιακό λαό». Και κατέληγε ως εξής: «Πρέπει οι Δωδεκανήσιοι να σηκώσουμε πλέον το κεφάλι μας.
Κανείς δε θέλησε ποτέ να μας υποτιμήσει. Από το 1941 κανείς δε σκέφτηκε ποτέ να υποβιβάσει το δωδεκανησιακό λαό, ώστε να θεωρείται στο περιθώριο, και τα Δωδεκάνησα ένα ανοικτό έδαφος, όπου κατά τις εξελίξεις της Πολιτικής και κατά τα συμφέροντα των Μεγάλων, αργά ή γρήγορα θα μας πουλούσαν ή θα μας αγόραζαν».
Ο διακεκριμένος ρόδιος καθηγητής θεωρούσε παράλογο και περίεργο να εξακολουθεί ακατανόητα να είναι η Δωδεκάνησος αποστρατιωτικοποιημένη.
Η Δωδεκάνησός μας, που γιορτάζει την Ενσωμάτωσή της, με όλες τις νήσους και βραχονησίδες της, είναι έδαφος ελληνικό και η Ελλάδα μας νομικά, λογικά και ηθικά έχει κάθε δικαίωμα να υπερασπίζεται κάθε σπιθαμή του και να το προστατεύει.
Πηγή : | Η ΡΟΔΙΑΚΗ
Γράφει ο Κώστας Μηνέττοςσυντ/χος εκπ/κός
«Είμεθα εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος οι πατρίκιοι των αγώνων και θυσιών»
Κ. Τσάτσος
Είμαστε, όμως, και οι πληβείοι στα κέρδη και τα οφέλη. Αντίθετα μ΄εμάς οι γείτονές μας, απόλεμοι κι άκαπνοι θεατές των πολέμων, πατρίκιοι στα κέρδη και τα οφέλη, τολμούν ακόμα και σήμερα, με περισσό θράσος ν΄αμφισβητούν την ελληνικότητα των νησιών μας και το δικαίωμα της χώρας μας να τα εξοπλίζει και να τα θωρακίζει.
Είναι γνωστό ότι από το 1941 Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ, βλέποντας τις δυνάμεις του ΄Αξονα, Γερμανία
και Ιταλία, να επιτίθενται εναντίον των ευρωπαϊκών κρατών και να απειλούν την ειρήνη του κόσμου, αλλά και την Ιαπωνία να συνιστά μελλοντικά παρόμοια απειλή, συμφώνησαν και συνέταξαν το Χάρτη του Ατλαντικού τον Αύγουστο του 1941.
Το 8ο σημείο αυτού του Χάρτη μιλούσε για αποστρατιωτικοποίηση και αφοπλισμό μέχρι το σχηματισμό ενός συστήματος ασφάλειας, που θα εντάσσονταν τα κράτη.
Ο Χάρτης του Ατλαντικού έγινε, αμέσως μετά, Δήλωση των Ηνωμένων Εθνών της 1- 1 1942, που υπέγραψαν διαδοχικά όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και μεταξύ των πρώτων η Ελλάδα, έπειτα η Σοβιετική ΄Ενωση και κατόπιν η Τουρκία.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, στις συναντήσεις των Μεγάλων σε Γιάλτα, Πόστδαμ και Τεχεράνη, για προετοιμασία της Συνθήκης Ειρήνης, ο Στάλιν επέμενε στην πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας, όπως προέβλεπε ο Χάρτης του Ατλαντικού.
Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 περιέλαβε την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας και, για την Ιταλία, των συνόρων της με τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και των νησιών Σικελίας, Σαρδηνίας, Παντελλαρίας.
Το άρθρο XIV της ίδιας Συνθήκης προέβλεπε, μετά την εκχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων και όχι των νησίδων, και, για τη Γιουγκοσλαβία, της νήσου Πελαγκόζα στην Αδριατική.
Από τις αποστρατιωτικοποιήσεις τυπικά, αφού ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκαν για την Ιταλία, η χώρα αυτή κατόρθωσε να απελευθερωθεί το 1951. Η πολιτική κατάσταση είχε τότε αλλάξει.
Οι σχέσεις με τη Σοβιετική ΄Ενωση ήταν διαφορετικές, το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου είχε επικρατήσει και είχαν επιπλέον παρουσιαστεί τα προβλήματα του Βερολίνου και της Κορέας. Ντε Γκάσπαρι, πρωθυπουργός της Ιταλίας και Σφόρτσα, υπουργός Εξωτερικών, με απανωτές επισκέψεις τους σε ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία, επεδίωκαν την άρση των αποστρατιωτικοποιήσεων και των άλλων περιορισμών που τους επιβλήθηκαν το 1947, την οποία και πέτυχαν το Σεπτέμβριο του 1951, όταν οι τρεις αυτές Δυνάμεις δημοσίευσαν διακήρυξη πρόσκληση προς την Ιταλία για αναθεώρηση της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων στα πιο πάνω θέματα.
Η Ιταλία, χώρα πλέον από το 1948 της Ατλαντικής Συμμαχίας και εν όψει εισόδου της και στα Ηνωμένα ΄Εθνη, υποστήριζε, και πολύ ορθά, ότι οι αποστρατιωτικοποιήσεις ήταν ασυμβίβαστες με τη θέση της ως πλήρους μέλους του ΝΑΤΟ. Όμως η Συνθήκη του 1947 προέβλεπε ότι οι δεσμεύσεις και οι περιορισμοί στην Ιταλία δε θα μπορούσαν να τροποποιηθούν παρά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων ή μετά την είσοδό της στα Ηνωμένα ΄Εθνη και κατόπιν αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν αντίθετη και έκανε χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας ( VETO ). Παρ όλ΄αυτά η Ιταλία με ρηματική της διακοίνωση, στις 8 Δεκεμβρίου 1951,πρότεινε σ΄όλα τα συμβαλλόμενα κράτη της Συνθήκης Ειρήνης την τροποποίησή της στα θέματα αποστρατιωτικοποιήσεων που την αφορούσαν και εξασφάλισε την ευνοϊκή απάντηση δεκατριών, μαζί και της Ελλάδας, ταυτόχρονα στις 21 Δεκεμβρίου 1951.
Η Σοβιετική ΄Ενωση παραπονέθηκε χωρίς να προβάλει κατηγορηματικό όχι. Ζήτησε όμως να ισχύσει το ίδιο και για τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, Ρουμανία και Φινλανδία που είχαν υποστεί ανάλογες αποστρατιωτικοποιήσεις.Το αίτημά της δεν έγινε δεκτό, πράγμα που την ανάγκασε να δημιουργήσει το Σύμφωνο Βαρσοβίας με τις χώρες της Ανατ. Ευρώπης όπου και σ΄αυτές, ουσιαστικά, οι στρατιωτικοί περιορισμοί δεν είχαν εφαρμοστεί.
Ετσι, με την ευνοϊκή τους απάντηση και τη Συνθήκη του Δεκεμβρίου 1951 οι δεκατρείς χώρες έκαναν δεκτή την άρση των περιορισμών και της αποστρατιωτικοποίησης για την Ιταλία, που της είχαν επιβληθεί ως χώρας του ʼξονα, αναγνωρίζοντας ρητά ότι κάτι τέτοιο δε συμβιβαζόταν με την ιδιότητα μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Ας δούμε όμως την ισχύ και τη δύναμη του εδαφίου 2 του άρθρου XIV της Συνθήκης των Παρισίων και για τη Δωδεκάνησο και για την Ελλάδα.
Κατ΄αρχάς το μέτρο της αποστρατιωτικοποίησης δεν ήταν μέτρο κατά της Ελλάδας ή της Γιουγκοσλαβίας ούτε ένα δώρο προς τη Τουρκία, γιατί η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέλος της Συνθήκης του 1947 αλλά και γιατί δεν πήρε μέρος στον Β΄Π.Π. και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 89, δε μπορούσε να αποκτήσει δικαίωμα ή οφέλημα. Επιπλέον την περίοδο εκείνη οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, χάρη στις συμφωνίες Βενιζέλου Ατατούρκ, ήταν θερμότατες και ως εκ τούτου δεν υπήρχε λόγος για μονομερή αποστρατιωτικοποίηση της Δωδεκανήσου.
Είναι επίσης γνωστό ότι με τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία δέχθηκε την εκχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ιταλία χωρίς καμιά αποστρατιωτικοποίηση.
Δεν ήταν λοιπόν η αποστρατιωτικοποίηση της Δωδεκανήσου ειδικό μέτρο περιορισμού της νικήτριας Ελλάδας και δε στρεφόταν κατά της Ελλάδας.
Ηταν ένα αναγκαίο γενικό μέτρο, που είχαν προαποφασίσει, από τον Αύγουστο του 1941, οι Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ, όταν συνέτασσαν το Χάρτη του Ατλαντικού και αφορούσε όλα τα εδάφη που κατείχαν οι δυνάμεις του ΄Αξονα.
Μετά από τη Συνθήκη του Δεκεμβρίου 1951, που απάλλαξε την Ιταλία από τις στρατιωτικές της δεσμεύσεις, θα μπορούσε να γίνει το ίδιο και για την Ελλάδα με τη Δωδεκάνησο, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση και των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων αλλά μόνο των Τριών (ΗΠΑ, Αγγλίας και Γαλλίας).
Δε χρειαζόταν μάλιστα ούτε και του Συμβουλίου Ασφαλείας η συγκατάθεση. Το άρθρο μάλιστα 87 της Συνθήκης προέβλεπε ότι, για κάθε ερμηνεία και για την εκτέλεση της Συνθήκης αρμόδιοι θα ήταν οι πρέσβεις των Τεσσάρων Δυνάμεων και σε περίπτωση διαφωνίας θα οριζόταν Επιτροπή που θα ελάμβανε απόφαση κατά πλειοψηφίαν.
Όταν λοιπόν το Σεπτέμβριο του 1951 Τρούμαν, Τσώρτσιλ και Σουμάν πρότειναν με κοινή διακήρυξη τον επανοπλισμό της Ιταλίας, δε θα μπορούσαν να αφήσουν την ελληνική Δωδεκάνησο αφοπλισμένη, ούτως ώστε η Ιταλία να έχει τον πειρασμό να πάει και να την ξαναπάρει χωρίς καμιά δυσκολία.
Το ασυμβίβαστο στρατιωτικών περιορισμών και κράτους μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας, που είχε επικαλεστεί η Ιταλία, αναγνωρίστηκε και για την Ελλάδα, γιατί την ίδια εποχή υπεγράφη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, όπου τα δώδεκα τότε μέλη του ΝΑΤΟ καλούσαν την Ελλάδα και την Τουρκία να προσχωρήσουν στην Ατλαντική Συμμαχία, πράγμα που έγινε πραγματικότητα λίγους μήνες αργότερα πανηγυρικά.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο νομικά πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση του Χάρτη του Ατλαντικού με το 8ο του σημείο, που, όπως είδαμε, ενσωματώθηκε στη διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών του 1942, αφού το σύστημα ασφάλειας που προέβλεπε είχε πια καθιερωθεί με την Ατλαντική Συμμαχία, στην οποία ανήκαν πλέον Ελλάδα και Τουρκία.
Το ασυμβίβαστο αποστρατιωτικοποίησης και χώρας μέλους του ΝΑΤΟ που αναγνωρίστηκε για την Ιταλία, συγχρόνως αναγνωρίστηκε και για την Ελλάδα και μάλιστα επιβεβαιώθηκε από τις ΗΠΑ την ίδια μέρα που η μεγάλη πλειοψηφία των συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων απαντούσε ευνοϊκά στην Ιταλία, δηλ. στις 21 Δεκεμβρίου 1951.
Την ημέρα εκείνη ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Πιουριφόη έστειλε ρηματική διακοίνωση στο υπουργείο Εξωτερικών με αριθμό 231 και έλεγε ότι έγιναν διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα και είχαν συμφωνηθεί διάφορα σημεία και αποφασίστηκε με τη βοήθεια των ΗΠΑ η χώρα μας να επεκτείνει την αμυντική της ικανότητα χ ω ρ ί ς κ α ν έ ν α π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ό χωρίς καμιά επιφύλαξη για τη Δωδεκάνησο.
Η Ελλάδα απάντησε με ρηματικές διατυπώσεις με την ίδια διατύπωση, οι οποίες δημοσιεύτηκαν το 1953 στο ΦΕΚ 206 της 6ης Αυγούστου 1953.
Προκύπτει λοιπόν από τα προεκτεθέντα, ότι η αποστρατιωτικοποίηση της Δωδεκανήσου α υ τ -ό μ α τ α ε ξ έ λ ι π ε χωρίς άλλες διατυπώσεις από το τέλος Δεκεμβρίου του 1951. Είναι επομένως αναφαίρετο δικαίωμα της χώρας μας να θωρακίζει και να εξοπλίζει τα νησιά μας για την ασφάλειά τους και κανένας δε μπορεί να την εμποδίσει.
Ο διαπρεπής νομικός πανεπιστημιακός καθηγητής της μεγάλης ροδίτικης οικογένειας Δρακίδη, γεννημένος στο Κάϊρο, Φίλιππος Δρακίδης, είναι αυτός που ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης της Δωδεκανήσου και μπόρεσε, ύστερα από έρευνες, να συντάξει σχετική μελέτη που δημοσίευσε στη REVUE HELLENIQUE DE DROIT INTERNATIONAL του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου των Αθηνών.
Όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρούσα δημοσίευση είναι παρμένα από συνέντευξη που έδωσε τα Χριστούγεννα του 1982 στο περιοδικό «Δρόμος», στο συνεργάτη του Γ. Βρούχο. Στη συνέντευξή του εκείνη δήλωνε ότι επιθυμία του ήταν αυτά τα στοιχεία να είναι γνωστά και στους «αρμοδίους των Υπουργείων και στο δωδεκανησιακό λαό». Και κατέληγε ως εξής: «Πρέπει οι Δωδεκανήσιοι να σηκώσουμε πλέον το κεφάλι μας.
Κανείς δε θέλησε ποτέ να μας υποτιμήσει. Από το 1941 κανείς δε σκέφτηκε ποτέ να υποβιβάσει το δωδεκανησιακό λαό, ώστε να θεωρείται στο περιθώριο, και τα Δωδεκάνησα ένα ανοικτό έδαφος, όπου κατά τις εξελίξεις της Πολιτικής και κατά τα συμφέροντα των Μεγάλων, αργά ή γρήγορα θα μας πουλούσαν ή θα μας αγόραζαν».
Ο διακεκριμένος ρόδιος καθηγητής θεωρούσε παράλογο και περίεργο να εξακολουθεί ακατανόητα να είναι η Δωδεκάνησος αποστρατιωτικοποιημένη.
Η Δωδεκάνησός μας, που γιορτάζει την Ενσωμάτωσή της, με όλες τις νήσους και βραχονησίδες της, είναι έδαφος ελληνικό και η Ελλάδα μας νομικά, λογικά και ηθικά έχει κάθε δικαίωμα να υπερασπίζεται κάθε σπιθαμή του και να το προστατεύει.
Πηγή : | Η ΡΟΔΙΑΚΗ
WWW.fotavgeia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου