Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη αδήλωτων εισοδηµάτων, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»

Αrt2060 Παρασκευή 16 Δεκεμβριου 2016

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

«Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη αδήλωτων εισοδηµάτων, Ηλεκτρονικές συναλλαγές,

Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις» Ι. Γενικές Παρατηρήσεις Το υπό συζήτηση
και ψήφιση νοµοσχέδιο, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων την 12.12.2016 και χαρακτηρίσθηκε από την Κυβέρνηση ως ε- πείγον, όπως διαµορφώθηκε κατά την επεξεργασία του από τις αρµόδιες Διαρκείς Επιτροπές, αποτελείται από έξι Μέρη και εκατόν δεκαεπτά (117) άρθρα.

Με τις διατάξεις του Μέρους Πρώτου (άρθρα 1 έως 13) ρυθµίζονται ζητή- µατα πτωχευτικού δικαίου, διά τροποποίησης εκτενώς διατάξεων του ισχύο- ντος Πτωχευτικού Κώδικα (ΠτΚ) (ν. 3588/2007, ΦΕΚ Α΄ 153/10.7.2007).

 Όπως υποστηρίζεται (βλ., α. ά., C. Paulus, Σ. Ποταµίτης, Α. Ρόκας, I.Tirado, «Το Πτωχευτικό Δίκαιο ως ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονο- µίας της αγοράς», ΔΕΕ 11/2015 1065, 1066), λόγος ύπαρξης και κοινό χα- ρακτηριστικό όλων των πτωχευτικών δικαίων είναι η παροχή δυνατότητας ο- µαλής εξόδου του αφερέγγυου προσώπου από την αγορά ή η ανάκαµψή του. Επειδή το ισχύον νοµικό πλαίσιο δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τους σκο- πούς αυτούς επαρκώς (βλ. στο ίδιο ως άνω παραπεµπόµενο έργο, σ. 1083), οι προτεινόµενες µε το παρόν νοµοσχέδιο ρυθµίσεις, οι οποίες αφορούν τό- σο στην πτωχευτική διαδικασία όσο και στις προ της πτώχευσης διαδικασίες (δηλαδή διαδικασίες που στοχεύουν, αντιστοίχως, στην έξοδο ή την ανά- καµψη του προσώπου) στοχεύουν στην ενίσχυση των σχετικών ρυθµίσεων

 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ προς διευκόλυνση της αντιµετώπισης της οικονοµικής κρίσης.

 Ως προς την πτωχευτική διαδικασία, εξ άλλου, οι εισαγόµενες ρυθµίσεις δεν µεταβάλ- λουν µεν την υφιστάµενη δοµή της, επιχειρούν όµως την απλοποίηση και ε- πιτάχυνσή της.

Ειδικότερα, τροποποιούνται: α. διατάξεις του Πρώτου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί κήρυ- ξης της πτώχευσης και, συγκεκριµένως, µεταξύ άλλων, ανακαθορίζονται οι προϋποθέσεις κήρυξης της πτώχευσης από το αρµόδιο δικαστήριο, η διαδι- κασία κατάθεσης της αίτησης πτώχευσης και ζητήµατα δηµοσιότητας της α- πόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου (άρθρο 1). Ιδίως, διά της πρόβλεψης ότι λόγο πτώχευσης αποτελεί και η «πιθανότητα αφερεγγυότητας», όταν την κήρυξη της πτώχευσης, ζητεί ο οφειλέτης, υπό την προϋπόθεση ότι υ- ποβάλλεται ταυτοχρόνως αίτηση-πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης, ενερ- γοποιείται η δυνατότητα αναδιοργάνωσης επιχείρησης εντός πτώχευσης. Δυνατότητα που έχει τύχει ελάχιστης εφαρµογής από της θέσπισής της µε τον ΠτΚ το 2007.

 β. Διατάξεις του Δεύτερου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί συ- νεπειών της πτώχευσης. Μεταξύ άλλων, ορίζεται, ως χρονική αφετηρία της κήρυξης της πτώχευσης, η έναρξη της ηµέρας κατά την οποία δηµοσιεύεται η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στο ακροατήριο, οριοθετείται το κα- θεστώς της διοίκησης από τον οφειλέτη της πτωχευτικής περιουσίας, σε πε- ρίπτωση κατά την οποία του ανατεθεί αυτή (η διοίκηση) από το πτωχευτικό δικαστήριο, και διευρύνεται (ως προς τους οφειλέτες που είναι νοµικά πρό- σωπα) το πεδίο εφαρµογής του άρθρου 43 του Πτωχευτικού Κώδικα περί δυ- νητικής ανάκλησης πράξεων που έγιναν µετά την παύση των πληρωµών και πριν από την κήρυξη της πτώχευσης (άρθρο 2).

γ. Διατάξεις του Τρίτου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί οργά- νων της πτώχευσης. Μεταξύ άλλων, καταργείται η επιτροπή των πιστωτών ως όργανο της πτώχευσης, ανακαθορίζονται οι λόγοι αναίρεσης κατά από- φασης του πτωχευτικού δικαστηρίου, ορίζεται ότι ο εισηγητής µπορεί να α- ναθέτει σε ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους του Σώµατος Δίωξης Οικονο- µικού Εγκλήµατος ή σε άλλα ελεγκτικά διοικητικά όργανα τη διενέργεια συ- γκεκριµένων ανακριτικών πράξεων, ρυθµίζονται εκ νέου ζητήµατα διορι- σµού, αντικατάστασης, ευθύνης και αντιµισθίας συνδίκου, διευρύνονται οι αρµοδιότητες του εισηγητή δικαστή της πτώχευσης, και συντέµνονται προ- θεσµίες της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 3).

δ. Διατάξεις του Τέταρτου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί εξέ- λεγξης των πιστώσεων. Μεταξύ άλλων, ρυθµίζονται εκ νέου δικονοµικά ζη- τήµατα για την άσκηση ανακοπής από πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την α- 2 παίτηση τους εντός της νόµιµης προθεσµίας, ώστε να µετάσχουν στην επα- λήθευση, και για την άσκηση αντιρρήσεων κατά της διαδικασίας επαλήθευ- σης των απαιτήσεων, ορίζεται δε ότι η προθεσµία της αναγγελίας των απαι- τήσεων των πιστωτών αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστηµα από 1ης ως 31ης Αυγούστου (άρθρο 4).

 ε. Διατάξεις του Πέµπτου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, που περιέ- χει ειδικές διατάξεις για τα νοµικά πρόσωπα. Στο πλαίσιο αυτό, ανακαθορί- ζονται ζητήµατα σχετικά µε την αστική ευθύνη διοικητών κεφαλαιουχικών ε- ταιρειών (άρθρο 5).

 στ. Διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί της προ πτώχευσης διαδικασίας. Στο πεδίο αυτό εισάγονται ριζικές µεταβολές. Ιδίως καταργείται η διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης (ισχύει όµως η παρόµοια διαδικασία ειδικής διαχείρισης του άρθρου 68 του ν. 4307/2014), και καθιε- ρώνεται, το πρώτον, η δυνατότητα επικύρωσης συµφωνίας εξυγίανσης, χω- ρίς τη συναίνεση του οφειλέτη (άρθρο 6).

ζ. Διατάξεις του Έβδοµου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί σχε- δίου αναδιοργάνωσης. Μεταξύ άλλων, καταργείται το δικαίωµα του συνδί- κου να υποβάλλει πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης, παρέχεται το εν λόγω δικαίωµα στους πιστωτές, υπό τις οριζόµενες προϋποθέσεις, ανακαθορίζε- ται το ελάχιστο περιεχόµενο του σχεδίου αναδιοργάνωσης, και καταργείται το στάδιο της προεξέτασης του σχεδίου από το πτωχευτικό δικαστήριο (άρ- θρο 7).

η. Διατάξεις του Όγδοου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί εκκα- θάρισης της περιουσίας του οφειλέτη και διανοµής του εκπλειστηριάσµα- τος. Μεταξύ άλλων, ρυθµίζονται ζητήµατα σχετικά µε την εκτίµηση της α- ξίας της ακίνητης περιουσίας της επιχείρησης του οφειλέτη και εισάγονται ρυθµίσεις, ιδίως, κατ’ αναφορά προς τη διεύρυνση των αρµοδιοτήτων του ει- σηγητή δικαστή της πτώχευσης, την κατάργηση της δυνατότητας άσκησης ορισµένων ενδίκων µέσων και τη σύντµηση προθεσµιών, προς τον σκοπό της επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 8).

 θ. Διατάξεις του Ένατου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί απλο- ποιηµένης διαδικασίας επί πτωχεύσεων µικρού αντικειµένου (άρθρο 9), κα- θώς και διατάξεις του Δέκατου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί περάτωσης της πτώχευσης (άρθρο 10).

 ι. Διατάξεις του Ενδέκατου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί α- ποκατάστασης του οφειλέτη, το οποίο προτείνεται να µετονοµασθεί σε «Κε- φάλαιο Ενδέκατο – Η απαλλαγή του οφειλέτη φυσικού προσώπου». Σηµα- ντικές είναι οι νέες διατάξεις περί πτωχευτικής απαλλαγής, καθώς παρέχε- ται η δυνατότητα αποκατάστασης φυσικών προσώπων σε συντοµότερο χρο- 3 νικό διάστηµα εν σχέσει προς το ισχύον δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, το συγ- γνωστό του οφειλέτη φυσικού προσώπου παραµένει η αναγκαία, αλλά και η µόνη πλέον προϋπόθεση, υπό τους όρους που ορίζονται ειδικώς, για την α- παλλαγή του (άρθρο 11).

ια. Διατάξεις του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, περί ποινικών διατάξεων (άρθρο 12), και εισάγονται µεταβατικές διατάξεις, όπως και ειδικές ρυθµίσεις για την εν γένει έναρξη ισχύος των προτεινόµενων τροποποιήσεων του Πτωχευτικού Κώδικα καθώς και ειδικότερα ορισµένων επιµέρους διατάξεών του (άρθρο 13).

Το Μέρος Δεύτερο (άρθρα 14 έως 32) διαιρείται σε τρία κεφάλαια και πε- ριλαµβάνει διατάξεις δικονοµίας τόσο των ακυρωτικών διοικητικών διαφο- ρών (π.δ. 18/1989), όσο και των διοικητικών διαφορών ουσίας (Κώδικας Διοι- κητικής Δικονοµίας – ν. 2717/1999, εφεξής ΚΔιΔικ).

 Ειδικότερα, καταργείται η δυνατότητα δηµόσιου υπαλλήλου να υπογράφει ο ίδιος το δικόγραφο προ- σφυγής του ενώπιον του αρµόδιου διοικητικού δικαστηρίου, δύναται να επι- βάλλεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αυξηµένη δικαστική δαπάνη στον ηττηµένο διάδικο, λόγω υπερβολικής, ενόψει των ζητηµάτων που τίθενται µε το δικόγραφο, έκτασής του (άρθρο 14), επεκτείνεται στην υπαλληλική προσφυγή η «αποδεδειγµένη πλήρης γνώση» (και «των αιτιολογιών», ΣτΕ 7µ 4648/1997) της προσβαλλόµενης πράξης, ως αφετηρία της εξηκονθήµε- ρης προθεσµίας άσκησης της προσφυγής (βλ. και άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, για την αίτηση ακυρώσεως) και παρέχεται δυνατότητα κάλυψης προϋπόθεσης του παραδεκτού αίτησης αναιρέσεως ή έφεσης ενώπιον του ΣτΕ, µέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρο 15).

Εξ άλλου, επε- κτείνεται στο ΣτΕ η «αίτηση επανάληψης της διαδικασίας», ως έκτακτο έν- δικο βοήθηµα ενώπιον του δικαστικού σχηµατισµού του ΣτΕ που εξέδωσε α- πόφαση «για την οποία κρίθηκε µε απόφαση του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου [Ε.Δ.Δ.Α.] ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δι- καιώµατος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύµβασης» (άρθρο 16).

Το εν λόγω βοή- θηµα έχει εισαχθεί στη δικονοµία των διοικητικών διαφορών ουσίας (άρθρο 105Α ΚΔιΔικ) µε το άρθρο 23 του ν. 3900/2010 και έχει ήδη τύχει εφαρµογής ενώπιον του ΣτΕ κατ’ αναλογία αρχής δικαίου (ΣτΕ 1992-1993/2016).

Περαιτέρω, διευρύνεται το πεδίο της δέσµευσης των διοικητικών δικαστη- ρίων από αµετάκλητες αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, κατά σύγκλιση προς τη νοµολογία του Ε.Δ.Δ.Α. (άρθρο 17), υπάγονται στην καθ’ ύλην αρ- µοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών διοικητικού πρωτοδικείου διαφορές α- πό «προληπτικά ή διασφαλιστικά του δηµοσίου συµφέροντος µέτρα άµεσου και επείγοντος χαρακτήρα», που λαµβάνει η φορολογική αρχή (άρθρο 46 4 παρ. 5 και 6 Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας – ν. 4174/2013), ως προς τις οποίες καταργείται η υποχρέωση προηγούµενης άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής (άρθρο 18), εναρµονίζονται οι διατάξεις του ΚΔιΔικ για την εξαί- ρεση δικαστή, προς τις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονο- µίας (άρθρο 19), διευρύνεται η δυνατότητα των ιδιωτών διαδίκων να διενερ- γούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση των υπο- θέσεων, χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο (άρθρο 20), καταργείται, στις φορο- λογικές και τελωνειακές διαφορές, η υποχρέωση του προσφεύγοντος να ε- πιδίδει επικυρωµένο αντίγραφο του δικογράφου της προσφυγής, στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόµενη πράξη (άρθρο 21), θεσπίζεται διαδικασία «ενδοδικαστικής συµβιβαστικής» επίλυσης, σε συµβούλιο, διαφορών από δι- οικητικές συµβάσεις, αρµοδιότητας διοικητικού εφετείου (άρθρο 23), καθώς και «εισηγητής δικαστής» στις διοικητικές διαφορές ουσίας, πλην αυτών που εισάγονται µε το ένδικο βοήθηµα της αγωγής, ο οποίος συντάσσει συ- νοπτική έκθεση µόνον όταν «ανακύπτουν ζητήµατα που ερευνώνται αυτε- παγγέλτως» και µόνο για τα ζητήµατα αυτά (άρθρο 24).

 Επίσης, αρµόδιος να ερευνά το δικαιολογηµένο της καθυστέρησης δηµοσίευσης απόφασης, πέ- ραν του οκταµήνου από τη συζήτηση της υπόθεσης ουσίας, καθίσταται ο Γε- νικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (άρ- θρο 26), αντικαθίστανται οι αυστηρές προϋποθέσεις παροχής προσωρινής προστασίας στις φορολογικές, τελωνειακές και χρηµατικές διαφορές, µε τη δυνατότητα του δικαστηρίου να περιορίζει το αποτέλεσµα της αναστολής της εκτέλεσης της προσβαλλόµενης πράξης και, σε περίπτωση χορήγησης αναστολής, προβλέπεται υποχρεωτικός ορισµός σύντοµης δικασίµου (άρ- θρο 27), ρυθµίζεται εκ νέου το ευεργέτηµα της πενίας (άρθρο 28), επιταχύ- νεται η εκδίκαση υποθέσεων που εκκρεµούν πριν από το 2013 (άρθρο 30) και µετατρέπονται κενές οργανικές θέσεις του Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων σε θέσεις άλλων κλάδων δικαστικών υπαλλήλων (άρθρο 31).

Το Μέρος Τρίτο (άρθρα 33 έως 45) διαιρείται σε τρία κεφάλαια και περι- λαµβάνει ρυθµίσεις για τα δικαστικά παράβολα, τέλη και έξοδα. Ειδικότερα, προτείνεται κατάργηση του δικαστικού ενσήµου στις αναγνωριστικές αγω- γές, ακόµα και κατά µετατροπή του αρχικού καταψηφιστικού αιτήµατος σε αναγνωριστικό, µετά την έναρξη ισχύος του υπό ψήφιση νοµοσχεδίου (άρ- θρο 33), αναπροσαρµογή των παραβόλων που συνοδεύουν την κατάθεση ενδίκων βοηθηµάτων και µέσων ενώπιον των δικαστηρίων όλων των δικαιο- δοτικών κλάδων και, ιδίως, εισάγεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση ανα- βολής συζήτησης υπόθεσης, που ζήτησε διάδικος, «πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων», η κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδό- τησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) (άρθρα 35-40).

 5 Με τις διατάξεις του Μέρους Τέταρτου (άρθρα 46 έως 56Α), µεταξύ άλ- λων, καταργείται το «Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου» (Ι.Κ.Δ.), ν.π.δ.δ. του ν. 1999/1991, και ορίζεται, ως φορέας εκπλήρωσης των σκοπών του και καθο- λικός του διάδοχος, ο Δικηγορικός Σύλλογος Χανίων (άρθρο 46), αποσαφη- νίζεται ότι «Δεν επιτρέπεται µετάθεση συµβολαιογράφου εντός της ίδιας ει- ρηνοδικειακής περιφέρειας» (άρθρο 49), προβλέπεται ο ορισµός δικηγόρων, αντί δικαστικών λειτουργών, ως δικαστικών αντιπροσώπων στις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των µελών των οργάνων διοίκησης ν.π.ι.δ. (άρθρο 52), δι- ευρύνονται οι αρµοδιότητες και η οργανωτική δοµή της Γενικής Γραµµατεί- ας για την Καταπολέµηση της Διαφθοράς (ΓΕ.Γ.ΚΑ.Δ.) του ν. 4320/2015 (άρ- θρο 54) και εισάγεται δεκαετής παραγραφή της αξίωσης αναπλήρωσης δια- χειριστικού ελλείµµατος καταλογιστέου σε δηµόσιο υπόλογο (άρθρο 56Α).

 Το Μέρος Πέµπτο του νοµοσχεδίου (άρθρα 57 έως 112) διαιρείται σε τέσ- σερα κεφάλαια και περιλαµβάνει ρυθµίσεις θεµάτων αρµοδιότητας του Υ- πουργείου Οικονοµικών.

Το πρώτο κεφάλαιο (άρθρα 57 έως 61), υπό τον τίτλο «Οικειοθελής απο- κάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών», περιλαµβάνει ρυθµίσεις για την υποβολή αρχικών ή τροποποιητικών φορολογικών δηλώσεων για τις οποίες η προθεσµία αρχικής υποβολής είχε λήξει πριν από την 30.9.2016, µε µειωµένους συντελεστές πρόσθετου φόρου.

 Ειδικότερα, ορίζεται το είδος των δηλώσεων που µπορούν να υποβληθούν, οι προϋποθέσεις και η διαδικα- σία υποβολής τους, καθώς και ο τρόπος προσδιορισµού του µειωµένου πρό- σθετου φόρου (άρθρο 57), προβλέπεται ότι στη ρύθµιση µπορεί να υπαχθούν και φορολογούµενοι που βρίσκονται σε διαδικασία ελέγχου (άρθρο 58), ορί- ζονται τα ευεργετήµατα από την υπαγωγή στη ρύθµιση (άρθρο 59) και οι ε- ξαιρέσεις από αυτή (άρθρο 60), και ρυθµίζονται λοιπά ζητήµατα (άρθρο 61).

Το δεύτερο κεφάλαιο (άρθρα 62 έως 75) διαρθρώνεται σε δύο τµήµατα.

Το τµήµα Α΄ (άρθρα 62 έως 67) περιλαµβάνει ρυθµίσεις σχετικές µε την προώ- θηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Συγκεκριµένως, δίδονται οι αναγκαίοι ορισµοί (άρθρο 62), θεσπίζεται γενική υποχρέωση των δικαιούχων πληρω- µής, στο πλαίσιο των συναλλαγών τους µε καταναλωτές, να αποδέχονται µέσα πληρωµής µε κάρτα για την ολοκλήρωση των πράξεων πληρωµής (άρ- θρο 65), ορίζεται ότι οι ρυθµίσεις του τµήµατος αυτού εφαρµόζονται επί πράξεων πληρωµής µε κάρτα και µέσων πληρωµής µε κάρτα που έχουν εκ- δοθεί από τετραµερές σύστηµα πληρωµής, καθώς και επί ηλεκτρονικών πλη- ρωµών εν γένει, όταν ο πληρωτής ενεργεί στο πλαίσιο της συναλλαγής µε την ιδιότητα του καταναλωτή (άρθρο 63) και προβλέπονται οι σχετικές εξαι- ρέσεις (άρθρο 64).

Επίσης, θεσπίζεται υποχρέωση ενηµέρωσης των κατανα- λωτών, καθώς και οι σχετικές κυρώσεις και η διαδικασία επιβολής τους σε 6 περίπτωση παράβασης (άρθρο 66), όπως και υποχρέωση γνωστοποίησης α- πό τους παρόχους υπηρεσιών πληρωµών προς τη Γενική Γραµµατεία Εµπο- ρίου και Προστασίας Καταναλωτή (άρθρο 67).

Το τµήµα Β΄ (άρθρα 68 έως 75) περιλαµβάνει φορολογικές και λοιπές ρυθµίσεις για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και για την «καταπολέµηση της απόκρυψης εσό- δων».

Ειδικότερα, προβλέπεται η µείωση του φόρου εισοδήµατος αναλόγως της αξίας των συναλλαγών που πραγµατοποιούνται µε ηλεκτρονικά µέσα πληρωµής εν σχέσει προς το φορολογητέο εισόδηµα από µισθωτή εργασία και συντάξεις (άρθρο 68), τροποποιούνται οι διατάξεις του ν. 3842/2010 και ορίζεται ότι φορολογικά στοιχεία αξίας πε¬ντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώ¬ληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, δεν ε- πιτρέπεται να εξοφλούνται µε µετρητά (άρθρο 69), ορίζεται ότι συναλλαγές που πραγµατοποιούνται µε τη χρήση ηλεκτρονικών µέσων πληρωµής λαµ- βάνονται υπόψη για τη συµµετοχή σε πρόγραµµα δηµοσίων κληρώσεων (άρ- θρο 70), τροποποιούνται οι ρυθµίσεις για το «Σύστηµα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασµών και Λογαριασµών Πληρωµών» µε σκοπό τη διευκόλυνση της διαβίβασης των αιτηµάτων παροχής πληροφοριών των ελεγκτικών υπηρε- σιών προς πιστωτικά ιδρύµατα, ιδρύµατα πληρωµών και ηλεκτρονικού χρή- µατος, καθώς και προς παρόχους υπηρεσιών πληρωµών που αποδέχονται συναλλαγές καρτών πληρωµών (άρθρο 71), επέρχονται συναφείς τροποποι- ήσεις στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος (ν. 4172/2013) (άρθρο 72), στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) (άρθρο 73) και στη λο- γιστική νοµοθεσία (ν. 4308/2014) (άρθρο 74), και θεσπίζονται εξουσιοδοτι- κές διατάξεις (άρθρο 75).

 Το τρίτο κεφάλαιο (άρθρα 76 έως 97) περιλαµβάνει ρυθµίσεις για τον έ- λεγχο, την εκκαθάριση και την πληρωµή δαπανών του Δηµοσίου. Συγκεκρι- µένως, προσδιορίζεται το περιεχόµενο και ο σκοπός του ελέγχου των δαπα- νών του Δηµοσίου που προβλέπεται από τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 91 του ν. 4270/2014 (άρθρο 76), η διαδικασία εκκαθάρισης των δαπανών (άρθρο 77), η διαδικασία και το περιεχόµενο των Χρηµατικών Ενταλµάτων (άρθρο 78), η διαδικασία αποστολής τους στο Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 79), η δια- δικασία ακύρωσης (άρθρο 80) και εξόφλησής τους (άρθρο 81), ορίζεται η διαδικασία έκδοσης και θεώρησης (άρθρο 82), καθώς και ανάκλησης Επιτρο- πικών Ενταλµάτων (άρθρο 84), η διαδικασία πληρωµής δαπανών που διε- νεργούνται µε εντολή δευτερεύοντα διατάκτη (άρθρο 83), καθορίζονται τα βιβλία που τηρούν οι οικονοµικές υπηρεσίες των φορέων µέσω του Ολοκλη- ρωµένου Πληροφοριακού Σύστηµατος Δηµοσιονοµικής Πολιτικής (ΟΠΣΔΠ) (άρθρο 85), και ορίζονται τα αρµόδια όργανα για τον έλεγχο, την εκκαθάρι- ση και την ενταλµατοποίηση των δαπανών, την τήρηση των βιβλίων, καθώς 7 και το µέτρο της ευθύνης τους (άρθρο 86). Περαιτέρω, ορίζεται η έννοια και το αντικείµενο του επιτόπιου ελέγχου (άρθρο 87), η διαδικασία ανάθεσής του και τα αρµόδια όργανα για τη διενέργειά του (άρθρο 88) και η σύνταξη σχετικής έκθεσης ελέγχου (άρθρο 89).

 Επίσης, θεσπίζονται ειδικές διατά- ξεις για το Υπουργείο Εξωτερικών (άρθρο 90), µεταβατικές (άρθρο 91) και καταργούµενες (π.δ. 151/1998 και 155/2013) διατάξεις (άρθρο 92), διατάξεις για την αναδιοργάνωση των Αποκεντρωµένων Διοικήσεων (άρθρο 93), ρυθ- µίζονται ζητήµατα που αφορούν στο κλείσιµο του οικονοµικού έτους 2016 (άρθρο 94), στην πληρωµή αποδοχών των ετών 2016 και 2017 (άρθρο 95) και στις αρµοδιότητες των διατακτών που εδρεύουν σε έδρα περιφέρειας ως προς πιστώσεις που αφορούν λοιπούς νοµούς οι οποίοι ανήκουν στα γεω- γραφικά όρια της οικείας περιφέρειας (άρθρο 96), καθώς και η έναρξη ι- σχύος των ρυθµίσεων του κεφαλαίου αυτού (άρθρο 97).

Το τέταρτο κεφάλαιο (άρθρα 98 έως 112) περιλαµβάνει ρυθµίσεις φορο- λογικών και τελωνειακών θεµάτων, καθώς και λοιπών θεµάτων αρµοδιότη- τας του Υπουργείου Οικονοµικών.

Ειδικότερα, προβλέπεται η παράταση των προθεσµιών παραγραφής του δικαιώµατος Δηµοσίου για την έκδοση πράξε- ων προσδιορισµού φόρων και επιβολής προστίµων (άρθρο 98), τροποποιού- νται ρυθµίσεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 99), του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος (άρθρα 100 και 101), του Κώδικα Φόρου Προστι- θέµενης Αξίας (ν. 2859/2000) (άρθρο 102), του Ειδικού Φόρου Ακινήτων (ν. 3091/2002) (άρθρο 103), του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001) (άρθρα 104 και 105) και του ν. 2969/2001 «Αιθυλική αλκοόλη και αλκοολού- χα προϊόντα» (άρθρο 108), και ρυθµίζονται οργανωτικά ζητήµατα της Γενι- κής Γραµµατείας Δηµοσίων Εσόδων, της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµοσίων Ε- σόδων (άρθρο 106) και του Συντονιστικού Επιχειρησιακού Κέντρου για την αντιµετώπιση του λαθρεµπορίου σε προϊόντα που υπόκεινται σε Ειδικό Φό- ρο Κατανάλωσης (άρθρο 107), καθώς και ζητήµατα του ειδικού επιστηµονι- κού προσωπικού του ΟΔΔΗΧ (άρθρο 109).

 Επίσης, προβλέπεται η χορήγηση άδειας καζίνο στο πρώην Διεθνές Αεροδρόµιο του Ελληνικού µέσω διε- θνούς πλειοδοτικού διαγωνισµού (άρθρο 110), καθώς και η εφαρµογή των διατάξεων του ν. 2322/1995 ως προς την παροχή της εγγύησης του Ελληνι- κού Δηµοσίου προκειµένου περί χορήγησης δανείων και πιστώσεων προς Δηµόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισµούς του κεφαλαίου Α` του ν. 3429/2005 (άρθρο 111), και θεσπίζονται όροι και προϋποθέσεις, καθώς και φορολογικές ρυθµίσεις για τη βραχυπρόθεσµη µίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της «οικο- νοµίας του διαµοιρασµού» (άρθρο 112).


 Το Μέρος Έκτο του νοµοσχεδίου (άρθρα 113 έως 116) περιλαµβάνει ρυθ- µίσεις αρµοδιότητας άλλων υπουργείων και, συγκεκριµένως, του Υπουργεί- 8 ου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (άρθρο 113), του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων (άρθρο 114), και του Υπουργείου Οικονοµίας και Ανάπτυξης (άρθρο 115). Τέλος, µε το άρθρο 116 καθορίζεται η έναρξη ισχύος του υπό ψήφιση νοµοθετήµατος. II. Παρατηρήσεις επί των άρθρων 1. Επί του τίτλου του νοµοσχεδίου Επισηµαίνεται ότι, ενώ στον τίτλο του νοµοσχεδίου γίνεται αναφορά σε «Οικειοθελή αποκάλυψη αδήλωτων εισοδηµάτων», ο τίτλος των αντίστοι- χων ρυθµίσεων του νοµοσχεδίου (Μέρος Πέµπτο, κεφάλαιο Α΄) φέρει τον, νοµικώς ακριβέστερο, τίτλο «Οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών».

2. Επί του άρθρου 1 παρ. 1 Η προτεινόµενη διάταξη τροποποιεί το άρθρο 3 του ΠτΚ προσθέτοντας παραγράφους 3 και 4 στην υφιστάµενη ρύθµιση. Με την εισαγόµενη παρά- γραφο 3 παρέχεται δυνατότητα στον οφειλέτη να ζητήσει να κηρυχθεί σε πτώχευση µε αίτησή του που συνοδεύεται από πρόταση σχεδίου αναδιοργά- νωσης. Λόγος κήρυξης της πτώχευσης, στην περίπτωση αυτή, αποτελεί η «πιθανότητα αφερεγγυότητας». Συµφώνως προς την παράγραφο 1 του άρθρου 3 ΠτΚ, λόγος κήρυξης πτώ- χευσης αποτελεί η γενική και µόνιµη αδυναµία του οφειλέτη να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσµες χρηµατικές υποχρεώσεις του (παύση πληρωµών), ενώ ο νόµος δεν ορίζει την έννοια της «αφερεγγυότητας».

Περαιτέρω, η παρά- γραφος 2 του αυτού άρθρου 3 ΠτΚ παρέχει την δυνατότητα κήρυξης οφει- λέτη σε πτώχευση, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση υποβάλλεται από αυ- τόν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο επαπειλείται η ανωτέρω αδυναµία εκ- πλήρωσης των ληξιπρόθεσµων χρηµατικών υποχρεώσεών του. Εν προκει- µένω δύναται να γεννηθεί προβληµατισµός, ως προς το κατά πόσον η έν- νοια της «αφερεγγυότητας» έχει την ίδια σηµασία µε την «παύση πληρω- µών», ενώ ερµηνευτικές δυσχέρειες είναι πιθανόν να προκύψουν από τη διάκριση µεταξύ «πιθανής αφερεγγυότητας» και «επαπειλούµενης αδυνα- µίας εκπλήρωσης».

3. Επί του άρθρου 6 παρ. 3 Με την προτεινόµενη ρύθµιση αντικαθίσταται το άρθρο 101 του ΠτΚ και, µεταξύ άλλων, εισάγεται διαδικασία διορισµού ειδικού εντολοδόχου για την 9 έγκριση στη γενική συνέλευση των µετόχων (ή εταίρων, κατά περίπτωση) α- ποφάσεων που απαιτούνται για την εφαρµογή συµφωνίας εξυγίανσης που έχει επικυρωθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο.


 Η διάταξη τροποποιεί και τον τρόπο διεξαγωγής της γενικής συνέλευσης, καθώς οι µέτοχοι καλού- νται σε δήλωση πρόθεσης ως προς την ψήφο τους στις σχετικές αποφάσεις, ο δε ειδικός εντολοδόχος ασκεί τόσα δικαιώµατα ψήφου όσα απαιτούνται για τη διασφάλιση τόσο απαρτίας όσο και της απαιτούµενης (συνήθως ενι- σχυµένης) πλειοψηφίας.

Ο ειδικός εντολοδόχος διορίζεται από το δικαστήριο της επικύρωσης της συµφωνίας εξυγίανσης, εφόσον ο οφειλέτης είναι σε παύση πληρωµών, και πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση εκκαθάρισης, οι µέτοχοι ή εταίροι δεν θα λάβουν µέρος στο προϊόν εκκαθάρισης.

Ειδικότερα, συµφώνως προς τη νέα παράγραφο 3 του άρθρου 101 ΠτΚ, όπως αντικαθίσταται, «αν ένας ή περισ- σότεροι µέτοχοι ή εταίροι Ε.Π.Ε. δηλώνουν ότι δεν θα παραστούν στη σχε- τική συνέλευση ή δεν θα υπερψηφίσουν την αντίστοιχη απόφαση, καθώς και όταν δεν παραστούν ή δεν υπερψηφίσουν την απόφαση σε συνέλευση που έχει λάβει χώρα και έχει συγκληθεί ή πρόκειται να συγκληθεί νέα συνέλευ- ση µε τα ίδια θέµατα, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται, αν κρίνει ότι η άρ- νηση είναι καταχρηστική (…) να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, που θα δύναται να συγκαλέσει γενική συνέλευση και να ασκήσει το δικαίωµα παράστασης και ψήφου αντί των µετόχων ή των εταίρων αυτών» .


 Η ρύθµιση αναµένεται να τύχει εφαρµογής ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η συµφωνία εξυγίανσης προβλέπει αύξηση ή µείωση του εταιρικού κεφαλαίου. Εντούτοις, στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν να δηµιουργη- θεί προβληµατισµός ως προς το κατά πόσον η εισαγόµενη ρύθµιση, που προβλέπει διορισµό «ειδικού εντολοδόχου» από το δικαστήριο, εναρµονίζε- ται προς τις διατάξεις τις Δεύτερης Εταιρικής Οδηγίας (Οδηγία 77/91/ΕΟΚ), όπως οι διατάξεις αυτές έχουν ερµηνευθεί από το ΔΕΕ σε σειρά αποφάσε- ών του [βλ., α. ά., τις αποφάσεις στις υποθέσεις C-19/90 και C-20/90 (Κα- ρέλλα), C-381/89 (Σύνδεσµος Μελών της Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλη- σίας) και C-441/93 (Παφίτης)].

Συµφώνως προς τη νοµολογία αυτή, οι δια- τάξεις της Οδηγίας, συµπεριλαµβανοµένου του άρθρου 25 αυτής που απαι- τεί απόφαση της γενικής συνέλευσης για µεταρρύθµιση του κεφαλαίου της εταιρείας, συνεχίζουν να έχουν εφαρµογή στο καθεστώς εξυγίανσης το ο- ποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση της επιβίωσης της εταιρείας.

Περαιτέρω, στις ίδιες αποφάσεις το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν επιτρέπεται παρέκ- κλιση από τους ανωτέρω κανόνες λόγω εφαρµογής κανόνα εθνικού δικαίου που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώµατος. Εντούτοις, µε την εισαγόµενη ρύθµιση παρακάµπτεται κατ’ ουσίαν η γενική συνέλευση, καθώς δεν υφίστα- 10 ται δυνατότητα καταψήφισης της προτεινόµενης µεταβολής του κεφαλαίου, της αρνήσεως των διαφωνούντων µετόχων να ψηφίσουν την προτεινόµενη απόφαση θεωρούµενης ως καταχρηστικής, εφόσον αυτή δεν θίγει την αξία της συµµετοχής τους στην εταιρεία.

4. Επί του άρθρου 6 παρ. 6 Με την προτεινόµενη ρύθµιση αντικαθίσταται το άρθρο 104 του ΠτΚ. Η παράγραφος 1 του νέου άρθρου 104 προβλέπει τη σύναψη συµφωνίας εξυ- γίανσης µόνο από πιστωτές, δηλαδή χωρίς τη σύµπραξη του οφειλέτη.

Συ- νεπώς προς την προσέγγιση αυτή, το νέο άρθρο 106β (παράγραφος 11 του άρθρου 6 του νοµοσχεδίου) προβλέπει την επικύρωση συµφωνίας εξυγίαν- σης στην οποία δεν συµµετέχει ο οφειλέτης, ενώ, συµφώνως προς το εδά- φιο ε΄ της παραγράφου 2 του νέου άρθρου 106β, αρνητική παρέµβαση του οφειλέτη στην εκδίκαση της αίτησης επικύρωσης συµφωνίας εξυγίανσης στην οποία δεν συµµετέχει, δεν εµποδίζει την επικύρωση, εάν προκύπτει, ι- δίως από την έκθεση του πραγµατογνώµονα, ότι η συµφωνία δεν επηρεάζει αρνητικά τη νοµική και οικονοµική του κατάσταση.

Προκύπτει, εποµένως, δυνατότητα επιβολής σχεδίου εξυγίανσης, συµπε- ριλαµβανοµένης και της υποχρέωσης τήρησης επιχειρηµατικού σχεδίου για την συνολική διάρκεια της εφαρµογής της σχετικής συµφωνίας, χωρίς την σύµπραξη οποιουδήποτε εταιρικού οργάνου, µε µόνη τη συµφωνία της αυ- ξηµένης κατά τα προβλεπόµενα πλειοψηφίας των πιστωτών. Εν προκειµένω είναι δυνατόν να δηµιουργηθεί προβληµατισµός ως προς το κατά πόσον η εισαγόµενη ρύθµιση, η οποία επιτρέπει µείζονα παρέµβαση στη λειτουργία της εταιρείας, εναρµονίζεται προς τις διατάξεις της Δεύτερης Εταιρικής Ο- δηγίας, όπως αυτή ερµηνεύθηκε από το ΔΕΚ στις προαναφερθείσεις απο- φάσεις.


 5. Επί του άρθρου 11 Με την προτεινόµενη ρύθµιση αντικαθίσταται το ενδέκατο κεφάλαιο του ΠτΚ που ρυθµίζει την απαλλαγή του οφειλέτη, φυσικού προσώπου. Συµφώ- νως προς το νέο άρθρο 169, η απαλλαγή του οφειλέτη αποφασίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του φυσικού προσώπου, εφόσον αυτός έχει κριθεί συγγνωστός. Συµφώνως προς το νέο άρθρο 168, η αίτηση για την κήρυξη πτωχού ως συγγνωστού υποβάλλεται «µετά την παρέλευση δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, άλλως µέχρι την περάτωσή της, αν αυτή επέρχεται ενωρίτερα».

Συναφώς πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ρύθµιση αυτή δεν φαίνεται να συ- νάδει µε τη Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 12.3.2014 «για µια νέα 11 προσέγγιση για την επιχειρηµατική αποτυχία και την αφερεγγυότητα». Συµ- φώνως προς τις παραγράφους 31 και 31 της Σύστασης, οι πτωχεύσαντες ε- πιχειρηµατίες πρέπει να απαλλάσσονται από τα χρέη τους το πολύ εντός τριετίας από την κήρυξη της πτώχευσης, χωρίς να απαιτείται καταρχήν η εκ νέου προσφυγή τους σε δικαστήριο.

Σηµειώνεται ότι η αυτόµατη απαλλαγή του οφειλέτη εντός τριετίας περιλαµβάνεται και στην πρόσφατη πρόταση Ο- δηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 21.11.2016 (βλ. συναφώς την Πρότα- ση Οδηγίας της ΕΕ «on preventive restructuring frameworks, second chance and measures to increase the efficiency of restructuring, insolvency and discharge procedures and amending Directive 2012/30/EU, Στρασβούργο 22/11/2016 COM(2016) 723 final, άρθρο 20).

6. Επί του άρθρου 14 παρ. 1 Με την προτεινόµενη διάταξη επεκτείνεται στην υπαλληλική προσφυγή η υποχρεωτική υπογραφή του δικογράφου από δικηγόρο, που ισχύει για τα δι- κόγραφα της αίτησης ακυρώσεως και της αίτησης αναιρέσεως (άρθρο 17 του π.δ. 18/1989).

Συναφώς έχει κριθεί ότι «διατάξεις που επιβάλλουν την υποχρεωτική (επί ποινή απαραδέκτου) υπογραφή [δικογράφου] από δικηγόρο, καθώς και την αντίστοιχη υποχρεωτική δια δικηγόρου παράσταση του διαδίκου κατά τη συ- ζήτηση (…) αποσκοπούν στο να τίθενται µε πρόσφορο τρόπο υπόψη του δι- καστηρίου τα νοµικά ζητήµατα που αποτελούν το αντικείµενο της δίκης, προς το συµφέρον τόσο των ίδιων των διαδίκων όσο και της εν γένει απο- νοµής της δικαιοσύνης.

Υπό τα δεδοµένα αυτά, οι ανωτέρω ρυθµίσεις δεν α- ντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, µε το οποίο κατοχυρώνε- ται το ατοµικό δικαίωµα παροχής έννοµης προστασίας, ούτε στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για την προάσπιση των δικαιωµάτων του ανθρώ- που και των θεµελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε µε το ν.δ. 53/1974 (πρβ. ΕΔΔΑ G.L &S.L. κατά Γαλλίας, 6.3.2003).

Τούτο δε, διότι από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται στον κοινό νοµοθέτη να υπάγει την άσκηση του εν λόγω δικαιώµατος σε περιορισµούς που, όπως οι ανωτέρω, συνάπτονται µε την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν αναιρούν την ουσία του δικαι- ώµατος (βλ. ΣτΕ 933/1991 επταµελούς, 303/2004, 2718/2008). Εξ άλλου, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 4 και 26 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγµατος που καθιερώνει την υ- ποχρέωση σεβασµού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου εκ µέρους της Πολιτείας (Σ.Ε. 2718/2008)» (ΣτΕ Ολ 2718/2009). 12

7. Επί του άρθρου 15 παρ. 2 Κατά το π.δ. 18/1989, όπως έχει τροποποιηθεί µε τον ν. 3900/2010, τόσο η έφεση, στις ακυρωτικές διοικητικές διαφορές, όσο και η αίτηση αναιρέσεως, στις διαφορές ουσίας, ενώπιον του ΣτΕ, επιτρέπονται, «µόνον όταν προ- βάλλεται από τον διάδικο, µε συγκεκριµένους ισχυρισµούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλοµένης αποφάσεως προς τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστη- ρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».

Ειδικότερα, τα ανωτέρω ένδικα µέσα ασκούνται παραδεκτώς «µόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο µε συγκεκριµένους ισχυρισµούς που περιέχο- νται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νοµολογία του Συµ- βουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριµένου νοµικού ζητήµατος, δηλαδή επί ζητήµατος ερµηνείας διατάξεως νόµου ή γενικής αρχής ουσιαστικού ή δικο- νοµικού δικαίου, η οποία (ερµηνεία) είναι κρίσιµη για την επίλυση της ενώ- πιον του Δικαστηρίου αγοµένης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της [προ- σβαλλόµενης] αποφάσεως επί συγκεκριµένου νοµικού ζητήµατος, η επίλυ- ση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρ- χονται σε αντίθεση προς παγιωµένη ή πάντως µη ανατραπείσα νοµολογία ε- πί του αυτού νοµικού ζητήµατος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.

 Στη δεύτερη αυτή πε- ρίπτωση, οι αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση θα πρέπει να µνηµονεύονται ειδικώς, το δε υπ’ αυτών κριθέν νοµικό ζήτηµα θα πρέπει να ήταν επίσης ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκεί- νων αχθεισών διαφορών (ΣτΕ 2301-02/2011 7µ.)» (ΣτΕ 7µ 3374/2011, 106/2012).

Εξ άλλου, «ως αντίθεση σε νοµολογιακό προηγούµενο, (…) δεν νοείται η αναφερόµενη σε ζητήµατα αιτιολογίας συνδεόµενα µε το πραγµατικό της κρινοµένης υποθέσεως, αλλά εκείνη που αφορά στην ερµηνεία διάταξης νό- µου ή γενικής αρχής δυναµένης να έχει γενικότερη εφαρµογή, ανεξαρτή- τως αν αυτή η ερµηνεία διατυπώνεται στη µείζονα ή στην ελάσσονα πρότα- ση του δικανικού συλλογισµού (βλ. ΣτΕ 3578/2014)» (ΣτΕ 71/2016).

Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι η εν λόγω προϋπόθεση του παραδεκτού δεν προσκρούει στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κα- τοχυρώνουν το δικαίωµα δικαστικής προστασίας (ΣτΕ Ολ 800/2015, 7µ 106, 13 4439/2012), εφόσον συµβάλλει στην ταχεία εκκαθάριση διαφορών ενώπιον δικαστηρίων.

Εν τούτοις, κατά την προτεινόµενη διάταξη, απαράδεκτο, κατά τα ανωτέ- ρω, ενδίκου µέσου δεν υφίσταται, «εάν µέχρι την πρώτη συζήτηση της υπό- θεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου µε πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόµη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συµβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόµενη απόφαση».

Τούτο διότι, «µέχρι στιγµής, δεν υφίσταται διαθέσιµη µια πλήρης και προσιτή βάση δεδοµένων µε το σύνολο της νοµο- λογίας του Συµβουλίου της Επικρατείας, των λοιπών ανωτάτων δικαστη- ρίων, καθώς και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, µε αποτέλεσµα να µην είναι δυνατόν ο διάδικος να γνωρίζει µε βεβαιότητα εάν υφίσταται νο- µολογία αντίθετη προς την προσβαλλόµενη απόφαση» (Αιτιολογική Έκθε- ση, σελ. 17).


Τέλος, αντί της φράσης, «Το απαράδεκτο του προηγουµένου εδαφίου κα- λύπτεται», προσφυέστερη θα ήταν η διατύπωση, «Απαράδεκτο, κατά το προηγούµενο εδάφιο, δεν υφίσταται».

8. Επί του άρθρου 17 Κατά το ισχύον άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔιΔικ, τα διοικητικά δικαστήρια «δε- σµεύονται (…) από τις αµετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινι- κών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη».

 Ειδικότερα, κατά πάγια νοµολογία του ΣτΕ, διοικητικό δικαστήριο «δεν δεσµεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστη- ρίου, εκτός εάν πρόκειται για αµετάκλητη καταδικαστική απόφαση, οπότε δεσµεύεται ως προς την ενοχή του δράστη.

 Παρά την µη δέσµευσή του, ό- µως, [από αµετάκλητη αθωωτική απόφαση] υποχρεούται να εκτιµήσει αυτήν κατά την διαµόρφωση της κρίσεώς του, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική ε- ξαγγελία περί τούτου» (ΣτΕ Ολ 1741/2015, 990/2004).

 Εξ άλλου, «η διαφο- ροποίηση αυτή µεταξύ καταδικαστικών και αθωωτικών αποφάσεων δεν προ- σκρούει στα άρθρα 4 παρ.1 και 20 παρ.1 του Συντάγµατος. Τούτο δε εν όψει των διαφορών µεταξύ ποινικής και διοικητικής δίκης και ιδία εν όψει της δια- φοροποιήσεως των κανόνων αποδείξεως που διέπουν τις δύο αυτές κατη- γορίες δικών, όπως τους διαµόρφωσε η νοµολογία.

Ούτω στην ποινική δίκη, επί αµφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουµένου, αυτός κηρύσσεται αθώος κατ’ εφαρµογή της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην διοικητική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την ακύρωση δε ή την µεταρρύθµιση της διοικη- τικής κυρώσεως ο διοικητικός δικαστής πρέπει να σχηµατίσει πλήρη και βε- 14 βαία δικανική πεποίθηση για την µη διάπραξη της παραβάσεως.

 Εκ των ανω- τέρω συνάγεται ότι για τον ποινικό δικαστή η αθώωση του κατηγορουµένου είναι ευχερεστέρα από την καταδίκη του, διότι επί της δευτέρας απαιτείται πλήρης βεβαίωση του δικαστού και δη περί διάφορα στοιχεία του εγκλήµα- τος αφορώντα είτε στην αντικειµενική είτε στην υποκειµενική υπόσταση αυ- τού.

Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωµένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείµενο αυτής µεταξύ α- θωώσεως οφειλοµένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως οφειλοµένης σε αµφιβολίες» (ΣτΕ Ολ 1741/2015, σκ.


 14). Μειοψηφούσα γνώµη στην ανωτέρω απόφαση της Ολοµέλειας του ΣτΕ προσεγγίζει το ζήτηµα της σχέσης µεταξύ ποινικής και διοικητικής δικαιοσύ- νης, υπό το πρίσµα της ΕΣΔΑ και της νοµολογίας του ΕΔΔΑ, «Η επίµαχη ρύθµιση του άρθρου 5 παρ.2 του ΚΔΔ δεν εγείρει ζητήµατα δυσµενούς δια- κρίσεως των διαδίκων, εφ’ όσον κατά την ερµηνεία και εφαρµογή της εν λό- γω διατάξεως δεν παραβιάζεται το κατ’ άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ τεκµήριο α- θωότητας, σύµφωνα µε το οποίο, απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έ- πεται τελικής (ήτοι αµετάκλητης, βλ. ΣτΕ 1311,2951/2013) αθωωτικής απο- φάσεως ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παρα- βλέπει και να θέτει εν αµφιβόλω την αθώωση και µάλιστα έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αµφιβολιών (ΕΔΔΑ 27.9.2007, 35522/04, Σταυρόπουλος κα- τά Ελλάδος, σκ. 39 και ΕΔΔΑ 13.7.2010, 25720/05, Tendam κατά Ισπανίας, σκ. 7).

 Συνεπώς, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να απόσχει από την διατύπωση κρίσεως ή αιτιολογίας που να θέτει εν αµφιβόλω το αθωωτικό α- ποτέλεσµα της οικείας ποινικής διαδικασίας (ΕΔΔΑ 27.9.2011, 23272, Hrdalo κατά Κροατίας, σκ. 54).

 Ως εκ τούτου, το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει επί διοικητικής παραβάσεως λαθρεµπορίας, δεν δεσµεύεται µεν από την προηγηθείσα αµετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αλ- λά υποχρεούται να την συνεκτιµήσει (και δή κατά τρόπο ειδικό, ώστε, εφ’ ό- σον αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, να µην κα- ταλείπονται αµφιβολίες ως προς τον σεβασµό του τεκµηρίου αθωότητας), στο πλαίσιο δε αυτό δεν αποκλείεται να στηρίξει την κρίση του περί διαπρά- ξεως της αποδοθείσης παραβάσεως (και) σε στοιχεία, που δεν είχε λάβει υπ’ όψη του το ποινικό δικαστήριο (πρβλ. ΕΔΔΑ (decision) 13.11.2003, 48518/99, Lundkvist κατά Σουηδίας)». Βλ., ακόµη, απόφαση του ΔΕΕ της 26.3.2013 στην υπόθεση C-617/10 (Åkerberg Fransson).

 Σηµειώνεται ότι είχαν προηγηθεί καταδίκες της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ (30-4-2015, υπόθεση Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, προσφυγές 3453/12, 42941/12 και 9028/13), για παραβίαση τόσο του, κατά τα ανωτέρω, τεκµηρίου αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όσο και της αρχής ne bis 15 in idem («Κανένας δεν µπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δι- καστήρια του ίδιου κράτους για µια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε µε αµετάκλητη απόφαση σύµφωνα µε το νόµο και την ποι- νική δικονοµία του κράτους αυτού» - άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣ- ΔΑ).

 Προσφάτως κρίθηκε (ΣτΕ 1992/2016, σκ. 9): 1) ως προς το τεκµήριο αθωότητας, ότι «ενόψει της νοµολογίας του ΕΔ- ΔΑ, το εκ των υστέρων επιλαµβανόµενο διοικητικό δικαστήριο, που κρίνει ε- πί της διοικητικής παράβασης (…) δεν δεσµεύεται από την οικεία αµετάκλη- τη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιµήσει και, δη, κατά τρόπο ειδικό, ώστε, εφόσον αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, να µην καταλείπονται εύλογες αµφιβολίες ως προς το σεβασµό του τεκµηρίου αθωότητας, που απορρέει α- πό την τελική έκβαση της ποινικής δίκης (βλ. ΣτΕ 1713-1714/2014, 2069/2014, 1184/2015, 2403/2015), στο πλαίσιο δε αυτό ο διοικητικός δικα- στής µπορεί να στηριχθεί και στο διαφορετικό (χαµηλότερο) βαθµό/επίπεδο απόδειξης των [διοικητικών] παραβάσεων (…) που ισχύει στη διοικητική δίκη σε σχέση µε εκείνο που διέπει την ποινική δίκη, για τα αντίστοιχα ποινικά α- δικήµατα, ενόψει και του ότι στην ποινική δίκη υπάρχει ο κίνδυνος στέρησης της προσωπικής ελευθερίας και όχι απλώς περιουσιακών στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 884/2016 επταµ. σκέψη 8, Ολοµ. 1741/2015 σκέψη 14 και 2067/2011 ε- πταµ. σκέψη 13, σε συνδυασµό µε ΕΔΔΑ 14.10.2010, 29889/04, Vanjak κατά Κροατίας, σκέψη 68 και ΕΔΔΑ 11.2.2003, Y. v. Norway, 56568/00, σκέψη 41)»,

 2) ως προς την αρχή ne bis in idem, ότι «για την ενεργοποίηση της (…) α- παγόρευσης (…), απαιτείται [κατά την ΕΣΔΑ], κατ’ αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) πρέπει να υπάρχουν περισσότερες της µίας διακεκριµένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά µεταξύ τους, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνοµη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι, βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρ- µογή των οποίων µπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που ε- πιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσης των σχετικών παρα- βάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόµενων γι’ αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η µία από τις διαδικασίες πρέπει να έχει περατω- θεί µε αµετάκλητη απόφαση και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κα- τά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συµπεριφορά (πρβλ. ΣτΕ 108/2015 σε συµβούλιο, επί προδικαστικού ερωτή- µατος)».

16 Υπό το φως των ανωτέρω, η προσθήκη στην παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΔι- Δικ, κατά την οποία τα διοικητικά δικαστήρια «δεσµεύονται (…) επίσης, από τις αµετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αµετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αµετάκλητα αποφαινόµενα να µην γίνει η κατηγορία βου- λεύµατα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειµενικών ή υποκειµενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης», προτείνεται προς συµµόρφωση της Ελληνικής Δηµοκρατίας προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, τόσο ως προς το τεκµήριο αθωότητας, όσο και ως προς την αρχή ne bis in idem.

 9. Επί του άρθρου 22 παρ. 4 Με την προτεινόµενη προσθήκη παραγράφου 10 στο άρθρο 126Α του ΚΔι- Δικ παρέχεται και στον πρόεδρο του συµβουλίου διεύθυνσης ή στον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο η δυνατότητα να παραπέµπει στο αρµόδιο δικα- στήριο υπόθεση που έχει εισαχθεί αναρµοδίως. Νοµοτεχνικώς αρτιότερη θα ήταν η προσθήκη σχετικού εδαφίου στην παρ. 1 του ως άνω άρθρου του ΚΔιΔικ, το οποίο ρυθµίζει ήδη το ζήτηµα της πα- ραποµπής.

10. Επί του άρθρου 37 α) Κατά την προτεινόµενη διάταξη, στις χρηµατικού αντικειµένου φορολο- γικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, «ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει µέχρι την ηµεροµηνία της αρχικής δικασίµου, µε ποινή απαραδέκτου της έ- φεσης, ποσοστό 20% του οφειλόµενου, σύµφωνα µε την πρωτόδικη απόφα- ση, κύριου φόρου, δασµού, ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί ανα- στολή σύµφωνα µε το άρθρο 209Α» του ΚΔιΔικ.

Επισηµαίνεται ότι το ανωτέρω άρθρο του ΚΔιΔικ προτείνεται, µε το άρθρο 27 παρ. 3 του υπό συζήτηση νοµοσχεδίου, να καταργηθεί, ώστε να αρθεί ο ι- σχύων «περιορισµός της δυνατότητας προβολής λόγων αναστολής εκτέλε- σης δικαστικής απόφασης ειδικά στις φορολογικές και τελωνειακές διαφο- ρές». Εποµένως, η παραποµπή πρέπει να γίνει στις διατάξεις του ΚΔιΔικ που α- φορούν, γενικώς, την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, δηλαδή στα άρθρα 206 επ. του ΚΔιΔικ. β) Εξ άλλου, στην προτεινόµενη προσθήκη στο άρθρο 277 του ΚΔιΔικ χρη- σιµοποιείται, εκ παραδροµής, το ρήµα «εκπίπτει», αντί του ορθού, εφόσον πρόκειται για παράβολο υπέρ του Ταµείου Χρηµατοδότησης Δικαστικών Κτι- ρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), «καταπίπτει» ή «περιέρχεται».

11. Επί των άρθρων 42 και 51 Τα εν λόγω άρθρα εντάσσονται σε διαφορετικά Μέρη, µολονότι ρυθµίζουν ζητήµατα του Ταµείου Χρηµατοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), κατά τροποποίηση του σχετικού ν.δ. 1017/1971.

Οι ρυθµίσεις που περιλαµ- βάνουν θα µπορούσαν να περιληφθούν σε ενιαίο άρθρο.

12. Επί του άρθρου 60 Με την προτεινόµενη παράγραφο 2 ορίζεται ότι οι ευνοϊκές ρυθµίσεις ως προς την υποβολή δηλώσεων µε µειωµένο πρόσθετο φόρο δεν εφαρµόζο- νται επί προσώπων «που διατελούν ή έχουν διατελέσει: (i) πρωθυπουργοί, (ii) αρχηγοί πολιτικών κοµµάτων που εκπροσωπούνται ή εκπροσωπούντο στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, (iii) υπουργοί, αναπληρωτές υ- πουργοί και υφυπουργοί, (iv) βουλευτές και ευρωβουλευτές, (v) διαχειρι- στές των οικονοµικών των πολιτικών κοµµάτων, (vi) γενικοί και ειδικοί γραµ- µατείς της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και (vii) (…) σύζυγοι ή συγγενείς των προσώπων του παρόντος άρθρου, εξ αίµατος ή και εξ αγχι- στείας µέχρι και β΄ βαθµού, σε ευθεία γραµµή και εκ πλαγίου». Παρατηρείται ότι o αποκλεισµός των ανωτέρω προσώπων από την εφαρ- µογή των προτεινόµενων ρυθµίσεων ως προς φορολογητέα ύλη που δεν δη- λώθηκε, ή δηλώθηκε ανακριβώς, σε χρόνο πριν την ανάληψη των καθηκό- ντων τους, ενδεχοµένως, αντίκειται στις συνταγµατικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, δεδοµένου ότι κατά τον χρόνο διάπραξης της φο- ρολογικής παράβασης, πριν από την ανάληψη των ως άνω καθηκόντων τους, τελούσαν υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες µε τους λοιπούς φορολο- γουµένους που υπάγονται στη ρύθµιση.

13. Επί του κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Πέµπτου Οι διατάξεις του κεφαλαίου Β΄ (άρθρα 62 έως 75) περιλαµβάνουν ρυθµί- σεις για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των ηλεκτρονι- κών µέσων πληρωµής, καθώς και τον περιορισµό της χρήσης µετρητών στις συναλλαγές µε ιδιώτες.

Επισηµαίνεται, συναφώς, ότι, συµφώνως προς το άρθρο 2 παρ.1 της Από- φασης 98/415/ΕΚ του Συµβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 σχετικώς µε τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας µε τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νοµοθετικών διατάξεων, «οι αρχές των κρατών µελών ζητούν τη γνώµη της ΕΚΤ για κάθε σχέδιο νοµοθετικής διάταξης που εµπίπτει στο πε- δίο των αρµοδιοτήτων της σύµφωνα µε τη συνθήκη, ιδίως όσον αφορά: (…) µέσα πληρωµής, (…) τα συστήµατα συµψηφισµού και πληρωµών» (βλ. και άρθρα 127 παρ. 4 και 282 παρ. 5 ΣΛΕΕ). Μολονότι οι προτεινόµενες διατά- 18 ξεις εµπίπτουν στα ανωτέρω θέµατα, για τα οποία πρέπει να ζητηθεί γνώµη της ΕΚΤ, από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το υπό εξέταση νοµο- σχέδιο δεν προκύπτει ότι η σχετική διαδικασία έχει ακολουθηθεί.

14. Επί του άρθρου 62 Στο προτεινόµενο άρθρο δίδονται ορισµοί εννοιών που χρησιµοποιούνται στις επόµενες διατάξεις του νοµοσχεδίου.

 Επισηµαίνεται ότι η φράση «Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως:» θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να είναι σαφές ποιες ακριβώς διατάξεις του νοµοσχεδίου αφορούν οι διδό- µενοι ορισµοί και, συγκεκριµένως, αν αφορούν ολόκληρο το κεφάλαιο Β΄ ή µόνο το τµήµα Α΄ αυτού. Επίσης, παρατηρείται ότι, ενώ σε πλείστα σηµεία του τµήµατος Β΄ του κε- φαλαίου αυτού (ενδεικτικώς, άρθρα 68, 69, 70, 71, 72), χρησιµοποιείται ο ό- ρος «ηλεκτρονικό µέσο πληρωµής», σχετικός ορισµός δεν περιλαµβάνεται ούτε στην προτεινόµενη διάταξη, ούτε στις διατάξεις που αποτελούν το τµήµα Β΄ του κεφαλαίου αυτού (άρθρα 68 έως 75).

15. Επί του άρθρου 66 Δεδοµένου ότι το ρήµα «επιδέχοµαι» συντάσσεται µε αιτιατική, στο πρώ- το εδάφιο της προτεινόµενης παραγράφου 1 η σχετική φράση πρέπει να α- ντικατασταθεί ως εξής: «… δεν επιδέχεται παρερµηνεία».

16. Επί του άρθρου 68 Με την προτεινόµενη παράγραφο 1 προστίθεται νέα παράγραφος 3 στο άρθρο 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος (ν. 4172/2013) και, µεταξύ άλλων, ορίζεται ότι «κατά τον υπολογισµό του φόρου σύµφωνα µε το άρθρο αυτό, οι δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών για συναλλαγές στην ηµεδαπή ή σε κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ε.Ο.Χ., α- παιτείται να έχουν πραγµατοποιηθεί µε ηλεκτρονικά µέσα πληρωµής (…)».

 Επισηµαίνεται ότι από τη διατύπωση της προτεινόµενης διάταξης δεν προκύπτει νοηµατική σύνδεσή της µε τις ισχύουσες παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος, οι οποίες δεν συναρ- τούν τη µείωση του φόρου εισοδήµατος από µισθωτή εργασία και συντάξεις µε την υποχρεωτική διενέργεια δαπανών απόκτησης αγαθών και λήψης υ- πηρεσιών. Σηµειώνεται, εξ άλλου, ότι οι διατάξεις της παραγράφου 24 του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος, συµφώνως προς τις οποί- ες, «κατά τον υπολογισµό του φόρου σύµφωνα µε την παράγραφο 1 του άρ- 19 θρου 15 και προκειµένου να διατηρηθεί ακέραιο το ποσό της µείωσης του φόρου, σύµφωνα µε το άρθρο 16, ο φορολογούµενος απαιτείται να προσκο- µίσει αποδείξεις», ίσχυσαν µόνο για το φορολογικό έτος 2014.

17. Επί του άρθρου 69 παρ. 2 Με την προτεινόµενη ρύθµιση, η οποία αντικαθιστά το άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010, ορίζεται ότι «τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας πε¬ντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώ¬ληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλού¬νται από τους λήπτες τους, αγορα- στές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς µε τη χρήση µέσων πλη- ρωµής µε κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού µέσου πληρωµής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έµβασµα, πληρωµή µέσω λογαριασµού πληρωµών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών µε µετρητά».

 Επισηµαίνεται ότι, αφενός λόγω έλλει- ψης ορισµού της έννοιας «ηλεκτρονικό µέσο πληρωµής» και αφετέρου λό- γω της ενδεικτικής παράθεσης των αποδεκτών µέσων πληρωµής, δεν είναι σαφές αν σκοπός της προτεινόµενης ρύθµισης είναι, κατ’ αντιστοιχία της νυν ισχύουσας, να απαγορεύσει την πληρωµή µε µετρητά φορολογικών στοιχείων που αφορούν συναλλαγές µε ιδιώτες ή αν επιδιώκεται ο αποκλει- σµός και άλλων µέσων πληρωµής, όπως, επί παραδείγµατι, των προσωπικών ή τραπεζικών επιταγών.

Περαιτέρω, σηµειώνεται ότι, κατά την αντικατάσταση της ως άνω διάτα- ξης, φαίνεται να έχει παραλειφθεί η ισχύουσα σήµερα ρύθµιση, συµφώνως προς την οποία τα πιστωτικά ιδρύµατα δεν επιτρέπεται να χρεώνουν αµοι- βές για την κατάθεση από ιδιώτες των ποσών αυτών σε τραπεζικούς λογα- ριασµούς των εκδοτών των φορολογικών στοιχείων.

 Ως προς το ζήτηµα της απαγόρευσης διενέργειας πληρωµών ορισµένης α- ξίας µε χρήση µετρητών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην από 30.4.2010 γνώµη της (CON/2010/36) σχετικώς προς τις ισχύουσες ρυθµίσεις του άρθρου 20 του ν. 3842/2010, έχει διατυπώσει τις εξής θέσεις:

 «Η απα- γόρευση πληρωµών ορισµένης αξίας µε χρήση µετρητών δεν επηρεάζει την ιδιότητα νοµίµου χρήµατος των τραπεζογραµµατίων και συνάδει µε το δί- καιο της Ένωσης.

Ωστόσο, λόγω της ιδιότητας νοµίµου χρήµατος των τρα- πεζογραµµατίων ευρώ, η γνώµη της ΕΚΤ θα πρέπει να ζητείται για την προ- τεινόµενη θέσπιση ανάλογων µέτρων, καθώς τέτοιου είδους περιορισµοί θα πρέπει να υπόκεινται κατά περίπτωση σε έλεγχο των ειδικών προϋποθέσε- ων και σκοπών της εκάστοτε νοµοθετικής διάταξης. (…) [Π]εριορισµοί που θεσπίζουν για λόγους δηµοσίας τάξεως τα κράτη µέλη σε ό,τι αφορά την πραγµατοποίηση πληρωµών µε χρήση κερµάτων και τραπεζογραµµατίων 20 δεν αντιβαίνουν στην ιδιότητα νοµίµου χρήµατος των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων ευρώ, εφόσον υπάρχουν άλλα νόµιµα µέσα για το διακανονι- σµό των χρηµατικών οφειλών. (…) [Τ]τυχόν περιορισµοί στις πληρωµές µε χρήση τραπεζογραµµατίων και κερµάτων ευρώ θα πρέπει να είναι ανάλογοι των εκάστοτε επιδιωκόµενων σκοπών και να µην υπερβαίνουν το αναγκαίο µέτρο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών.

 Η ΕΚΤ θεωρεί ότι τα προτεινό- µενα όρια των 3.000 ευρώ για τις συναλλαγές µεταξύ επιχειρήσεων (ή µε- ταξύ επιχειρήσεων και δηµοσίου) και των 1.500 ευρώ για τις συναλλαγές πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών από επιχειρήσεις σε ιδιώτες θα συνιστούν κατ’ ουσίαν περιορισµούς στην πραγµατοποίηση πληρωµών µε χρήση µε- τρητών.

Ο αντίκτυπος των προτεινόµενων περιορισµών θα πρέπει να σταθµί- ζεται προσεκτικά σε σχέση µε το δηµόσιο όφελος που αναµένεται ότι θα προκύψει βάσει αυτών.

 Η ΕΚΤ υποδεικνύει ότι οι αρµόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν κατά πόσο οι έννοµες συνέπειες των εν λόγω µέτρων υπερ- βαίνουν το αναγκαίο µέτρο για την επίτευξη της επιδιωκόµενης διασφάλι- σης της γνησιότητας των συναλλαγών και των συναφών παραστατικών, κα- θώς και της διασταύρωσης των εν λόγω συναλλαγών, λαµβάνοντας υπόψη και την ανάγκη διασφάλισης ενός κατάλληλου επιπέδου προστασίας του κα- ταναλωτή. (…)

Σε ό,τι αφορά την προστασία του καταναλωτή, το άρθρο 169 της συνθήκης απαιτεί τη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι περιορισµοί στις πληρωµές µε χρήση µετρητών, όπως αυτοί που προβλέπονται στο σχέδιο νόµου, θα πρέπει να διαφοροποι- ούνται ανάλογα µε το αν έχουν εφαρµογή σε συναλλαγές µεταξύ επιχειρή- σεων, όπου οι συναλλασσόµενοι θεωρείται ότι διαθέτουν ίση διαπραγµατευ- τική δύναµη, και σε συναλλαγές µεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, ό- που θα πρέπει να απαγορεύεται η άρνηση της αποδοχής µετρητών, εκτός ε- άν η επιχείρηση µπορεί να παράσχει περιοριστικώς καθοριζόµενους και α- ντικειµενικούς λόγους(…). Βλ. επίσης σύσταση της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 2010 σχετικά µε το πεδίο εφαρµογής και τις έννοµες συνέπειες του καθεστώτος νοµίµου χρήµατος των τραπεζογραµµατίων και των κερµά- των σε ευρώ (ΕΕ L 83 της 30.3.2010, σ. 70), παράγραφος 2, συµφώνως προς την οποία: “

Η αποδοχή τραπεζογραµµατίων και κερµάτων ευρώ ως µέσων πληρωµής στις λιανικές συναλλαγές θα πρέπει να αποτελεί κανόνα.

 Σχετική άρνηση θα πρέπει να είναι δυνατή µόνον όταν δικαιολογείται από λόγους συναφείς µε την αρχή της καλής πίστης (παραδείγµατος χάρη, ο πωλητής δεν έχει ψιλά να επιστρέψει)”». 21

 18. Επί του άρθρου 69 παρ. 3 Με την προτεινόµενη ρύθµιση, η οποία αντικαθιστά το άρθρο 20 παρ. 6 του ν. 3842/2010, ορίζεται ότι «η έκταση εφαρµογής και οι ειδικότερες υπο- χρεώσεις των φορολογούµενων της παρ. 1, οι εξαιρέσεις, η διαδικασία και οι τεχνικές προδιαγραφές για τη διαβίβαση, την ασφάλεια και την επεξερ- γασία των δεδοµένων της παρ. 1, καθώς και κάθε άλλο θέµα σχετικό µε τη διαβίβασή τους» καθορίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών.

 Εν όψει της έναρξης λειτουργίας, την 1.1.2017, της Ανεξάρτητης Αρχής Δηµο- σίων Εσόδων (άρθρα 1 έως 43 ν. 4389/2016), παρατηρείται ότι θα ήταν συ- στηµατικώς αρτιότερο η σχετική εξουσιοδότηση να παρασχεθεί προς τον Γενικό Γραµµατέα Δηµοσίων Εσόδων. Σηµειώνεται, εξ άλλου, ότι και επί των συναφών ρυθµίσεων του άρθρου 14 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογικής Διαδι- κασίας (ν. 4174/2013) η σχετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Γενικό Γραµµατέα

. 19. Επί του άρθρου 72 Ο τίτλος του προτεινόµενου άρθρου «Μη εκπιπτόµενες επιχειρηµατικές δαπάνες» πρέπει να αναδιατυπωθεί στο γραµµατικώς ορθό «Μη εκπίπτου- σες επιχειρηµατικές δαπάνες, δεδοµένου ότι το ρήµα «εκπίπτω» είναι αµε- τάβατο, και δεν τρέπεται σε παθητικό ή µέσο (βλ., π.χ., τα εξής λεξικά: Μέ- γα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης Δ. Δηµητράκου, Πάπυρος, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανε- πιστήµιο Θεσσαλονίκης (Ίδρυµα Μανώλη Τριανταφυλλίδη), Νέο Ελληνικό Λεξικό, Εµµανουήλ Κριαρά, Σύγχρονον Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Ε- πιτροπής Φιλολόγων, Ο.Ε.Ε. «ΑΤΛΑΣ», Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος – Φυ- τράκης, Δ΄ Έκδοση, Το εγκόλπιο της ορθής γραφής, Δ. Μαρωνίτης, κείµενο δηµοσιευθέν στο περιοδικό Ταχυδρόµος, 1998, σελ. 36. Βλ., ως προς την ά- ποψη ότι το ρήµα «εκπίπτω» διαθέτει και παθητικό τύπο, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαµπινιώτη, Β΄ Έκδοση).

20. Επί του άρθρου 75 Με την προτεινόµενη διάταξη παρέχεται στον υπουργό Οικονοµικών νο- µοθετική εξουσιοδότηση για τη θέσπιση «επιπλέον µέτρων, κινήτρων, καθώς και οποιασδήποτε λεπτοµέρειας για την εφαρµογή των µέτρων αυτών, στο πλαίσιο εφαρµογής της παρούσας, µε σκοπό την περαιτέρω προώθηση των ηλεκτρονικών πληρωµών».

Πρόκειται, στη συγκεκριµένη περίπτωση, για νοµοθετική εξουσιοδότηση σε διοικητικό όργανο άλλο πλην του Προέδρου της Δηµοκρατίας, η οποία, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγµατος, πρέπει να αφορά ειδικότε- 22 ρα θέµατα ή θέµατα τοπικού ενδιαφέροντος ή µε χαρακτήρα τεχνικό ή λε- πτοµερειακό. Συµφώνως προς τη διάταξη αυτή, όπως ερµηνεύεται από το Συµβούλιο της Επικρατείας, ως ειδικότερα θέµατα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόµενό τους και σε σχέση προς την ουσιαστική ρύθµιση που περιέχεται στον νόµο, µερικότερη περίπτωση ορισµένου θέµα- τος που αποτελεί το αντικείµενο της εν λόγω νοµοθετικής ρύθµισης.

Σε κά- θε περίπτωση, πρέπει, στην εξουσιοδοτική ή σε άλλη σχετική κατ’ αντικείµε- νο διάταξη, να διαγράφονται τα όρια της εξουσιοδότησης, έστω και σε γενι- κές γραµµές, ώστε να είναι θεµιτή η εξειδίκευσή τους από την κατ’ εξουσιο- δότηση εκδοθησόµενη κανονιστική πράξη της διοίκησης (βλ. ΣτΕ [Ολ] 3220/2010, ΕΔΔΔΔ 2011, σελ. 94).

 Εν προκειµένω, η γενική εξουσιοδότηση προς τον υπουργό Οικονοµικών να θεσπίζει «επιπλέον µέτρα, κίνητρα, κα- θώς και οποιαδήποτε λεπτοµέρεια για την εφαρµογή των µέτρων αυτών … µε σκοπό την περαιτέρω προώθηση των ηλεκτρονικών πληρωµών», δεν φαί- νεται να πληροί τα ανωτέρω κριτήρια και, εποµένως, δεν συνάδει προς τη σχετική συνταγµατική ρύθµιση.


21. Επί του άρθρου 98 Με τις προτεινόµενες διατάξεις ορίζεται ότι η προθεσµία παραγραφής του δικαιώµατος του Δηµοσίου για έκδοση πράξεων προσδιορισµού φόρων και κάθε άλλης πράξης επιβολής φόρων, τελών, προστίµων ή εισφορών, που λή- γουν την 31.12.2016, παρατείνεται: α) κατά τρία έτη, για όλες τις υποθέσεις της Ειδικής Γραµµατείας ΣΔΟΕ που περιέρχονται στην αρµοδιότητα της Γενικής Γραµµατείας Δηµοσίων Ε- σόδων µε οποιοδήποτε τρόπο, κατ’ εφαρµογή των διατάξεων της περίπτω- σης 1α της υποπαραγράφου Δ7 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, και

 β) κατά ένα έτος, για υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί (ή θα εκδο- θούν µέχρι την 31.12.2016) «εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ελέγχου, έρευνας ή επεξεργασίας ή εντολές και αιτήµατα διερεύνησης από δικαστική ή φορολογική ή ελεγκτική αρχή, καθώς και από την Αρχή Καταπολέµησης της Νοµιµοποίησης Εσόδων από Εγκληµατικές Δραστηριότητες και της Χρηµατοδότησης της Τροµοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσια- κής Κατάστασης». Κατά πάγια νοµολογία του ΣτΕ (ΣτΕ 2033/1974, 2048/1985, 2866/1985 7µ., 3141/1985, 1070/1989, 618/1990, 3511/1996 7µ., 5460/1996, 1143/1998, 523/2000, 691/2001, 1508/2002, 2962/2013, 3174/2014 Ολ., 888/2016), ο νο- µοθέτης δύναται να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής της αξίωσης του Δη- µοσίου προς βεβαίωση και επιβολή φόρου στην περίπτωση που ο αρχικώς προβλεπόµενος χρόνος, εντός του οποίου µπορούσε να ασκήσει την αξίωσή 23 του αυτή, δεν είχε ακόµη συµπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του νεότε- ρου νόµου.

Υπ’ αυτή την έννοια, «Μια τέτοια παράταση (…) πρέπει να χωρεί υπό προϋποθέσεις, ώστε να είναι σύµφωνη προς το καθεστώς ιδιαίτερης α- σφάλειας δικαίου και προστασίας της εµπιστοσύνης που θεσπίζει για την ε- πιβολή εν γένει των φορολογικών βαρών µε τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγµατος ο συνταγµατικός νοµοθέτης (ΣτΕ 3174/2014 Ολ.), εξειδικεύοντας την απορρέουσα από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγµατος αρχή του κράτους δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 3777/2008, 1508/2002)» (ΣτΕ 888/2016 παραπ. 7µ).

Εξ άλλου, κατά τη ΣτΕ 1623/2016 (7µ., εκδοθείσα µετά από παραποµπή µε τη ΣτΕ 888/2016), «η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει α- πό την αρχή του κράτους δικαίου … ειδικότερη εκδήλωση της οποίας απο- τελεί η αρχή της προστατευόµενης εµπιστοσύνης του διοικούµενου, επιβάλ- λει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιµη εφαρµογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται µε ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που µπορούν να έχουν σοβαρές οικονοµικές επιπτώσεις στους ενδιαφερό- µενους (πρβλ. ΣτΕ 144/2012, ΣτΕ 1976/2015). Ειδικότερα, η ως άνω θεµελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολο- γουµένου, όσον αφορά την εκ µέρους του τήρηση των κανόνων της φορο- λογικής νοµοθεσίας, να µην µπορεί να τίθεται επ' αόριστον εν αµφιβόλω.

Συνακόλουθα, για τον καταλογισµό παραβάσεων των κανόνων της φορολο- γικής νοµοθεσίας και, περαιτέρω, για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων (…) απαιτείται να εφαρµόζεται προθεσµία παραγραφής, η οποία, προκειµένου να εκπληρώνει τη συνιστάµενη στη διασφάλιση της ως άνω αρ- χής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρ- κώς προβλέψιµη από τον ενδιαφερόµενο, δύναται, δε, κατ' εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδροµής ειδικώς τεκµηριωµένων περιστάσεων-, η οποία είναι στενώς ερµηνευτέα, να παραταθεί.

Η παραγραφή αυτή πρέπει επίσης, να έ- χει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της ανα- λογικότητας, ώστε, αφενός, να επιτρέπει τον αποτελεσµατικό έλεγχο της εκ µέρους των φορολογουµένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώ- σεων, χωρίς όµως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών, και α- φετέρου να µην αφήνει τους µεν φορολογουµένους έκθετους σε µακρά πε- ρίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονοµικών δραστηριοτήτων µε δυσµενείς επιπτώσεις στην ανά- πτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονοµίας- και στον κίνδυνο να µην είναι πλέον σε θέση, µετά την παρέλευση µακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορο- λογία περιουσιακού οφέλους, να αµυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ε- 24 λέγχου, το δε Δηµόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναµίας είσπραξης τυχόν βε- βαιουµένων ποσών προστίµων (πρβλ. ΣτΕ 1976/2015 µε τις εκεί παραπο- µπές στη νοµολογία ΔΕΕ και ΕΔΔΑ)».

 Εν προκειµένω, συµφώνως προς την αιτιολογική έκθεση, η παράταση του χρόνου παραγραφής «των προθεσµιών του δικαιώµατος του δηµοσίου για έκδοση καταλογιστικών πράξεων κατά ένα ή τρία έτη σύµφωνα µε τις προ- τεινόµενες διατάξεις κρίνεται απαραίτητη (…) για τους κάτωθι λόγους: -

 Η προβλεπόµενη από τις διατάξεις του παρόντος νόµου θέσπιση του προγράµµατος οικειοθελούς αποκάλυψης φορολογητέας ύλης παρελθό- ντων ετών, επηρεάζει, κατά τα οριζόµενα στις διατάξεις των οικείων άρ- θρων, τη δυνατότητα της Φορολογικής Διοίκησης να εκδίδει και να κοινοποι- εί πράξεις προσδιορισµού του φόρου, καθίσταται, συνεπώς επιτακτική η α- νάγκη παράτασης των προθεσµιών παραγραφής, προς διασφάλιση των συµ- φερόντων του Δηµοσίου.


Παράλληλα, µε την επιτάχυνση των φορολογικών ελέγχων και την πεποίθηση εντοπισµού που δηµιουργεί η χρήση της µηχα- νογραφικής εφαρµογής επεξεργασίας καταθέσεων, αναµένεται ότι θα µειω- θούν οι εκκρεµείς υποθέσεις έναντι των οικειοθελώς συµµορφούµενων φο- ρολογούµενων χωρίς ελεγκτικό κόστος. - Υφίσταται κίνδυνος παραγραφής υποθέσεων που αφορούν σε υψηλά πο- σά αδήλωτων εισοδηµάτων από πρόσωπα υψηλής φοροδοτικής ικανότητας, και µάλιστα σε περιόδους δηµοσιονοµικών προσαρµογών. -

 Η Γ.Γ.Δ.Ε., παρά το περιορισµένο ελεγκτικό δυναµικό της, διαθέτει πλέ- ον τον τρόπο να ελέγξει ταχύτερα και πιο αξιόπιστα µεγαλύτερο πλήθος υ- ποθέσεων και να επεξεργαστεί ηλεκτρονικά το σύνολο των πληροφοριών, µέσω της χρήσης µαζικών αυτοµατοποιηµένων διαδικασιών, έτσι ώστε να περιοριστεί ο αριθµός των εκκρεµών ελέγχων σε εκείνους που αποφέρουν αποτέλεσµα».


 Επίσης, προβάλλεται το επιχείρηµα ότι στις υποθέσεις οι οποίες καταλαµ- βάνονται από τις προτεινόµενες διατάξεις, περιλαµβάνονται και «περιπτώ- σεις που αφορούν ελεγκτικές διασταυρώσεις και έρευνες, µε βάση δεδοµέ- να τα οποία χορήγησαν υπηρεσίες άλλων χωρών στο πλαίσιο διεθνών συµ- βάσεων. Ο έλεγχος των υποθέσεων αυτών, πολλές από τις οποίες έχουν α- πασχολήσει σηµαντικά την κοινή γνώµη, πρέπει να ολοκληρωθεί για προφα- νείς λόγους δηµοσίου συµφέροντος (καταλογισµός και είσπραξη διαφυγό- ντων φορολογικών και δηµοσίων εσόδων, εµπέδωση αισθήµατος φορολογι- κής δικαιοσύνης, φορολογικής συµµόρφωσης κ.λπ.)».

Ανεξαρτήτως του αν τα ως άνω αναφερόµενα στην αιτιολογική έκθεση συνιστούν, υπό το φως των προπαρατεθεισών αποφάσεων του ΣτΕ, «ειδι- κώς τεκµηριωµένες περιστάσεις» που δικαιολογούν την παράταση της πα- 25 ραγραφής, λαµβανοµένου υπόψη και του ότι ο αριθµός των υποθέσεων που καταλαµβάνουν οι προτεινόµενες ρυθµίσεις είναι απροσδιόριστος, καθώς και του ότι στην αιτιολογική έκθεση ουδέν διαλαµβάνεται περί του ευλόγου της διάρκειας της παραγραφής, όπως προσδιορίζεται µετά την προτεινόµε- νη παράταση, ώστε να εφικτός ο (έστω και οριακός) δικαστικός έλεγχός της υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, επισηµαίνεται, πάντως, ότι η πα- ράταση της παραγραφής παρίσταται λογικώς αναγκαία, τουλάχιστον µέχρι το πέρας της ισχύος των ρυθµίσεων των άρθρων 57 έως 61 του νοµοσχεδί- ου, δεδοµένου ότι, εξαιτίας των ρυθµίσεων αυτών, η Φορολογική Διοίκηση κωλύεται να προβεί στην έκδοση πράξεων προσδιορισµού φόρων και επιβο- λής προστίµων έως την 31.12.2016.

Πέραν αυτού, επισηµαίνεται ότι η προτεινόµενη παράταση της παραγρα- φής, κατ’ αντιστοιχία των παρατάσεων παραγραφής που έχουν νοµοθετηθεί από το έτος 2013 και εντεύθεν, δεν είναι γενικής εφαρµογής, αλλά κατα- λαµβάνει µόνο υποθέσεις φορολογουµένων για τις οποίες έχουν εκδοθεί «εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ελέγχου, έρευνας ή επεξεργασίας ή ε- ντολές και αιτήµατα διερεύνησης από δικαστική ή φορολογική ή ελεγκτική αρχή, καθώς και από την Αρχή Καταπολέµησης της Νοµιµοποίησης Εσόδων από Εγκληµατικές Δραστηριότητες και της Χρηµατοδότησης της Τροµοκρα- τίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης».

Κατά την ανωτέρω αναφερθείσα ΣτΕ 1623/2016 (7µ.), η αρχή της προστα- τευόµενης εµπιστοσύνης του διοικούµενου, ως ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ασφάλειας του δίκαιου, «απαιτεί η κατάσταση του φορολογουµέ- νου, όσον αφορά την εκ µέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νοµοθεσίας, να µην µπορεί να τίθεται επ' αόριστον εν αµφιβόλω. Συνακό- λουθα, (…) απαιτείται να εφαρµόζεται προθεσµία παραγραφής, η οποία, προκειµένου να εκπληρώνει τη συνιστάµενη στη διασφάλιση της ως άνω αρ- χής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρ- κώς προβλέψιµη από τον ενδιαφερόµενο».


Στο πλαίσιο αυτό, ως προς τις ως άνω υποθέσεις, των οποίων παρατείνεται ο χρόνος παραγραφής, δεδοµέ- νου και του ότι ο χρόνος αυτός, εκτός των άλλων, συνδέεται µε τον χρόνο διαφύλαξης των βιβλίων (αρχείων) και στοιχείων (παραστατικών) των φορο- λογουµένων (βλ. άρθρο 13 παρ. 2 ν.4174/2013), προκειµένου η προθεσµία παραγραφής να είναι «επαρκώς προβλέψιµη», η αρχή της προστατευόµενης εµπιστοσύνης επιτάσσει τη σχετική ενηµέρωση των φορολογουµένων πριν από την ηµεροµηνία της καταρχήν λήξης της παραγραφής, διότι, σε διαφο- ρετική περίπτωση, οι φορολογούµενοι µπορεί να µην είναι σε θέση να αντα- ποκριθούν στο βάρος απόδειξης που τους επιβάλλει η φορολογική νοµοθε- σία (βλ. άρθρα 39 και 65 ν. 4174/2013. Πρβλ. και ΣτΕ 884/2016).

26 Περαιτέρω, συµφώνως προς την αιτιολογική έκθεση, «η προτεινόµενη ε- πιµήκυνση (όπως παγίως συµβαίνει κατά τα τελευταία έτη) καταλαµβάνει τόσο υποθέσεις οι οποίες το πρώτον παραγράφονται στις 31.12.2016, µε βά- ση διατάξεις της οικείας φορολογικής νοµοθεσίας (…), οι αντίστοιχες αξιώ- σεις (…), όσο και υποθέσεις στις οποίες η ίδια παραγραφή συµπληρώνεται στις 31.12.2016, µετά από επιµηκύνσεις της, µε διάφορες διατάξεις περί διαδοχικής παρατάσεως του σχετικού χρόνου».

 Επί του ζητήµατος αυτού, ε- πισηµαίνεται η αντίθετη σκέψη της ΣτΕ 888/2016 (παραπ. 7µ), που, όµως, δεν επαναλήφθηκε στην απόφαση της επταµελούς συνθέσεως (ΣτΕ 1623/2016), συµφώνως προς την οποία οι, αντίστοιχου περιεχοµένου, ρυθ- µίσεις του άρθρου 12 παρ.7 του ν. 3888/2010 «δεν καταλαµβάνουν περίπτω- ση παραγραφής που είχε ήδη παραταθεί µε προηγούµενο νόµο, (…) εφόσον δεν διευκρινίζεται σε αυτές µε σαφή και επαρκώς προβλέψιµο τρόπο ότι α- φορούν όχι µόνον παραγραφές που έληγαν το πρώτον αλλά και περιπτώ- σεις προθεσµιών που είχαν ήδη παραταθεί» (βλ., επίσης, ΔΕφΑθ 624/2014 και ΔΕφΧαν 24/2013).

 Υπό το φως των ανωτέρω αποφάσεων, ερωτάται εάν θα ήταν σκόπιµο τα ανωτέρω αναφερόµενα στην αιτιολογική έκθεση, που α- ποτελούν απλώς επικουρικό ερµηνευτικό βοήθηµα, να περιληφθούν και στο κείµενο της νοµοθετικής ρύθµισης.

Περίπτωση, βεβαίως, κατά την οποία, εί- ναι πιθανόν να κριθεί, εξ αντιδιαστολής, ότι δεν ισχύουν για τις προγενέ- στερες νοµοθετικές παρατάσεις της παραγραφής.

22. Επί του άρθρου 100 Με την προτεινόµενη παράγραφο 2 αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 47 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος και ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης ή διανοµής κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήµατος νοµικών προσώπων ή νοµικών οντοτήτων, το ποσό που διανέµεται ή κεφαλαιοποιείται φορολογείται σε κάθε περίπτω- ση ως κέρδος από επιχειρηµατική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από την ύ- παρξη φορολογικών ζηµιών». Ερωτάται εάν, προς αποφυγή της διπλής φορολόγησης που µπορεί να συ- νεπάγεται η προτεινόµενη ρύθµιση, θα ήταν σκόπιµο να προβλεφθεί ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ως άνω φορολόγηση αποτελεί συνέπεια δια- φορών µεταξύ της λογιστικής και της φορολογικής βάσης των διάφορων στοιχείων των λογιστικών αρχείων του νοµικού προσώπου ή της νοµικής ο- ντότητας (επί παραδείγµατι, λόγω διαφορετικού χρόνου αναγνώρισης επι- µέρους στοιχείων του ισολογισµού ή της κατάστασης αποτελεσµάτων, ή διαφορετικών κανόνων επιµέτρησης περιουσιακών στοιχείων), ο ως άνω ο- φειλόµενος φόρος θα συµψηφίζεται µε τον αναλογούντα στις ως άνω δια- 27 φορές φόρο που θα προκύψει µελλοντικώς, σε περίπτωση που το νοµικό πρόσωπο ή η νοµική οντότητα εµφανίζει φορολογικά κέρδη µεγαλύτερα α- πό τα λογιστικά ή εµφανίζει λογιστικές ζηµίες.

23. Επί του άρθρου 103 Με την προτεινόµενη ρύθµιση αντικαθίσταται η παράγραφος 8 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 και ορίζεται ότι από τον ειδικό φόρο ακινήτων εξαιρού- νται, αναδροµικώς από 1.1.2010, και νοµικά πρόσωπα (µε καταστατική έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της ΕΕ ή του ΕΟΧ), των οποίων οι µετοχές, µερίδια ή µερίδες ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα που είναι φορολογικοί κά- τοικοι κρατών µελών της ΕΕ ή του ΕΟΧ και διαθέτουν αριθµό φορολογικού µητρώου του κράτους αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι τα ως άνω φυσικά πρόσωπα απέκτησαν αριθµό φορολογικού µητρώου στην Ελλάδα µετά τον χρόνο φορολογίας (ή θα αποκτήσουν αριθµό φορολογικού µητρώου στην Ελλάδα εντός µηνός από τη δηµοσίευση του παρόντος).

Επισηµαίνεται ότι, ειδικώς ως προς φορολογικούς κατοίκους άλλων κρα- τών µελών της ΕΕ, οι οποίοι έχουν αριθµό φορολογικού µητρώου στο κρά- τος µέλος της κατοικίας τους, που δηλώνεται στις υποβαλλόµενες δηλώ- σεις ειδικού φόρου ακινήτων, η απόκτηση αριθµού φορολογικού µητρώου και στην Ελλάδα, ως προϋπόθεση της απαλλαγής από τον ειδικό φόρο ακι- νήτων του νοµικού προσώπου στο οποίο αυτοί συµµετέχουν, συνιστά, υπό το φως της απόφασης του ΔΕΕ της 11-10-2007 στην υπόθεση C-451/05 (ELISA), απαγορευµένο περιορισµό στην κίνηση κεφαλαίων, διότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του στόχου που, συµφώνως προς την αιτιολογική έκθεση της ισχύουσας ρύθµισης (ό- πως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 57 του ν. 3842/2010), είναι η δηµιουργία α- ντικινήτρου στην υποβολή ψευδών δηλώσεων ως προς την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που κατέχουν συµµετοχή στις υποκείµενες στον φόρο εταιρείες.

Και τούτο, διότι οι ίδιες ακριβώς πληροφορίες που θα αντλήσει η Φορολογική Διοίκηση ως προς τα πρόσωπα αυτά, εφόσον υποχρεωθούν στην απόκτηση αριθµού φορολογικού µητρώου και στην Ελλάδα, µπορούν να αντληθούν και µέσω των διαδικασιών της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικώς µε τη διοικητική συνεργασία στον τοµέα της φορολογίας (άρθρα 1 έως 25 ν. 4170/2013) (βλ. αντίστοιχη επισήµανση και στην έκθεση της Επιστηµονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του άρθρου 57 του ν. 3842/2010). Περαιτέρω, η προτεινόµενη ρύθµιση φαίνεται να εισάγει και µια πρόσθετη προϋπόθεση, η οποία δεν περιλαµβάνεται στις ισχύουσες ρυθµίσεις, δεδο- µένου ότι αναφέρεται σε «φυσικά πρόσωπα τα οποία κατέχουν ονοµαστικές µετοχές» ανωνύµων εταιρειών, ενώ η ρύθµιση της περίπτωσης α΄ της παρα- 28 γράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 αναφέρεται σε «ανώνυµες εται- ρείες που έχουν ονοµαστικές µετοχές µέχρι φυσικού προσώπου ή που δη- λώνουν τα φυσικά πρόσωπα που τις κατέχουν».

 Πέραν των ανωτέρω, η προτεινόµενη ρύθµιση πάσχει και νοµοτεχνικώς, διότι περιλαµβάνει στο κείµενο της αντικαθιστάµενης διάταξης και µεταβα- τικές διατάξεις που αφορούν στην εφαρµογή της και επί εκκρεµών υποθέ- σεων ενώπιον της Φορολογικής Διοίκησης ή των Διοικητικών Δικαστηρίων (δεύτερο έως πέµπτο εδάφιο), οι οποίες πρέπει να ενταχθούν σε αυτοτελή παράγραφο του προτεινόµενου άρθρου που δεν θα ενταχθεί στον ν. 3091/2002.

 Επίσης, το τελευταίο εδάφιο της προτεινόµενης ρύθµισης πρέ- πει να αποτελέσει αυτοτελή παράγραφο 9 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002. Αθήνα, 15 Δεκεµβρίου 2016


 Οι εισηγητές Ανδρέας Κούνδουρος Προϊστάµενος του Τµήµατος Ευρωπαϊκών Μελετών Γεώργιος Φωτόπουλος Ειδικοί Επιστηµονικοί Συνεργάτες
Ο προϊστάµενος του Α΄ Τµήµατος Νοµοτεχνικής Επεξεργασίας Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστηµίου Πελοποννήσου
 Ο Προϊστάµενος της Β΄ Διεύθυνσης Επιστηµονικών Μελετών Αστέρης Πλιάκος Καθηγητής του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών

Ο Πρόεδρος του Επιστηµονικού Συµβουλίου Κώστας Μαυριάς Οµότιµος Καθηγητής της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών


 www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: