Αrt 1753 Τριτη 10 Μαη 2016
.fotavgeia.blogspot.com
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ
Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια, Ερωτήσεις και απαντήσεις ανά ενότητα
1η Ενότητα
1. «ἡ μέν διανοητική… ἐξ ἔθους περιγίγνεται». Αν αυτός είναι ο χαρακτήρας των διανοητικών και των ηθικών αρετών, ποιος έχει την κύρια ευθύνη για τη μετάδοση των πρώτων, και ποιος για την απόκτηση των δεύτερων;
1. Από το Α΄ βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης έχει καταλήξει στην άποψη ότι οι αρετές διακρίνονται α. σε διανοητικές και β. σε ηθικές. Στην ενότητα αυτή του Β΄ βιβλίου ο Αριστοτέλης προχωρεί σε ορισμένες πιο συγκεκριμένες διαπιστώσεις:
Η διανοητική αρετή χρωστάει και τη
γένεση και την αύξησή της κατά κύριο λόγο στη διδασκαλία και γι’ αυτό εκείνο που χρειάζεται γι’ αυτήν είναι η πείρα και ο χρόνος.
γένεση και την αύξησή της κατά κύριο λόγο στη διδασκαλία και γι’ αυτό εκείνο που χρειάζεται γι’ αυτήν είναι η πείρα και ο χρόνος.
Η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα του έθους, δηλαδή του εθισμού, της συνήθειας, της άσκησης σε ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς.
Με βάση αυτό το χαρακτήρα των διανοητικών και ηθικών αρετών είναι φανερό πως η κύρια ευθύνη για τη μετάδοση των διανοητικών αρετών πέφτει στο δάσκαλο και στηδιδασκαλία, αφού τόσο η απόκτηση όσο και η αύξησή τους εξαρτώνται σε μέγιστο βαθμό από την έκταση του χρόνου που απαιτείται και από την πείρα που αποκτά το άτομο με το πέρασμα, και πάλι, του χρόνου. Ο δάσκαλος θα βοηθήσει τον νέο και θα του συμπαρασταθεί, ώστε να γίνει φορέας της γνώσης, της σοφίας, της σύνεσης και της φρόνησης. Αυτό βέβαια απαιτεί χρόνο και πείρα.
Αντίθετα, οι ηθικές αρετές, επειδή είναι αποτέλεσμα του έθους, προϋποθέτουν συνεχή επανάληψη των ίδιων ενεργειών, επίμονη άσκηση σε έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σύστημα, υπομονή και θέληση. Αυτό σημαίνει πως η κύρια ευθύνη για την απόκτηση των ηθικών αρετών βρίσκεται στο ίδιο το άτομο, στο «μαθητή», που πρέπει με την προσωπική και ελεύθερη επιλογή του, με τη θέληση και την επιμονή του στη διαδικασία της συνεχούς άσκησης να «εθιστεί» στην αρετή.
Φυσικά, αρωγός του ατόμου σ’ αυτό το καθήκον είναι τόσο η οικογένεια και το στενό περιβάλλον του όσο και η πολιτεία με τη συστηματική αγωγή αλλά και το έργο των νομοθετών, οι οποίοι «τούς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς».
2. «ἐξ οὗ καί δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»: Διατύπωσε με δικά σου λόγια το συλλογισμό με τον οποίο ο Αριστοτέλης οδηγήθηκε σ’ αυτό το συμπέρασμα.
2. Στο συμπέρασμα αυτό ο Αριστοτέλης κατέληξε, αφού διατύπωσε προηγουμένως δύο προκείμενες κρίσεις:
Προκείμενες κρίσεις
α. Τα πράγματα που από τη φύση τους συμπεριφέρονται με έναν ορισμένο τρόπο, κανείς δεν μπορεί να τα κάνει να συμπεριφέρονται με άλλον τρόπο, όσο κι αν προσπαθεί να το πετύχει επαναλαμβάνοντας υπομονετικά κάποια πράξη αντίθετη προς τη φύση του.
β. Η ηθική αρετή γεννιέται στον άνθρωπο με τον εθισμό, τη συνήθεια και την άσκηση σε ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς.
Συμπέρασμα:
Αφού λοιπόν η ηθική αρετή γεννιέται στον άνθρωπο με τον εθισμό, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί σε όσα από τη φύση τους έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, είναι φανερό πως καμιά ηθική αρετή δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως.
Πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι η πρώτη προκείμενη κρίση τεκμηριώνεται με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς, των οποίων τη φορά, της μιας προς τα κάτω και της άλλης προς τα πάνω, κανείς δεν μπορεί να αλλάξει, όσο κι αν προσπαθήσει. Η δεύτερη προκείμενη κρίση τεκμηριώνεται με την ετυμολογική συγγένεια των λέξεων ἦθος (> ηθική) και ἔθος.
3. Με ποια συλλογιστική πορεία οδηγήθηκε ο Αριστοτέλης στο συμπέρασμα ότι η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη ιδιότητα; Ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο φιλόσοφος δομεί και ανελίσσει τη σκέψη του;
3. Αντίθετα με την αριστοκρατική αντίληψη ότι η αρετή είναι δώρο της φύσης που τελεσίδικα δίνεται ή όχι στον άνθρωπο από τη γέννησή του, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει στην 1η Ενότητα ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες αλλά επίκτητες ιδιότητες. Για να οδηγηθεί σε αυτό το συμπέρασμα, ο φιλόσοφος ακολούθησε την εξής συλλογιστική πορεία:
– Οι ιδιότητες που υπάρχουν εκ φύσεως σε ένα έμβιο ή άβιο ον δεν είναι δυνατόν να αλλάξουν με τον εθισμό και την επανάληψη. Για να τεκμηριώσει τη θέση του αυτή, ο φιλόσοφος προσκομίζει δύο παραδείγματα από την καθημερινή εμπειρία (συγκεκριμένα, αναφέρεται στην καθοδική κίνηση της πέτρας και στην ανοδική της φωτιάς, οι οποίες είναι αδύνατον να αντιστραφούν με τον εθισμό).
– Η ηθική αρετή αποκτάται με τον εθισμό («έθος»), με την επανάληψη κάποιων ενεργειών που οδηγεί στη συνήθεια. Εξάλλου, το επίθετο «ηθικός» έχει ετυμολογική συγγένεια με τη λέξη «έθος», η οποία με τη σειρά της παραπέμπει και σε συγγένεια εννοιολογική.
– Επομένως, οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως.
Ο Αριστοτέλης, για να καταλήξει σε μια γενικότερη αρχή, διατύπωσε αρχικά κάποιες προτάσεις με μερικό περιεχόμενο, ενίσχυσε την εγκυρότητά τους με απλά παραδείγματα και κατέληξε επαγωγικά σε ένα συμπέρασμα με καθολική ισχύ.
2η Ενότητα
1. Η διάκριση των εννοιών «δύναμις» και «ενέργεια» στον Αριστοτέλη
1. Ο Αριστοτέλης διακρίνει συχνά αντιθετικά τις έννοιες «δύναμις» και «ενέργεια». «Δύναμις» είναι η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει κάτι, ενώ η «ενέργεια» είναι η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας. Γενικά ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η «ενέργεια» έχει μεγαλύτερη αξία από τη «δύναμη». Εδώ συνδέει «τάς δυνάμεις» με το «πρότερον» και «τάς ἐνεργείας» με το «ὕστερον», εννοώντας ότι «αἱ δυνάμεις» έχουν χρονική μόνο προτεραιότητα έναντι των ενεργειών (σχολ. βιβλίο, σ. 158).
Κατά τον Αριστοτέλη υπάρχουν τρία είδη δυνάμεων:
1. Αυτές που υπάρχουν μέσα μας με τη γέννηση μας (π.χ. οι αισθήσεις).
2. Αυτές που τις αποκτούμε με το ἔθος, δηλαδή με την άσκηση (π.χ. η ικανότητά μας να παίζουμε αυλό).
3. Αυτές που τις αποκτούμε με τη μάθηση (π.χ. οι τέχνες, οι επιστημονικές γνώσεις).
Την πρώτη απ’ αυτές ο Αριστοτέλης τη συνδέει με το άλογο στοιχείο της ψυχής του ανθρώπου και τις δύο τελευταίες με το λογικό στοιχείο. Επομένως, στο έθος εμπεριέχεται κάποιο στοιχείο λόγου, λογικής. Επειδή όμως και η ηθική γεννιέται από το έθος, εξηγείται η άποψη του Αριστοτέλη ότι οι ηθικές αρετές σχετίζονται με το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, όπου συνδυάζεται το λογικό με το άλογο στοιχείο του ανθρώπου.
2. Ποια σχέση έχουν οι παραπάνω έννοιες με όσα υπάρχουν στους ανθρώπους εκ φύσεως και με την ηθική αρετή;
2. Στην αρχή της δεύτερης ενότητας των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε όσα υπάρχουν στους ανθρώπους εκ φύσεως (π.χ. η όραση). Στην περίπτωση αυτών ο φιλόσοφος κάνει τη διαπίστωση ότι υπάρχουν εκ των προτέρων μέσα μας ως δυνατότητες και προχωρούμε αργότερα στις σχετικές ενέργειες. Σε όσα, λοιπόν, υπάρχουν μέσα μας «φύσει» προηγείται η ύπαρξη τους και ακολουθεί η ενέργεια, η χρησιμοποίηση τους, η πραγμάτωση. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με τις ηθικές αρετές. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να προηγηθούν οι ενέργειες, η εφαρμογή τους στην πράξη, προκειμένου να αποκτήσει ο άνθρωπος την κάθε επιμέρους ιδιότητα. Για να αποκτήσει π.χ. ο άνθρωπος την αρετή της δικαιοσύνης, θα πρέπει πρώτα να προβεί σε πράξεις δίκαιες.
3. Με ποιο τρόπο επιχειρεί ο Αριστοτέλης στη 2η ενότητα να καταδείξει τη σχέση της ηθικής αρετής με την ηθική πράξη;
3. Ο Αριστοτέλης ήδη από την 1η ενότητα διατύπωσε τη θέση του για τις ηθικές αρετές, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν επίκτητες και όχι έμφυτες ιδιότητες. Στη 2η ενότητα ενισχύει με μια πρόσθετη απόδειξη τη θέση του αυτή. Η θεμελίωσή της στηρίζεται στη διάκριση των εννοιών «δύναμις» και «ἐνέργεια». Ως «δύναμιν» ο Αριστοτέλης εννοεί τη δυνατότητα κάθε πράγματος ή όντος να γίνει ή να κάνει κάτι, ενώ ως «ἐνέργειαν» την πραγμάτωση της δυνατότητας αυτής. Με βάση την παραπάνω εννοιολογική διάκριση ο αποδεικτικός συλλογισμός του Αριστοτέλη αναφορικά με τον επίκτητο χαρακτήρα των ηθικών αρετών αναπτύσσεται ως εξής:
α. Σε όσες ιδιότητες του ανθρώπου είναι έμφυτες, όπως για παράδειγμα η όραση και η ακοή, προηγείται χρονικά η «δύναμις» και ακολουθεί η «ἐνέργεια». Ο άνθρωπος φέρει μέσα του την ενδιάθετη δυνατότητα να δει ή να ακούσει και στη συνέχεια προχωρά στην άσκηση των αντίστοιχων λειτουργιών,
β. τις ηθικές αρετές ο άνθρωπος τις αποκτά με τον εθισμό, με τη συνεχή τέλεση ηθικών πράξεων. Γίνεται, για παράδειγμα, δίκαιος με την τέλεση δίκαιων πράξεων, ανδρείος με την τέλεση ανδρείων πράξεων κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι στις συγκεκριμένες ιδιότητες προηγείται χρονικά η «ἐνέργεια» και έπεται η «δύναμις». Επομένως, οι ηθικές αρετές δεν ανήκουν στην κατηγορία των έμφυτων ιδιοτήτων. Ο φιλόσοφος, θέλοντας να κάνει πιο κατανοητό τον συλλογισμό του, χρησιμοποιεί την αναλογία. Έτσι, παραλληλίζει τον τρόπο απόκτησης των ηθικών αρετών («λαμβάνομεν») με εκείνον της εκμάθησης των πρακτικών και των καλών τεχνών («μανθάνομεν»). Δίνει το παράδειγμα του οικοδόμου και του κιθαριστή, οι οποίοι κατακτούν την τέχνη τους μέσα από την επαναληπτική τέλεση των αντίστοιχων ενεργειών («οἰκοδομοῦντες οικοδόμοι γίνονται και κιθαρίζοντες κιθαρισταί»). Κατ’ ανάλογο τρόπο κατακτώνται και οι ηθικές αρετές, με την τέλεση πράξεων που προσιδιάζουν σε αυτές.
4. «οὕτω δή καί τά μέν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τά δέ σώφρονα σώφρονες, τά δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι» (Ενότητα 2η): Ποιο παράδοξο επισημαίνεται στο χωρίο αυτό; Να το σχολιάσετε.
4. Διαβάζοντας το συγκεκριμένο χωρίο, εύλογα γεννιέται το ερώτημα σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να γίνεται κάποιος δίκαιος κάνοντας δίκαιες πράξεις ή σώφρων κάνοντας σώφρονες πράξεις, χωρίς να θεωρείται πως κατέχει ήδη τις συγκεκριμένες ιδιότητες, αφού συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης απαντά λίγο πιο κάτω ότι δίκαιος ή σώφρων δεν είναι κάποιος που απλώς πράττει πράξεις δικαιοσύνης ή σωφροσύνης αντίστοιχα (γιατί μπορεί να τις πράττει στην τύχη ή με την υπόδειξη κάποιου άλλου), αλλά αυτός που τις πράττει
α) έχοντας συνείδηση του τι πράττει,
β) έχοντας επιλέξει ενσυνείδητα τις πράξεις αυτές και έχοντας δηλώσει την προτίμησή του γι’ αυτού του είδους τις πράξεις,
γ) έχοντας κάνει τις πράξεις αυτές μόνιμο, σταθερό και αμετάβλητο τρόπο συμπεριφοράς του. Ο άνθρωπος λοιπόν με την επανάληψη κάποιων ηθικών πράξεων θα αποκτήσει και τις αντίστοιχες ηθικές ιδιότητες και τότε πλέον οι πράξεις του θα έχουν ανώτερη ποιότητα, αφού θα τελούνται από τον ίδιο συνειδητά και αυτοπροαίρετα.
3η Ενότητα
1. Μαρτυρεῖ δέ καί τό γινόμενον… ἀγαθή φαύλης: Ποιο επιχείρημα διατυπώνει ο φιλόσοφος στο χωρίο αυτό και πώς επαληθεύει την άποψη ότι «η ηθική φιλοσοφία είναι στην πραγματικότητα μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας»;
1. Κοινό τόπο αποτελεί για τους αρχαίους Έλληνες ο άρρηκτος δεσμός που ένωνε το άτομο με την κοινωνική ομάδα, στενότερη ή ευρύτερη, στην οποία ανήκε. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, θεωρείται απαραίτητο να διαπαιδαγωγείται το άτομο με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξελίσσεται σε δημιουργικό μέλος μιας οργανωμένης πολιτικά κοινωνίας, να συμβάλλει στην πρόοδο και την ευημερία της και να ζει αρμονικά με τους συμπολίτες του. Επομένως, η σωστή λειτουργία της «πόλεως -κράτους» αποτελεί παιδευτικό παράγοντα καθοριστικό για την προσωπικότητα και την ηθική διάπλαση του πολίτη. Ο Αριστοτέλης έρχεται ακόμη μια φορά να επιβεβαιώσει την παραπάνω σκέψη, επισημαίνοντας την τεράστια σημασία του έργου του νομοθέτη. Ο νομοθέτης δηλαδή επωμίζεται το ρόλο του παιδαγωγού, με την ευρύτερη έννοια, καθώς η θέσπιση σωστών νόμων και η δίκαιη εφαρμογή τους εθίζουν τον πολίτη στην ενάρετη, άρα επιθυμητή, συμπεριφορά. Η καθημερινή πολιτική πράξη, όταν πραγματοποιείται υπό την καθοδήγηση του συνετού νομοθέτη, θα οδηγήσει στην υιοθέτηση από τον πολίτη του επιβεβλημένου (από την κοινωνία) κώδικα αξιών μέσω της άσκησης και του εθισμού.
Η ηθικοποίηση ή όχι του πολίτη αποτελεί κατά τον Αριστοτέλη τη λυδία λίθο, το αξιολογικό κριτήριο των πολιτευμάτων. . Ως λιγότερο ορθό δηλαδή κρίνεται το πολίτευμα εκείνο, στο οποίο ο νομοθέτης δεν ανταποκρίνεται με επιτυχία στο ρόλο του ως παιδαγωγού του κοινωνικού συνόλου. Αντίθετα, ορθό πολίτευμα θεωρείται αυτό, στο οποίο ο νομοθέτης έχει επιτύχει το στόχο του, δηλαδή την ηθική βελτίωση του πολίτη. Αυτό γίνεται εφικτό, όταν ο νομοθέτης χαράσσει επακριβώς τα όρια της κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς και με κατάλληλα μέσα αποτρέπει τον πολίτη από την υπέρβαση τους. Το επιχείρημα αυτό ενισχύει τη θέση του Αριστοτέλη ότι η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη αλλά επίκτητη ιδιότητα, αποτέλεσμα του εθισμού του ατόμου στην εκτέλεση ηθικών πράξεων.
2. «Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν·» : Ποιο είναι το κύριο έργο της πολιτείας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, και πώς υλοποιείται;
2. Συνεχίζοντας στην 3η Ενότητα την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τον επίκτητο χαρακτήρα των ηθικών αρετών, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο έργο των νομοθετών και των διδασκάλων σε μια πολιτική κοινωνία. Ο φιλόσοφος θεωρεί ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα της πολιτείας το παιδευτικό, που υλοποιείται κυρίως με τους νόμους και την παιδεία. Έτσι, λοιπόν, τονίζει ότι πρώτιστο μέλημα και επιδίωξη κάθε νομοθέτη είναι η ηθική αρτίωση των πολιτών, που πραγματώνεται με τον εθισμό τους μέσω των νόμων στην εκδήλωση συγκεκριμένων, κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών («οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς»). Ο βαθμός επίτευξης αυτού του στόχου καθορίζει και τη συνολική αξία του έργου του νομοθέτη, καθώς και την ποιότητα του πολιτεύματος που αυτός συνέταξε («πολιτεία πολιτείας ἀγαθή φαύλης»). Αξίζει να σημειωθεί ότι για τους στοχαστές της αρχαίας Ελλάδας η ηθική ήταν στενά συνυφασμένη με την πολιτική, καθώς δεν σχετιζόταν μόνο με την ατομική αλλά και με τη συλλογική, δηλαδή την πολιτική, δράση και αποτελούσε στόχο του ορθού πολιτεύματος. Επίσης, ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συλλογιστική πορεία των προηγούμενων ενοτήτων, διατυπώνει την άποψη ότι η γένεση και η φθορά κάθε ηθικής αρετής οφείλεται στον τρόπο που αυτή ασκείται, όπως συμβαίνει και με τις τέχνες («Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν… ὁμοίως δέ καί τέχνη»). Και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τα παραδείγματα του οικοδόμου και του κιθαριστή, για να καταλήξει στη άποψη ότι ο τρόπος άσκησης μιας τεχνικής δεξιότητας καθορίζει και την ποιότητα του ασκούμενου ως τεχνίτη. Επομένως, οι συγκεκριμένες ιδιότητες είναι επίκτητες και όχι έμφυτες. Άλλωστε, αν ήταν έμφυτες, δεν θα χρειαζόταν ο διδάσκαλος, για να διδάξει σε κάποιον, μέσω της άσκησης, μια τέχνη («Εἰ γάρ μή οὕτως εἶχεν… ἀγαθοί ἤ κακοί»). Με τον τρόπο αυτό ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τη συμβολή της παιδείας στην απόκτηση δεξιοτήτων και ικανοτήτων από τον κάθε άνθρωπο.
3α. Να περιγράψετε «τό γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν» και να εξηγήσετε ποια βασική θέση του θέλει να ενισχύσει ο Αριστοτέλης με αυτό.
3β. Πώς αντιμετωπίζει ο Αριστοτέλης την αριστοκρατική διδασκαλία ότι η αρετή είναι δώρο της φύσης;
3α. Ο Αριστοτέλης περιγράφοντας «τό γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν», τονίζει ότι κοινή επιδίωξη των νομοθετών είναι να βοηθήσουν τους πολίτες να κατακτήσουν την αρετή ασκώντας τους σε συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς. Η πρόθεση αυτή των νομοθετών, να κάνουν τους πολίτες τους ενάρετους, υλοποιείται με τον εθισμό των πολιτών σε αγαθές πράξεις μέσω των νόμων. Η διάκριση μάλιστα της αγαθής πολιτείας από τη φαύλη γίνεται από τον Αριστοτέλη με κριτήριοτην καλλιέργεια της ηθικής αρετής, τη μεγαλύτερη ή μικρότερη βοήθεια που προσφέρουν οι νομοθέτες στον πολίτη για να κατακτήσει την αρετή. Σε άλλο χωρίο των Ηθικών Νικομαχείων, κάνει λόγο για νόμο που είναι κείμενος ορθώς και έχει επιτυχία, και για νόμο ἀπεσχεδιασμένον (= προχειροφτιαγμένο) που δεν έχει επιτυχία.
Ο Αριστοτέλης επιστρατεύει αυτό το επιχείρημα, από το χώρο της πολιτικής, για νακαταδείξει την αξία της επανάληψης, του εθισμού και να ενισχύσει τη βασική θέση του ότι «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται». Επίσης, το επιχείρημα αυτό αποτελεί συνέχεια της σκέψης του, ότι η απόκτηση μιας ηθικής αρετής είναι κάτι ανάλογο με την εκμάθηση των τεχνών «αἱ μή φύσει»: αν οι πολίτες γίνονται αγαθοί μέσω του εθισμού στις ενάρετες πράξεις, τότε προφανώς δεν έχουν την αρετή. Ακόμα, όπως ο κάτοχος μιας τέχνης επιθυμεί να καταστήσει το μαθητή του αγαθόν τεχνίτη, έτσι πρόθεση των νομοθετών είναι να καθοδηγήσουν τους πολίτες τους για να γίνουν αγαθοί. Τέλος, όπως όλοι οι τεχνίτες δε μεταδίδουν στον ίδιο βαθμό τελειότητας την τέχνη τους, έτσι και όλοι οι νομοθέτες δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικοί στο έργο τους, γιατί κάποιοι δεν ξέρουν να βοηθήσουν τους πολίτες τους να ασκηθούν στην αρετή με τον τρόπο που πρέπει. Συμπερασματικά, αν η ηθική αρετή υπήρχε φύσει στους πολίτες, δεν θα υπήρχε λόγος να προσπαθούν οι νομοθέτες να τους εθίσουν για να την αποκτήσουν. Ο Αριστοτέλης, με την αναφορά στο έργο των νομοθετών,τονίζει τη συμβολή της διδασκαλίας στην καλλιέργεια των ηθικών αρετών.
3β. Σύμφωνα με την αρχαϊκή αριστοκρατική αντίληψη, η αρετή τελεσίδικα δίνεται ή όχι στον άνθρωπο από τη γέννηση του και μπορούν να την έχουν μόνο οι ευγενείς, οι «άριστοι», ποτέ οι κοινοί άνθρωποι. Ο Αριστοτέλης απορρίπτειαυτήν την αντίληψη, εφόσον πιστεύει ότι την ιδιότητα του αγαθού, όπως και την ιδιότητα του κακού δεν την έχει ο άνθρωπος εκ φύσεως· η ιδιότητα του αγαθού είναι αποτέλεσμα εθισμού(άσκησης) και η ακριβώς αντίθετη ιδιότητα είναι επίσης αποτέλεσμα επανάληψης συγκεκριμένων τρόπων συμπεριφοράς.
4. Ποιο είναι το κριτήριο που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης προκειμένου να διακρίνει τα πολιτεύματα σε αγαθά και φαύλα;
4. Είναι φανερό ότι στο χωρίο αυτό που μας απασχολεί ο Αριστοτέλης δε μιλά για καλά και για κακά πολιτεύματα· όσο εξαρτάται από τους νομοθέτες, όλα τα πολιτεύματα είναι καλά, αφού όλων των νομοθετών η πρόθεση είναι να κάνουν τους πολίτες ενάρετους. Αν τελικά διαπιστώνουμε διαφορά πολιτεύματος από πολίτευμα, πρόκειται στην ουσία για διαφορά ως προς το βαθμό τελειότητας: και με το λιγότερο τέλειο πολίτευμα δεν περνούμε στην περιοχή του κακού· το ένα βοηθάει περισσότερο τους πολίτες να ασκηθούν με το σωστότερο τρόπο στα έργα της αρετής, ώστε να γίνουν τελικά κάτοχοι της, το άλλο απλώς επιτελεί το ίδιο έργο με λιγότερη επιτυχία. Το θέμα βέβαια διαφορά πολιτεύματος από πολίτευμα δεν ανήκει οργανικά σε ό,τι συζητά ο Αριστοτέλης σε αυτό το σημείο. Δεν αντιλαμβανόμαστε όμως ότι με το παράδειγμα αυτό στην ουσία απομακρύνεται από το κύριο θέμα του και αυτό οφείλεται ακριβώς στο ότι κλείνει την αναφορά του με τα επίθετα «αγαθή», «φαύλης», τα οποία πετυχαίνουν επανασύνδεση με το συζητούμενο αντικείμενο: Τοποθετημένα σ’ αυτό το σημείο της φράσης που μιλούμε για διαφορά πολιτεύματος από πολίτευμα δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην ουσία πρόκειται για διαφορά ως προς την πρόοδο των πολιτών στον τομέα της αρετής.
5. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη κάθε αρετή είναι μεσότης. Να σχολιάσετε τις ακρότητες που αναφέρονται ή υπονοούνται σε σχέση με τις αρετές της ανδρείας, της σωφροσύνης και της πραότητας.
5. Κάθε αρετή είναι για τον Αριστοτέλη μεσότης (=σωστή συμπεριφορά), που αποφεύγει τις δύο ακρότητες, την υπερβολή και την έλλειψη. Οι ακρότητες έχουν αρνητικό χαρακτήρα και αντιστοιχούν στις λανθασμένες συμπεριφορές. Στο πλαίσιο της αριστοτελικής φιλοσοφίας, οι αρετές της ανδρείας, της σωφροσύνης και της πραότητας μπορούν να περιγραφούν ως εξής:
ΥΠΕΡΒΟΛΗ | ΜΕΣΟΤΗΣ | ΕΛΛΕΙΨΙΣ |
θρασύτης | ἀνδρεία | δειλία |
ὀργιλότης | πραότης | (ἀοργησία) |
ἀκολασία | σωφροσύνη | (ἀναισθησία) |
Αξιοσημείωτο είναι ότι το άκρον της έλλειψης σχετικά με τις αρετές της σωφροσύνης και της πραότητας δεν αναφέρεται εδώ από τον Αριστοτέλη, επειδή συναντάται πολύ πιο σπάνιααπό το άκρο της υπερβολής. Για τη σχέση της αρετής με τις ακρότητες ο Αριστοτέλης τονίζει ότι η αρετή μερικές φορές προσεγγίζει περισσότερο την υπερβολή, ενώ άλλες φορές προσεγγίζει την έλλειψη, και τούτο για δύο λόγους. Σε ορισμένες περιπτώσεις το αποτέλεσμα οφείλεται στην ίδια τη φύση των γεγονότων (ἐξ αὐτοῦ τοῦ πράγματος)· η ανδρεία από τη φύση της αντιτίθεται περισσότερο στη δειλία απ’ ό,τι στη θρασύτητα. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι προέρχεται «από εμάς τους ίδιους» (ἐξ ἡμῶν αὐτῶν)· η αρετή δε μοιάζει περισσότερο με μια κακία απ’ ό,τι με μιαν άλλη, αλλά εμείς έχουμε την τάση να την αντιτάσσουμε στην κακία στην οποία είμαστε περισσότερο επιρρεπείς· έτσι αντιτάσσουμε τη σωφροσύνη περισσότερο στην ακολασία παρά στην αντίθετη κακία (W. D. Ross).
6. «ἐκ τῶν αὐτῶν καί διά τῶν αὐτῶν καί γίνεται πᾶσα ἀρετή καί φθείρεται»: α) Ποιο θεμελιώδες αντιθετικό ζεύγος φιλοσοφικών εννοιών υπόκειται στο χωρίο αυτό; β) Να δείξετε τη σχέση που έχουν τα αντιθετικά μέλη του ζεύγους με τον εθισμό και την ηθική πράξη, όπως φαίνεται στην ενότητα.
6. Το θεμελιώδες αντιθετικό ζεύγος είναι η γένεση και η φθορά. «Κατά τον Αριστοτέλη η φυσική διαδικασία είναι μονόδρομη: γένεση – αύξηση – τελείωση – παρακμή – φθορά. Αυτή είναι η βασική του ιδέα στη φιλοσοφία του τέλους, η οποία βασίζεται σε δεδομένα της εμπειρίας».
Η σχέση που έχουν το αντιθετικό ζεύγος με τον εθισμό και την ηθική πράξη δείχνεται με τρόπο επαγωγικό. Με την επαγωγή τονίζεται η σημασία της άσκησης που δημιουργεί το έθος, τον εθισμό. Η αρετή κινείται ανάμεσα στη γένεση και στη φθορά. Η γένεση συντελείται με την άσκηση. Οι άνθρωποι γίνονται αγαθοί εθιζόμενοι στα αγαθά. Αν όμως δεν εφαρμόσουν τους ηθικούς κανόνες γίνονται κακοί. Όπως συμβαίνει μ’ έναν κιθαριστή, ο οποίος αν δεν εφαρμόσει τους σωστούς μουσικούς κανόνες και κάποια ειδική τεχνική δεν θα μάθει ποτέ να παίζει κιθάρα, όσο κι αν προσπαθεί.
4η Ενότητα
1. Ποιο ακριβώς σημείο της ενότητας 4 υπογραμμίζει την κοινωνική διάσταση της αρετής και γιατί; Θεωρείτε ότι η ηθική πράξη, και η συμπεριφορά του ανθρώπου γενικότερα σε όλες τις περιστάσεις της (καθημερινής) ζωής, παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόκτηση της ηθικής αρετής;
1. Ο Αριστοτέλης εδώ, με τον όρο συνάλλαγμα εννοεί τη καθημερινή συναλλαγή, την καθημερινή συνάφεια (δεν αναφέρεται δηλ. η λέξη με τη συνήθη σημασία της, η οποία είναι συνθήκη, συμβόλαιο ή αμοιβαία συμφωνία). Λέγοντας καθημερινή συνάφεια εννοούμε την ζωή μέσα στην κοινωνία, στην πολιτικά οργανωμένη κοινωνία. Στο πλαίσιο των καθημερινών διαπροσωπικών σχέσεων των ανθρώπων και της κοινωνικής τους ζωής ανάλογα με τις πράξεις, τη συμπεριφορά και την ποιότητα των ενεργειών τους (αυτά όλα παίζουν αποφασιστικό ρόλο) οι άνθρωποι θα αποκτήσουν ή όχι ηθικές αρετές. Επισημαίνεται λοιπόν στην ενότητα αυτή, πόσο μεγάλη είναι η σημασία τη ηθικής πράξης στις διαπροσωπικές σχέσεις, προκειμένου να αποκτήσουν οι άνθρωποι κάποια ηθική αρετή. Η ηθική πράξη και η συμπεριφορά του ανθρώπου σε όλες τις περιστάσεις της ζωής παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόκτηση της αρετής. Η επανάληψη της ηθικής πράξης συντελεί στην απόκτηση των «έξεων», των μόνιμων δηλαδή στοιχείων του χαρακτήρα του ανθρώπου. Έτσι, στις καθημερινές τους συναλλαγές οι άνθρωποι γίνονται δίκαιοι και άδικοι: «πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι͵». Τα συναισθήματα του φόβου ή του θάρρους τους κάνουν δειλούς ή ανδρείους: «πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί». Ως προς τις επιθυμίες, άλλοι γίνονται «σώφρονες » και άλλοι «ακόλαστοι», ενώ «περί τάς ὀργάς », άλλοι γίνονται «πράοι» και άλλοι «ὀργίλοι». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι πράξεις των ανθρώπων, αν είναι καλές, διαμορφώνουν καλό χαρακτήρα, αν είναι κακές , διαμορφώνουν χαρακτήρα κακό. Επειδή η καθημερινή ζωή συντελείται στην πολιτικά οργανωμένη κοινωνία, η ηθική αρετή εκτός από πολιτική έχει και κοινωνική διάσταση.
2. Να δώσετε τον ορισμό της αριστοτελικής έννοιας «ἕξις»και να εξηγήσετε από τι εξαρτάται η ποιότητα των έξεων.
2. Η λέξη έξις, σχηματισμένη από το θέμα του ρήματος έχω (αρχικά hέχω < σέχω )και την παραγωγική κατάληξη -σις, που δήλωνε ενέργεια του υποκειμένου, σήμαινε αρχικά την «κατοχή» και κυρίως «την προσπάθεια για κατοχή» και αργότερα την ιδιότητα που απέκτησε κάποιος, αφού επανέλαβε κάτι τόσες φορές, ώστε να του έχει γίνει πια συνήθεια. Στο πλαίσιο της ηθικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, η λέξη χρησιμοποιήθηκε «για να δηλωθεί η μόνιμη μορφή του χαρακτήρα ενός ατόμου, τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα του, αυτά που αποκτιούνται με την επίμονη επανάληψη κάποιων ενεργειών» (Δ. Λυπουρλής). Επομένως, οι έξεις είναι το αποτέλεσμα της επανάληψηςομοίων ενεργειών και μπορεί να είναι αξιόλογες ή και ανάξιες λόγου. Η ποιότητα των αριστοτελικών έξεων είναι αντίστοιχη με την ποιότητα των επαναλαμβανόμενων πράξεων.Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα αποφασιστικός ο ρόλος της παιδείας και της αγωγής, η οποία βοηθά το άτομο στην απόκτηση της αρετής εθίζοντας το σε συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς. Οι ενέργειες που θα γεννήσουν την αρετή πρέπει να είναι ίδιες με τις ενέργειες που το άτομο θα κάνει, όταν θα είναι πια κάτοχος της αρετής· όμως οι πρώτες «προσδίδουν αρετή», ενώ οι δεύτερες «απορρέουν από την αγαθή φύση (W. D. Ross). Μάλιστα, «όπως δηλώνεται αλλού στο Ηθικά Νικομάχεια, οι έξεις γίνονται η πηγή των αντίστοιχων ενεργειών, και έτσι δημιουργείται ένας κύκλος. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την ανδρεία: συνηθίζοντας να περιφρονούμε τους κινδύνους γινόμαστε ανδρείοι, και, αφού γίνουμε ανδρείοι, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ακόμη καλύτερα αυτά που προκαλούν φόβο» (σχολ. βιβλ. σελ. 163).
3. «καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται»: Ποια είναι η καινούργια αριστοτελική έννοια που εισάγεται στο συγκεκριμένο χωρίο; Αφού εντοπιστεί, να δοθεί ο ορισμός της και να διευκρινιστεί ο τρόπος απόκτησης της.
3. Όπως γίνεται φανερό από το χωρίο «καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται» η καινούργια αριστοτελική έννοια που εισάγεται στην ενότητα 4 είναι η λέξη έξις. Σε αυτό το απόσπασμα λοιπόν, ο φιλόσοφος αναφέρει ότι τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας (δηλαδή οι έξεις) διαμορφώνονται από τις όμοιες ενέργειες, από το ότι δηλαδή πολλές φορές ενεργούμε «οὕτως ἤ οὕτως». Η καθημερινή και συνεχής συναλλαγή μας με τους ανθρώπους μας κάνει δίκαιους ή άδικους, η συνεχής άσκηση στο να μη φοβόμαστε τους κινδύνους μας κάνει ανδρείους ή δειλούς, κ.τ.λ.
Άλλωστε εάν εξετάζαμε και τη σημερινή σημασία της λέξεως έξη θα βλέπαμε ότι πρόκειται για μία ιδιότητα – συνήθεια η οποία αποκτάται μέσω της επανάληψης κάποιας πράξεις ή μέσω της επίδρασης ομοίων συνθηκών.
Προκειμένου να αποκτηθούν λοιπόν, οι έξεις εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ο τρόπος που επαναλαμβάνουμε τις όμοιες ενέργειες οι οποίες θα μας οδηγήσουν στην απόκτηση των έξεων αυτών. Επομένως, εάν επαναλαμβάνουμε πράξεις σωφροσύνης και απέχουμε από τις ηδονές γινόμαστε σώφρονες. Εάν προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα που μας προκαλούν φόβο γινόμαστε ανδρείοι. Σε αυτά θα πρέπει και πάλι να τονιστεί η ποιότητα που θα πρέπει να έχουν οι ενέργειες αυτές (στοιχείο το οποίο επισημαίνεται στην ενότητα αυτή) οι οποίες θα πρέπει να είναι ίδιες με αυτές που θα κάνει κάποιος όταν θα γίνει κάτοχος της αρετής. Και αυτό θα το καταφέρει:
α) έχοντας συνείδηση του τι πράττει,
β) έχοντας επιλέξει ενσυνείδητα τις πράξεις αυτές και έχοντας δηλώσει καθαρά την προτίμησή του γι’ αυτού του είδους τις πράξεις και
γ) έχοντας κάνει τις πράξεις αυτές μόνιμο, σταθερό και αμετάβλητο τρόπο συμπεριφοράς.
5η Ενότητα
1. Ποια είναι, κατά τον Αριστοτέλη, η βασική απόδειξη ότι έχουν διαμορφωθεί οι έξεις και πώς αυτή συνδέεται με την ορθή παιδεία;
1. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έξεις είναι τα μόνιμα και σταθερά στοιχεία του χαρακτήρα, τα οποία διαμορφώνονται με την επανάληψη όμοιων ενεργειών. Κριτήριο για την παγίωσή τους θεωρεί την ηδονή ή τη λύπη που συνοδεύουν τις ενέργειες του ανθρώπου. Όταν η ηθική πράξη επενδύεται με ένα ευχάριστο συναίσθημα και μία ικανοποίηση για την τέλεσή της, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι έχει οριστικά διαμορφωθεί η αρετή. Επομένως, δεν αρκεί απλώς το άτομο να φέρει εις πέρας μία ηθική ενέργεια είναι σημαντικό να βιώνει ευχάριστα συναισθήματα κατά την πραγματοποίησή της.
Προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του και να την κάνει κατανοητή στο ακροατήριό του, επιστρατεύει ως παραδείγματα ορισμένους ανθρώπινους χαρακτήρες. Πραγματικά σώφρων δεν είναι αυτός που απλώς απέχει από τις σωματικές ηδονές, αλλά εκείνος που η επιλογή αυτή του προκαλεί χαρά και ευχαρίστηση. Αν δε βιώνει θετικά συναισθήματα θεωρείται ακόλαστος. Ανδρείος δεν είναι απλά αυτός που συμμετέχει στους κινδύνους, αλλά είναι όποιος χαίρεται ή έστω δε λυπάται για την κατάστασή του. Αντίθετα, όποιος νιώθει λύπη και φόβο θεωρείται δειλός. Τη συγκεκριμένη θέση περί αρετής ο Αριστοτέλης την αξιοποιεί προκειμένου να προσδιορίσει την ορθή παιδεία. Πρεσβεύει ότι ορθή αγωγή είναι αυτή που κάνει τον νέο να χαίρεται ή να λυπάται με όσα πρέπει. Επομένως, οι φορείς της εκπαίδευσης οφείλουν να οδηγήσουν τους νέους στην εξοικείωση με την ηθική αρετή έτσι ώστε να νιώθουν ευχαρίστηση, κάθε φορά που πραγματοποιούν μία ενέργεια σύμφωνη με τις επιταγές της αρετής ή να νιώθουν δυσαρέσκεια, όταν οι πράξεις τους δε συνάδουν με τους κανόνες της ηθικής. Η εξοικείωση με την ηθική πράξη μπορεί να επιτευχθεί με την επιδοκιμασία και την επιβράβευση, όταν ο νέος ενεργεί ορθά και από την άλλη με την αποδοκιμασία και την ποινή, κάθε φορά που απομακρύνεται από το δρόμο της αρετής. Η εκπαιδευτική αυτή πρακτική θα οδηγήσει στη διαμόρφωση των έξεων που θα συνδράμουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ηθικής αρετής και μετά την ενηλικίωση.
Είναι πραγματικά πολύ σημαντικός ο ρόλος της αγωγής στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των νέων και στην ομαλή ένταξή τους στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Το παιδί, εύπλαστο ακόμη και δεκτικό της αγωγής, πρέπει να συνηθίσει να επιδιώκει την ηθική πράξη, η οποία επιφέρει επιβράβευση και έπαινο, και να αποφεύγει τις αντικοινωνικές πράξεις, οι οποίες επιφέρουν αποδοκιμασία και ποινές. Όταν αυτή η συμπεριφορά παγιωθεί και γίνει μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα, τότε θα νιώθει χαρά και ευχαρίστηση όταν ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής και δυσαρέσκεια, όταν τους παραβιάζει.
2. Με ποιον τρόπο θεωρεί ο Αριστοτέλης ότι μπορεί να διαπιστωθεί το είδος των έξεων που έχει -ή τείνει να- διαμορφώσει κανείς και με ποια προσφιλή σε αυτόν μέθοδο ενισχύει την άποψη του αυτή;
2. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ασφαλές κριτήριο για να διαπιστώσει κανείς τι είδους έξεις έχει διαμορφώσει κάποιος άνθρωπος, αποτελεί το αίσθημα της χαράς ή της λύπης που νιώθει αυτός κατά την τέλεση μιας πράξης. Για να τεκμηριώσει τη θέση του αυτή, χρησιμοποιεί μια σειρά παραδειγμάτων από τον καθημερινό βίο των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι κάποιος που απέχει από τις σωματικές ηδονές και αισθάνεται χαρά γι’ αυτό είναι εγκρατής («ὁ μὲν γὰρ ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν ἡδονῶν καὶ αὐτῷ τούτῳ χαίρων σώφρων»), ενώ αυτός που λυπάται και δυσφορεί με τη συγκεκριμένη κατάσταση είναι ακόλαστος, ακόμα κι αν την υπομένει («ὁ δ΄ ἀχθόμενος ἀκόλαστος»). Κατά τον ίδιο τρόπο, αναφέρει ότι κάποιος που αντιμετωπίζει με χαρά ή, έστω, χωρίς λύπη τις δυσχέρειες ή τους κινδύνους που συναντά στη ζωή του, είναι ανδρείος («ὁ μὲν ὑπομένων τὰ δεινὰ καὶ χαίρων ἢ μὴ λυπούμενός γε ἀνδρεῖος»), ενώ αυτός που στενοχωριέται και φοβάται όταν καλείται να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις, είναι δειλός, ακόμη κι αν τις αντιμετωπίζει («ὁ δὲ λυπούμενος δειλός»). Τούτο σημαίνει ότι στον άνθρωπο που έχει κατακτήσει τις ηθικές αρετές και τις έχει καταστήσει σταθερό και μόνιμο γνώρισμα του χαρακτήρα του, υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ ενεργειών και ψυχικών διαθέσεων: η εκδήλωση ηθικά αποδεκτών συμπεριφορών (αυτοκυριαρχία, γενναιότητα, δικαιοσύνη κ.τ.λ.) συνοδεύεται από ευάρεστες συναισθηματικές διαθέσεις (χαρά, ικανοποίηση, ψυχική ευφορία), ενώ η εκδήλωση ηθικά απαράδεκτων και κατακριτέων (ακολασία, δειλία, αδικία κ.τ.λ.) συνοδεύεται από δυσάρεστες συναισθηματικές διαθέσεις (λύπη, στενοχώρια). Αντίθετα, στον άνθρωπο που δεν έχει κατακτήσει τις συγκεκριμένες ιδιότητες, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο: η τέλεση ηθικά αξιέπαινων πράξεων (πράξεις αυτοκυριαρχίας, γενναιότητας, δικαιοσύνης κ.τ.λ.) του προκαλεί δυσάρεστα, αρνητικά συναισθήματα (λύπη, δυσαρέσκεια, δυσφορία), ενώ η διάπραξη ηθικά απαράδεκτων ενεργειών (πράξεις ακολασίας, δειλίας, αδικίας κ.τ.λ.) του προκαλεί ευάρεστα, θετικά συναισθήματα (χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση).
6η Ενότητα
1. Να αποδώσετε τον ορισμό της αρετής, βασιζόμενοι στο περιεχόμενο του δεύτερου αποσπάσματος του διδαγμένου κειμένου.
1. Ο ορισμός της αρετής που δίνει ο Αριστοτέλης ξεκινά από την έννοια του γένους και προχωρεί στην ειδοποιό διαφορά. Η αρετή, λοιπόν, είναι μία έξη, δηλαδή αποτέλεσμα όμοιων ενεργειών που επαναλαμβάνονται. Η διαφορά της από τις υπόλοιπες έξεις είναι ότι η αρετή επιτρέπει στο πράγμα να φτάσει στην πιο τέλεια κατάστασή του και το βοηθάει να εκτελέσει και να φέρει εις πέρας το έργο του, να ολοκληρώσει δηλαδή το φυσικό του προορισμό. Συμπεραίνουμε, επίσης, ότι η αριστοτελική αρετή έχει ευρύτατο περιεχόμενο και μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο σε ανθρώπους αλλά και σε ζώα ή αντικείμενα. Η αρετή του οφθαλμού, για παράδειγμα, κάνει τον οφθαλμό σπουδαίο και τον βοηθά να φέρει εις πέρας το έργο του, δηλαδή την όραση. Η αρετή του αλόγου κάνει το άλογο σπουδαίο και ικανό να επιτελέσει το ρόλο του, δηλαδή να τρέξει καλά, να φέρει τον αναβάτη και να υπομείνει τους εχθρούς στο πεδίο της μάχης. Έτσι και η αρετή του ανθρώπου τον καθιστά αγαθό και τον βοηθά να φτάσει στην τελείωσή του.
2. Να σχολιάσετε τη φράση του κειμένου: «καί τό ἔργον αὐτοῦ εὖ ἀποδίδωσιν»
2. Στην φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη σημαντική θέση καταλαμβάνει η λέξη «ἔργον», που αναδεικνύει τον προορισμό κάθε όντος, κάθε δημιουργήματος της φύσης. Η φύση δίνει τη δυνατότητα σε κάθε ον να φτάσει στην πιο τέλεια μορφή του και να επιτελέσει σωστά το έργο που του έχει ανατεθεί. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει το «ἔργον» του οφθαλμού, του χεριού, του ίππου κ.τ.λ. Ένα φυσικό λοιπόν δημιούργημα έχει φτάσει στην πιο ολοκληρωμένη του μορφή όταν εκτελεί με το σωστό τρόπο το έργο του. Επομένως, η ειδοποιός διαφορά της αρετής στηρίζεται στο γεγονός ότι η αρετή κάνει το ίδιο το πράγμα να φτάσει στην πιο τέλεια μορφή του («εἰ ἔχον αποτελεῖ») και το βοηθάει να εκτελέσει με το σωστό τρόπο το έργο του. («τό ἔργον αὐτοῦ εἰ ἀποδίδωσιν»).
7η Ενότητα
1. «Ἐν παντί δή συνεχεῖ καί διαιρετῷ» (7η Ενότητα): Με ποιους τρόπους μπορεί να προσδιοριστεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το «μέσον» ενός μεγέθους, πώς αυτό ορίζεται σε κάθε περίπτωση και ποια κριτήρια χρησιμοποιούνται για τον ορισμό του;
1. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει στην 7η Ενότητα την προσπάθεια ορισμού της ηθικής αρετής. Έχοντας ήδη προσδιορίσει το «προσεχές γένος» της («ἕξις»), ασχολείται με την «ειδοποιό διαφορά» της, τη «μεσότητα». Αρχικά, ο φιλόσοφος αναφέρει ότι κάθε ευθύγραμμο τμήμα ή μέγεθος που είναι συνεχές και γι’ αυτό άπειρα διαιρέσιμο μπορεί να τμηθεί, μεταξύ άλλων, χάρη στη διαιρετότητά του, με δύο τρόπους:
α. σε δύο άνισα μέρη, από τα οποία το ένα θα είναι μικρότερο και το άλλο μεγαλύτερο και
β. σε δύο ίσα μέρη. Από τη διαίρεση του μεγέθους με τον δεύτερο τρόπο προκύπτει το «μέσον» του. Στη συνέχεια, επισημαίνει ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να γίνει:
α. είτε σε σχέση με το ίδιο το μέγεθος («κατ’ αὐτό τό πράγμα»), δηλαδή με κριτήρια αντικειμενικά, που καθορίζονται από τη μαθηματική επιστήμη, η οποία οδηγεί σε πορίσματα κατ’ ανάγκη αποδεκτά, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση,
β. είτε σε σχέση με τον άνθρωπο («πρός ἡμᾶς»), δηλαδή με κριτήρια υποκειμενικά, που καθορίζονται από τις εκάστοτε συνθήκες ή περιστάσεις αλλά και από τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε ατόμου. Στην πρώτη περίπτωση, το «μέσον», η μεσότητα ενός ευθύγραμμου τμήματος ή μεγέθους είναι το σημείο εκείνο που ισαπέχει από τα δύο άκρα του και είναι παντού και πάντοτε το ίδιο για το συγκεκριμένο μέγεθος. Στη δεύτερη περίπτωση, το «μέσον» του είναι το τμήμα ή η ποσότητα εκείνη η οποία δεν είναι ούτε πολλή ούτε λίγη -άρα, κανονική- σε σχέση με το άτομο που χρησιμοποιείται ως κριτήριο για τον υπολογισμό της. Με αυτό τον τρόπο οριζόμενη η μέση ποσότητα ενός μεγέθους δεν είναι παντού και πάντοτε η ίδια, αλλά διαφοροποιείται από άνθρωπο σε άνθρωπο, αφού αντίστοιχη διαφοροποίηση παρατηρείται στις ανάγκες, στις απαιτήσεις αλλά και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός από αυτούς. Για κάθε άνθρωπο, όμως, η μέση ποσότητα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ή περίσταση είναι μία και συγκεκριμένη.
2. Να σχολιάσετε το περιεχόμενο και τα είδη της έννοιας «μεσότητα».
2. Ο Αριστοτέλης για να κάνει κατανοητή την έννοια της μεσότητας στην αρετή, αναφέρεται σε υλικά πράγματα συνεχή και διαιρετά που υπόκεινται σε αριθμητικές μετρήσεις. Καθετί που είναι συνεχές και διαιρετό είναι δυνατό να διαιρεθεί σε δύο ίσα τμήματα ή σε δύο άνισα, το ένα μεγαλύτερο και το άλλο μικρότερο («τό μέν πλεῖον τό δ’ ἔλαττον τό δ’ ἴσον»). Τα κριτήρια αυτής της διαίρεσης μπορεί να είναι αντικειμενικά και σταθερά («κατ’ αὐτό τό πρᾶγμα») ή υποκειμενικά και μεταβλητά («πρός ἡμᾶς»). Αν λοιπόν υπάρχει μία συνεχής και διαιρετή ποσότητα, απ’ όπου μπορεί κανείς να πάρει ένα πλεῖον, ένα ἔλαττον ή ένα ἴσον τμήμα, τότε με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια το μέσο βρίσκεται σε ίση απόσταση από τα δύο άκρα και ένα το ίδιο για όλους είναι, δηλαδή, μέσο «κατ’ αὐτό τό πρᾶγμα», ένας αμετάβλητος αριθμητικός υπολογισμός.
Με βάση όμως τα υποκειμενικά κριτήρια το μέσο δεν είναι ούτε πάρα πολύ («μήτε πλεονάζει») ούτε πολύ λίγο («μήτε ἐλλείπει») και ποικίλλει κατά περίπτωση. Κριτήριο και μέσο στην προκειμένη περίπτωση είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι και αφού επιδέχονται πολλές διαφοροποιήσεις, το μέσο «πρός ἡμᾶς» δεν είναι ένα, ούτε το ίδιο για όλους τους ανθρώπους. Επομένως το μέσο «πρός ἡμᾶς» δεν πρέπει να το εννοούμε με τον ίδιο τρόπο, γιατί αν για κάποιον αθλητή μία ποσότητα φαγητού δέκα «μνῶν» είναι μεγάλη και δύο «μνῶν» λίγη, τότε ο γυμναστής, αν βρει το μέσο με αντικειμενικά κριτήρια («κατά τό πρᾶγμα»), πρέπει να προστάξει ποσότητα φαγητού έξι «μνῶν» μία ποσότητα που μπορεί να είναι για άλλον μεγάλη, για άλλον λίγη και για άλλον κανονική. Έτσι, το μέσο «πρός ἡμᾶς» είναι διαφορετικό από το μέσο «κατ’ αὐτό τό πρᾶγμα» και επιλέγεται με κριτήριο εμάς τους ίδιους. Όταν το άτομο βρει το μέσο με τη δική του λογική, τότε επιλέγει το υποκειμενικό μέσο. Η επιλογή «προαίρεσις» είναι αποτέλεσμα της λογικής του κάθε ανθρώπου.
3. Ποια κριτήρια χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για να προσδιορίσει τα είδη της μεσότητας και ποιο είδος έχει άμεση σχέση με την ηθική αρετή;
3. Για τον Αριστοτέλη «σε καθετί που παρουσιάζει συνοχή και μπορεί να διαιρεθεί μπορούμε να πάρουμε ένα κομμάτι μεγαλύτερο από το άλλο, ένα κομμάτι μικρότερο ή ένα κομμάτι ίσο με το άλλο». Αν δούμε αυτό που λέει ο φιλόσοφος αναφορικά για παράδειγμα με μία ευθεία, που είναι ένα μέγεθος διαιρετό επ’ άπειρον, μπορούμε όντως να πάρουμε: α) ένα κομμάτι μεγαλύτερο (πλεῖον), β) ένα κομμάτι μικρότερο (ἔλαττον) ή γ) ένα κομμάτι ίσο με το άλλο (ἴσον). Το σημείο που θα χωρίζει τα δύο κομμάτια μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι το αντικειμενικό μέσο (το σε σχέση προς τα πράγματα) αφού απέχει εξίσου από τα δύο άκρα, το μέσο δηλαδή το «κατ’ αὐτό τό πρᾶγμα». Σε σχέση προς εμάς όμως το σημείο αυτό είναι ένα από τα ενδεχόμενα μέσα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο αριθμός των υποκειμενικών μέσων (των μέσων δηλαδή «πρός ἡμᾶς») μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και άπειρος αφού σχετίζεται με τον αριθμό των ατόμων και το κάθε άτομο έχει το δικό του «μέσον». Η διαίρεση αυτή λοιπόν, μπορεί να γίνει ή «κατ’ αὐτό τό πρᾶγμα», δηλαδή με αντικειμενικά κριτήρια, ή «πρός ἡμᾶς», δηλαδή με υποκειμενικά κριτήρια. α) Το μέσο, η μεσότητα «κατ’ αὐτό τό πρᾶγμα» (αντικειμενική): είναι αυτό που απέχει ίση απόσταση από τα δύο άκρα της ευθείας, είναι το μέσο «κατά την αριθμητική αναλογία», είναι το αντικειμενικό μέσο, που είναι ένα και το αυτό για όλους, β) Το μέσο «πρός ἡμᾶς», σε σχέση με μας, το υποκειμενικό μέσο: είναι εκείνο που δεν είναι ούτε υπερβολικό ούτε λειψό, ούτε πλεονάζει ούτε είναι λιγοστό για μένα. Αυτό δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους.
Έτσι, το μέσο «πρός ἡμᾶς» είναι διαφορετικό από το μέσο «κατ’ αὐτό τό πρᾶγμα» και γίνεται με μια άλλη λογική, όχι της αριθμητικής αναλογίας, αλλά με κριτήριο και μέτρο εμάς τους ίδιους, τη φύση μας. Όταν το άτομο βρει το μέσο με τη δική του λογική, τότε επιλέγει το υποκειμενικό μέσο, κάνει «προαίρεσιν». Επομένως, για τον Αριστοτέλη «η ηθική αρετή είναι προσωπική υπόθεση του καθενός», αφού δέχτηκε ότι υπάρχει η υποκειμενική, η ξεχωριστή για κάθε άτομο μεσότητα. Ο καθένας λοιπόν «αναζητά για τον εαυτό του το δικό του μέσον και ορίζει ο ίδιος στον εαυτό του τον τρόπο με τον οποίο θα το πετύχει». Από αυτά που μόλις αναφέραμε καταλαβαίνουμε ότι η μεσότητα που έχει σχέση με την ηθική αρετή είναι η υποκειμενική μεσότητα.
8η Ενότητα
1. Ποια είναι η σχέση, κατά τον Αριστοτέλη, της ηθικής αρετής με την τέχνη /επιστήμη και τη φύση; Πώς αιτιολογείται από τον ίδιο η αξιολογική υπεροχή της φύσης και της ηθικής αρετής έναντι της τέχνης;
1. Μία από τις βασικές θέσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας είναι ότι η «φύσις» υπερέχει αξιολογικά από κάθε ανθρώπινη «τέχνην» ή «ἐπιστήμην». 0 Αριστοτέλης στηρίζει τη θέση του αυτή στο γεγονός ότι τα δημιουργήματα της «φύσεως» φέρουν μέσα τους την «ἀρχήν κινήσεώς» τους, δηλαδή μεταβάλλονται και εξελίσσονται από μόνα τους μέχρι να οδηγηθούν στην τελείωσή τους ή, αλλιώς, μέχρι να προσλάβουν την τελική και ολοκληρωμένη μορφή τους. Αντίθετα, τα έργα κάθε «τέχνης» ή «ἐπιστήμης» παραμένουν στατικά και αμετάβλητα, ενώ την τελική μορφή που θα πάρουν τη δίνει ο εκάστοτε «τεχνίτης». Επιπροσθέτως, ό,τι δημιουργεί ο άνθρωπος αποτελεί απομίμηση της φυσικής δημιουργίας και, κατά συνέπεια, είναι ατελέστερο από το πρότυπό του. 0 Αριστοτέλης θεωρεί ότι και η «ἀρετή» είναι ανώτερη από την «τέχνην», αφού διαπλάθει, διαμορφώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου, που αποτελεί το ανώτερο ποιοτικά δημιούργημα της «φύσεως». Ο Ασπάσιος μάλιστα, ο σημαντικότερος αρχαίος σχολιαστής του αριστοτελικού έργου, υποστηρίζει ότι η «ἀρετή» τίθεται από τον φιλόσοφο σε ανώτερη αξιολογική κλίμακα και από την ίδια τη «φύσιν» («καί γάρ ἡ φύσις ὰμείνων τῆς τέχνης… ἡ δέ ὰρετή ἔτι ἀμείνων, ἔστι γάρ ἡ ἀρετή τελειότης φύσεως καί κατωρθωμένη φύσις», δηλαδή ότι η αρετή είναι μια φυσική ιδιότητα που οδηγήθηκε με επιτυχία στον τελικό σκοπό της). Πάντως, τόσο η «τέχνη» – «ἐπιστήμη» όσο και η «ἀρετή» και η «φύσις» έχουν, κατά τον Αριστοτέλη, ένα κοινό χαρακτηριστικό, το οποίο είναι η μορφοπλαστική ή μορφοποιητική τους δύναμη, δηλαδή η δυνατότητά τους να δημιουργούν μορφές.
9η Ενότητα
1. Ποια η σημασία του ρήματος «δεῖ» σε σχέση με το χρόνο, τον σκοπό και τον τρόπο;
1. Προκειμένου ο Αριστοτέλης να προσδιορίσει τη μεσότητα στα συναισθήματα, χρησιμοποιεί το ρήμα «δεῖ» σε σχέση με τον χρόνο που πρέπει να βιώνουμε ένα συναίσθημα, με τα πράγματα με τα οποία νιώθουμε ένα συναίσθημα, με τους ανθρώπους που πρέπει να βιώνουμε ένα συναίσθημα, για το λόγο που πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα, για τον τρόπο που πρέπει να εκδηλώνουμε ένα συναίσθημα. Το «δεῖ» αντικατοπτρίζει τα κριτήρια συμπεριφοράς που απορρέουν από ένα γενικό κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, προσαρμοσμένο στην παράδοση, στα ηθικοθρησκευτικά συστήματα ενός λαού και στους νόμους. Τα κριτήρια της αρχαιότητας δεν έχουν σημαντικές διαφορές με αυτά της νεότερης εποχής. Κοινός σκοπός είναι η οργάνωση της κοινωνίας στα πλαίσια της ευνομίας. Το «δέον» είναι η υπόδειξη κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς, για να επιτευχθεί η πρόοδος του κοινωνικού συνόλου.
2. Ο Αριστοτέλης συσχετίζει και στην 9η Ενότητα την ηθική αρετή με τα «πάθη» και τις «πράξεις». Με ποια κριτήρια τα ανθρώπινα «πάθη» και οι «πράξεις» θεωρούνται από τον φιλόσοφο ηθικά ορθά/ορθές;
2. Ο Αριστοτέλης στη συγκεκριμένη πραγματεία του προσπαθεί να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην τελείωση και να κατακτήσει το υπέρτατο αγαθό, την ευδαιμονία. Έτσι, σύμφωνα με το φιλόσοφο, για να το επιτύχει κάποιος, θα πρέπει να έχει ρυθμίσει κατά τέτοιο τρόπο τα «πάθη» του, τις ψυχικές του διαθέσεις, και τις «πράξεις» του, τη συμπεριφορά του, ώστε να υπάρχει αρμονία τόσο στις σωματικές όσο και στις ψυχικές λειτουργίες. Θερμός θιασώτης του ενάρετου βίου, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι τόσο οι σωματικές όσο και οι πνευματικές ενασχολήσεις πρέπει να τείνουν προς το «μέσον», προς τον επιδιωκόμενο δηλαδή στόχο, χωρίς να παρεκκλίνουν σε ακραίες καταστάσεις, στην υπερβολή και στην έλλειψη. Ο φιλόσοφος θέτει κάποια κριτήρια στα «πάθη» και στις «πράξεις» μέσω των οποίων είναι εφικτή η κατάκτηση της ευδαιμονίας. Τα κριτήρια αυτά διακρίνονται σε ποσοτικά και ποιοτικά.
Σχετικά με τα πάθη, ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι η βίωση των διαφόρων ψυχικών διαθέσεων, όπως είναι ο φόβος, το θάρρος, η επιθυμία, η οργή, η συμπόνια, η χαρά, η λύπη («φοβηθῆναι καί θαρρῆσαι καί ἐπιθυμῆσαι καί ὀργισθῆναι καί ἐλεῆσαι καί ὅλως ἡσθῆναι καῖ λυπηθῆναι») μπορεί να είναι άλλοτε έντονη («μᾶλλον») και άλλοτε υποτονική («ἧττον»), πράγμα που δεν είναι κοινωνικά ορθό και αποδεκτό. Η εκδήλωση όμως ενός συναισθήματος το οποίο θα συνάδει με το χρυσό κανόνα των αρχαίων Ελλήνων («μέτρον ἄριστον») είναι κοινωνικά αποδεκτή, καθώς αποβλέπει στο «μέσον» και αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρετής («μέσον τε καί ἄριστον, ὅπερ ἐστί τῆς ἀρετῆς)». Ως προς τα ποιοτικά κριτήρια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι συναισθηματικές διαθέσεις του ατόμου πρέπει να εκδηλώνονται στον κατάλληλο χρόνο, για συγκεκριμένη αιτία, απέναντι στα κατάλληλα άτομα, με ευστοχία και με σωστό τρόπο («τό δ’ ὅτε δεῖ καί ἐφ’ οἷς καί πρός οὕς καί οὗ ἕνεκα καί ὡς δεῖ»).
Για τις πράξεις ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι εκδηλώνονται με τα ίδια κριτήρια όπως και οι ψυχικές διαθέσεις («ὁμοίως δέ καί περί τάς πράξεις ἔστιν ὑπερβολή καί ἔλλειψις καί τό μέσον»), καθώς οι «πράξεις» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πραγμάτωση των «παθῶν». Κατά συνέπεια, και οι ανθρώπινες συμπεριφορές είναι μέγεθος μετρήσιμο και πρέπει να τείνουν στη μεσότητα. Κάθε τι διαφορετικό από το «μέσον», το άριστο, θεωρείται, κατά τον φιλόσοφο, κακία και είναι αντικείμενο ψόγου («τῆς μέν κακίας ἡ ὑπερβολή καί ἡ ἔλλειψις»).
3. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι η ηθική αρετή είναι μεσότητα που καθορίζεται με υποκειμενικά μέσα. Στηριζόμενοι στο περιεχόμενο της 9ης ενότητας (Β6 10-13), να καταγράψετε και να αναλύσετε τα κριτήρια που προσθέτει, προκειμένου να ορίσει με τρόπο πληρέστερο την προαναφερθείσα μεσότητα.
3. Η ηθική αρετή, σύμφωνα με το Σταγειρίτη φιλόσοφο, συνδέεται με τα πάθη και τις πράξεις. Σε σχέση με τα συναισθήματα ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ως παραδείγματα (οίον) το φόβο, το θάρρος, την επιθυμία, την οργή, την ευσπλαχνία και γενικά όλα όσα ακολουθούνται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Στα πάθη και στις πράξεις μπορούμε να παρουσιάσουμε υπερβολή, έλλειψη και μέσον. Η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν λανθασμένη συμπεριφορά, γι’ αυτό και επικρίνονται «ἁμαρτάνεται καί ψέγεται». Τη σωστή συμπεριφορά την αποτελεί το μέσον, γι’ αυτό και επαινείται «ἐπαινεῖται καί κατορθοῦται». Η ηθική αρετή βρίσκεται στο μέσον κάθε πάθους και πράξης, δε βρίσκεται ούτε στο «μᾶλλον τοῦ δέοντος» ούτε στο «ἧττον τοῦ δέοντος». Η μεσότητα αυτή διασφαλίζεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις, που ο φιλόσοφος καθορίζει με τρόπο κατηγορηματικό (δεῖ). Εξαρτάται από το χρόνο του πάθους «ὅτε δεῖ», τις συνθήκες «ἐφ’ οἷς δεῖ», τους ανθρώπους «πρός οὕς δεῖ», το σκοπό «ου ένεκα» και τον τρόπο «ὡς δεῖ». Τα διαδοχικά «δεῖ» επιδιώκουν να προσανατολίσουν το άτομο στο ηθικά ορθό, να το απομακρύνουν από την υπερβολή και την έλλειψη και συνδέονται με τη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα της πόλης-κράτους. Η εφαρμογή αυτών των κανόνων απαιτεί μόχθο και αγώνα και αποτελεί προσωπική ευθύνη του ανθρώπου να καθορίζει το «δεῖ», προκειμένου να προσεγγίσει και να πετύχει τη μεσότητα, άρα και την ηθική αρετή.
4. Να δώσετε την κοινωνική διάσταση της αρετής, όπως υποδηλώνεται μέσα στην ένατη ενότητα.
4. Μέσα από τα ρήματα «δεῖ», «ψέγεται», «ἐπαινεῖται» δίνεται στην ενότητα αυτή και η κοινωνική διάσταση της ηθικής αρετής. Βάσει των ρημάτων αυτών δηλαδή τα πάθη ή οι πράξεις μας άλλοτε επαινούνται και άλλοτε ψέγονται όταν δε συμβαδίζουν με το δέον, με αυτό δηλαδή που πρέπει. Θα πρέπει λοιπόν, να δούμε ποιος καθορίζει τα κριτήρια μέσω των οποίων ορίζεται το δέον, αυτό που πρέπει. Τα κριτήρια, λοιπόν βάσει των οποίων προσδιορίζεται πότε μια πράξη, ή μια συμπεριφορά, πρέπει να επαινείται ή να ψέγεται (δηλαδή τι είναι ορθό ή λάθος, υπερβολή ή έλλειψη ή μεσότητα) ορίζονται από την πόλη- κράτος, που είναι το βασικό πολιτικό σχήμα μέσα στο οποίο κινείται ο αρχαίος Έλληνας. Ο αρχαίος Έλληνας λειτουργούσε ως πολίτης μέσα στα πλαίσια της πόλης. Η πόλη- κράτος, όμως, δεν είναι απλώς ένα πολιτικό σχήμα· εκφράζει ολόκληρο το πνεύμα με το οποίο διασφαλίζεται η συνέχεια και η παράδοση, το πνεύμα της κοινότητας και οι κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να ενεργεί το άτομο. Έτσι, ενάρετος πολίτης είναι αυτός που είναι καλός συμπολίτης, που κάνει το καθήκον του απέναντι στην πόλη- κράτος. Η αρετή λοιπόν, του αρχαίου Έλληνα είναι πολιτική, δεν είναι προσωπική. Αν η πράξη του πολίτη είναι σύμφωνη με τους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης, τότε είναι ενάρετη. Από αυτά γίνεται κατανοητό ότι τα κριτήρια που ορίζει η πόλη είναι: α) το πνεύμα της κοινότητας, οι κανόνες της κοινωνικής και πολιτικής συμβίωσης μέσα στην πόλη και β) τα πρότυπα συμπεριφοράς που υπαγορεύονται από την παράδοση της πόλης. Γι’ αυτό ακριβώς υποστηρίζεται ότι ο Αριστοτέλης και σ’ αυτή την ενότητα προβάλλει την κοινωνική διάσταση της ηθικής αρετής.
10η Ενότητα
1. Με βάση τον αριστοτελικό ορισμό της 10ηςενότητας, να καταγράψετε το προσεχές γένος της αρετής και την ειδοποιό διαφορά της.
1. Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνοντας τους συλλογισμούς του καταλήγει στον ορισμό της έννοιας της αρετής: «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή… τήν δ’ ἀρετήν τό μέσον καί εὑρίσκειν καί αἱρεῖσθαι». Ο Αριστοτέλης προσδιορίζει το προσεχές γένος της αρετής ως «έξις». Αποτελεί δηλαδή ένα μόνιμο και σταθερό στοιχείο του χαρακτήρα του ανθρώπου που προκύπτει από τη συνήθεια και την άσκηση, εξαρτάται από την ποιότητα της στάσης του απέναντι στα πάθη και διαμορφώνεται ανάλογα με την ποιότητα των ενεργειών του. Στη συνέχεια αναγνωρίζει ως ειδοποιό διαφορά της την προαίρεση και τον ορθό λόγο. Ως προαίρεση ορίζει την ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου να διαμορφώνει απόψεις και να πραγματοποιεί τις αποφάσεις του με ελεύθερη επιλογή χωρίς εξωτερικούς και εσωτερικούς καταναγκασμούς. Είναι μια επιλογή που γίνεται συνειδητά και σχετίζεται με την ώριμη σκέψη, καθώς, αν κάποιος έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, καταλήγει μέσω του ορθού λόγου στην πιο ώριμη απόφαση. Έτσι η προαίρεση είναι ο πυρήνας της ηθικής πράξης και η βάση της αρετής. Επανειλημμένα υπογραμμίζεται από τον Αριστοτέλη η σημασία της προαιρέσεως για την ύπαρξη της αρετής. Σ’ ένα άλλο σημείο του ίδιου έργου αναφέρει τους αναγκαίους όρους για να χαρακτηριστεί μια πράξη ενάρετη: ο άνθρωπος πρέπει να έχει α) συνείδηση της πράξης του (εἰδώς) β) την ανάλογη προαίρεση (προαιρούμενος), γ) σιγουριά και σταθερότητα πραγματοποίηση της (βεβαίως καί ἀμετακινήτως). Ο φιλόσοφος αναγνωρίζει την αρετή ως «ἐν μεσότητι οὖσα», εκπαιδευτικός οργανισμός βρίσκεται σε ένα μέσο, ανάμεσα σε δύο κακίες την υπερβολή και την έλλειψη, το οποίο προσδιορίζεται με μέτρο τον άνθρωπο («πρός ἡμᾶς»). Το μέσον, κατά τον Αριστοτέλη, καθορίζεται από τον ορθό λόγο («ὡρισμένῃ λόγῳ»), τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου κι όχι την κοινή λογική, γεγονός που διασφαλίζει την αντικειμενικότητα. Ο φιλόσοφος αναγνωρίζει την αρετή ως έξη με την οποία το άτομο ολοκληρώνει τον εαυτό του και το έργο του και τη διαφοροποιεί από το σύνολο γενικά των ανθρώπινων έξεων, καθώς εμφατικά προβάλλει την έννοια της προαίρεσης. Ο ίδιος ο άνθρωπος λοιπόν πρέπει ν’ αποφασίσει και να εφαρμόσει στη ζωή του το μέτρο, αποφεύγοντας τις ακρότητες σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Από αυτό το γεγονός συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αρετή είναι ηθικό «αγώνισμα» δύσκολο και σχετίζεται άμεσα με το χαρακτήρα του ανθρώπου, την αγωγή του, τη βούληση και τη λογική του. Ο ορθός λόγος επιτρέπει στον άνθρωπο να σταθμίσει τα δεδομένα και ν’ αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη. Με αυτόν τον τρόπο ο φιλόσοφος συνδέει την αρετή με το «λόγο ἔχον» μέρος της ψυχής και θεωρεί προϋπόθεση για την κατάκτησή της την ευσυνείδητη επιλογή από πλευράς του ανθρώπου.
2. «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.». Να σχολιαστεί το υπογραμμισμένο σημείο του ορισμού της αρετής.
2. Ο Αριστοτέλης, αφού προσδιόρισε το προσεχές γένος της αρετής, δίνει τώρα την «ειδοποιό διαφορά» της: η αρετή δεν πρέπει να είναι μόνο καλή, επαινετή πρέπει να χαρακτηρίζεται και από «προαίρεσιν», δηλαδή να προϋποθέτει ελεύθερη εκλογή. Η προαίρεση δεν είναι απλώς μια εκούσια πράξη (γιατί και τα παιδιά και τα ζώα ενεργούν εκούσια αλλά όχι ύστερα από ώριμη σκέψη), ούτε επιθυμία ή «θυμός» (γιατί και τα άλογα ζώα έχουν θυμό, όχι όμως προαίρεση) ούτε βούληση (γιατί η βούληση μπορεί να στρέφεται και σε πράγματα που είναι αδύνατα, όπως π.χ. η αθανασία μας. Προαίρεση λοιπόν είναι εκλογή που δε γίνεται στιγμιαία, τυχαία, επιπόλαια και απερίσκεπτα, αλλά «μετά λόγου καί διανοίας», ύστερα από ώριμη σκέψη. Είναι η εκλογή, ύστερα από ώριμη σκέψη, ενός πράγματος ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα που έχω στην εξουσία μου και που είναι προσιτά σε μένα. Η προαίρεση προϋποθέτει τη σκέψη που καταλήγει σε μια τελική απόφαση να πράξουμε κάτι. Πάντως η σημασία της προαίρεσης για την ύπαρξη της αρετής επανειλημμένα τονίζεται από τον Αριστοτέλη. Σε άλλο χωρίο του ίδιου έργου του παραθέτει τους αναγκαίους όρους, για να χαρακτηριστεί μια πράξη ενάρετη: ο άνθρωπος πρέπει να έχει α) συνείδηση της πράξης του (εἰδώς), β) την ανάλογη προαίρεση (προαιρούμενος) και γ) σιγουριά και σταθερότητα στην πραγματοποίηση της (βεβαίως καί ἀμετακινήτως).
3. ὡρισμένῃ λόγῳ: Για ποιο λόγο προσθέτει ο Αριστοτέλης αυτήν την παράμετρο στον ορισμό της αρετής;
3. Τα στοιχεία τα οποία είχαν αναφερθεί από τον Αριστοτέλη πριν από την τελική διατύπωση του ορισμού της αρετής θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η αρετή είναι μια έννοια απόλυτα υποκειμενική, η οποία διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο και προσδιορίζεται από την προσωπικότητα και την εμπειρία του. Κάθε επιμέρους άτομο θα μπορούσε να ορίζει το δικό του «μέσον», να αποδίδει τη δική του σημασία στο περιεχόμενο και την ουσία της έννοιας της αρετής. Για να αποφευχθεί αυτή η αυθαιρεσία και να μη δημιουργηθεί η εντύπωση αυτή, ο Αριστοτέλης επιστρατεύει ως «κοινό κανόνα» την ανθρώπινη λογική, τον ορθό λόγο ως καθοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό της μεσότητας, αφού μόνο μέσω αυτού εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και αποφεύγονται οι τυχόν παρερμηνείες. Καθορίζοντας ακόμα αυστηρότερα το αντικειμενικό αυτό κριτήριο ο Αριστοτέλης τονίζει ότι πρόκειται για τον ορθό λόγο, όπως αρθρώνεται από το φρόνιμο, το συνετό άνθρωπο και όχι για την κοινή λογική.
4. Ποιο είναι το περιεχόμενο των όρων «ἕξις προαιρετικὴ»;
4. Ο Αριστοτέλης στην 10η ενότητα δίνει τον πλήρη ορισμό της αρετής. Σύμφωνα με αυτόν η αρετή είναι έξη, δηλαδή μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα και προαιρετική, επιλέγεται δηλαδή ελεύθερα από τον άνθρωπο. Ο όρος έξη από το μέλλοντα έξω του ρήματος έχω, σημαίνει το να έχει κάτι κάποιος συνέχεια. Η έξη είναι το αποτέλεσμα όμοιων ενεργειών που επαναλαμβάνονται και ανάλογα με την ποιότητα των έξεων διαμορφώνονται οι αρετές και οι κακίες. Η έξη είναι αρετή, όταν ωθεί το άτομο προς την ηθικοποίηση. Το γεγονός ότι η έξη είναι προαιρετική, έχει σχέση με την ελευθερία του ανθρώπου να πράττει χωρίς καταναγκασμούς, σύμφωνα με τη βούλησή του.
5. Ποια είναι η σκοπιμότητα στη χρησιμοποίηση του στίχου από τον Αριστοτέλη.
5. Στην 10η ενότητα ο Αριστοτέλης τονίζει το πόσο δύσκολα προσεγγίζει ο άνθρωπος το καλό και πόσο εύκολα το κακό. Φέρνει μάλιστα ως παράδειγμα και την αντίληψη των Πυθαγορείων ότι το κακό ανήκει στο άπειρο, ενώ το καλό στο πεπερασμένο. Κατά συνέπεια είναι πολύ εύκολο ν’ αποτύχει κάποιος και πολύ δύσκολο να πετύχει. Η αρετή είναι δύσκολο απόκτημα. Σημασία έχει και ο αγώνας για την κατάκτησή της. Εμπεριέχει δυσκολίες και απογοητεύσεις, αλλά αμείβει όποιον την αποκτήσει με τεράστια ηθική ικανοποίηση. Η χρησιμοποίηση του στίχου, που είναι άγνωστης προέλευσης, από τον Αριστοτέλη γίνεται για να δείξει ότι εκτός της φιλοσοφίας και η ποίηση ασχολήθηκε με το πόσο δύσκολο είναι να γίνει κανείς ενάρετος και πόσο εύκολα να απομακρυνθεί από τον δρόμο της αρετής.
.fotavgeia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου