Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η συνταγματική κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου μέσα από το άρθρο 2 παρ1 Σ- νομολογιακή εφαρμογή.

Αrt2518 Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017
Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημοσίου Δικαίου Συνταγματικό Δίκαιο
Διδάσκων: Καθηγητής Α.Δημητρόπουλος Επιμέλεια: Ειρήνη Μονιού
ΘΕΜΑ Νο1: Η συνταγματική κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου μέσα από το άρθρο 2 παρ1 Σ- νομολογιακή εφαρμογή.2003-2004
Σύντομο σχεδιάγραμμα
Α. Εισαγωγή- εφαρμοστέες διατάξεις
Β. Έννοια και νομική φύση
Γ. Φορείς και αποδέκτες
Δ. Περιορισμοί
Ε. Ενδεικτική περιπτωσιολογία μέσω μιας νομολογιακής προσέγγισης της έννοιας:
προσωποκράτηση για χρέη
γενετήσια ελευθερία
πληροφοριακή αυτοδιάθεση
έλεγχος συνταγματικότητας νομοθετικών διατάξεων προς το 2 παρ.1
σχέση με την προστασία της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ
ΣΤ. Συμπέρασμα
Z. Παράρτημα
Η. Βιβλιογραφία

\Αναφορά των συνταγματικών και διεθνών διατάξεων, όπως αντιλαμβάνονται την έννοια της ανθρώπινης αξίας. Περιεχόμενο της αρχής. Αποτελεί θεμελιώδη συνταγματική αρχή, ερμηνευτική βάση. Φορείς (Έλληνες, αλλοδαποί, κυοφορούμενο, έμβρυο) και αποδέκτες. Η προστασία της ανθρώπινης αξίας δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό και επιφύλαξη. Αποτελεί άκρο όριο οποιουδήποτε περιορισμού. Νομολογιακή προσέγγιση της έννοιας: περιπτώσεις προσωποκράτησης για χρέη, γενετήσια ελευθερία, πληροφοριακή αυτοδιάθεση, σχέση με την προστασία της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ.

Reference to the constitutional and international provisions as they take into account the concept of human value. Foundamental constitutional principle, interpretive basis. Vehicles (Greeks, foreigners, pregnant embryo) and recipients. The protection of human value does not experience any restriction and saving clause. It is the extreme limit of any constraint. Iurisprudential approach of the notion: cases of detension for debts, genetical freedom, informative self- determination, relation to the personality of the provision of the civil code)
. ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Το άρθρο 2 παρ1 Σ κατοχυρώνει την αξία του ανθρώπου σε εθνικό επίπεδο ορίζοντας «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας».

Συναφείς είναι και οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ2: «Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει», όπως και η διάταξη του άρθρου 106 παρ2 που ορίζει τα εξής: «Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας».

Επίσης ιδιαίτερα σημαντική είναι η διεθνής συνταγματική κατοχύρωση της διάταξης, όπως αυτή εντοπίζεται στο προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: «…Επειδή η αναγνώριση της αξιοπρέπειας που είναι σύμφυτη σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας, καθώς και των ίσων και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων τους αποτελεί το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο» καθώς και στο προοίμιο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Η Ένωση, έχοντας επίγνωση της πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς της, εδράζεται στις αδιαίρετες και οικονομικές αξίες της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Ερείδεται στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου». Παράλληλα στο άρθρο 1 του Πρώτου Κεφαλαίου αναφέρεται κατά τρόπο πιο συγκεκριμένο «Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται».

Τέλος πανηγυρική αναγνώριση της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συναντάται και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα: «Τα Συμβαλλόμενα κράτη στο παρόν Σύμφωνο… λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η αναγνώριση της εγγενούς αξιοπρέπειας και των ίσων και αναφαίρετων δικαιωμάτων όλων των μελών της ανθρώπινης κοινωνίας αποτελεί τη βάση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο …», ενώ στο άρθρο 10 του προκείμενου συμφώνου: «Κάθε πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του αντιμετωπίζεται με ανθρωπισμό και σεβασμό της εγγενούς ανθρώπινης αξιοπρέπειας».

Η πρώτη από τις προαναφερθείσες διατάξεις περιέχεται όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς στο πρώτο τμήμα των διατάξεων του Συντάγματος, εκείνο που αφορά τις βασικές οργανωτικές δομές που ρυθμίζουν κατά κύριο λόγο τη μορφή του πολιτεύματος. Το γεγονός αυτό είναι εξάλλου ενδεικτικό της θέλησης του νομοθέτη να αναγάγει τη διάταξη αυτή σε θεμελιώδη, γι’ αυτό άλλωστε και την εξαιρεί μαζί με αυτή του άρθρου 7παρ2 από τις υποκείμενες σε αναθεώρηση ή αναστολή διατάξεις.

Β. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ


Από τη θέση της ως άνω διάταξης μέσα στο σύστημα στο οποίο είναι οργανωμένο το Σύνταγμα, αλλά και από το περιεχόμενο της, όπως αυτό προκύπτει μέσα από μια εννοιολογική προσέγγιση συνάγεται ότι πρόκειται για μια θεμελιώδη συνταγματική αρχή, η οποία αποτελεί τη βάση για να προχωρήσουμε στην ερμηνεία των άλλων συνταγματικών διατάξεων ή των κοινών νόμων. Αντιστοίχως σε κάποιες πρόσφατες αποφάσεις1 προσδίδεται αυτόνομη αξία στην αρχή αυτή, έτσι ώστε να αποτελέσει το κριτήριο για την αξιολόγηση της συνταγματικότητας μιας νομοθετικής ρύθμισης ή κοινωνικής συμπεριφοράς. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά εκεί «το άρθρο 2 παρ1Σ δεν θεσπίζει δικαίωμα, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου».

Το περιεχόμενο της αρχής έγκειται κυρίως στην απαίτηση να μην υποβιβάζεται ο άνθρωπος, ο κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος σε αντικείμενο, σε απλό μέσο για την εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε σκοπών, σε αντικαταστατό τελικά μέγεθος»2

Αναφερόμενος στη διαφορά της διατυπώσεως ο κ. Εισηγητής της πλειοψηφίας είπε στη Βουλή: «Η διατύπωσις του Σχεδίου είναι νομίζω περιεκτικωτέρα αναφερόμενη εις την καθόλου αξίαν του ανθρώπου». Δεν είναι ωστόσο η «καθόλου», δηλαδή η οποιαδήποτε αξία του ανθρώπου εκείνο το οποίο ενδιαφέρει και εννοείται πράγματι εδώ, αλλά η ποιοτικώς διαφέρουσα, εκείνη που μόνο σε αυτόν υπάρχει και που τον διαφοροποιεί από οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη ξεπηδώντας από την ίδια την ουσία του. Αυτό ακριβώς, όμως, αποδίδεται με τον προσφυέστερο όρο «αξιοπρέπεια»- κάτι που φέρεται αποκλειστικά από τον ίδιο τον άνθρωπο. «Αξιοπρέπεια» του ανθρώπου σημαίνει: Πρέπει αξία στον άνθρωπο, γιατί μόνον αυτός είναι πραγματικός ή δυνητικός φορέας συνειδήσεως έχοντας σαν τέτοιος την αξίωση και την ευθύνη να αποφασίζει συνειδητά για τη στάση του στον κόσμο, για τις πράξεις του και τις αντιδράσεις του.

Πρόσφατη απόφαση του ΑΠ, η 40/1998, έκρινε ότι «στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και κοινωνική αναγνώριση υπόληψης, ενώ ένας έμμεσος προσδιορισμός της έννοιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δίνεται μεταξύ άλλων στην 283/2000 ΕΣ, Τμήμα ΙΙ όπου «…Πέραν τούτου, η ίδια η κύρωση ως δυσμενές με τη μορφή της απώλειας του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περίπτωση απόλυσης υπαλλήλου λόγω πειθαρχικού παραπτώματος εμφανίζει τέτοια ένταση και διάρκεια, δεδομένου ότι ακολουθεί τον απολυθέντα υπάλληλο μέχρι το πέρας του βίου του, που θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωση του με τη στέρηση των στοιχειωδών μέσων για τη κάλυψη των βιοτικών του αναγκών και μάλιστα σε μια ηλικία που η δυνατότητα αναπλήρωσης της ως άνω παροχής καθίσταται αν όχι αδύνατη, εξόχως δυσχερής, με άμεσο αποτέλεσμα ακόμα και την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Γ. ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ

Το Σύνταγμα θεσπίζει μια σειρά από δικαιώματα του ανθρώπου, δηλαδή από δικαιώματα, που δεν απολαμβάνει μόνο ο Έλληνας αλλά και ο αλλοδαπός ή και εκείνος που δεν έχει καμιά ιθαγένεια. Για τον αλλοδαπό ωστόσο η νομολογία έχει διατυπώσει ξεκάθαρα ότι το άρθρο 2 παρ1 δεν συνεπάγεται δικαίωμα του να πολιτογραφηθεί Έλληνας, ούτε καν να πληροφορηθεί τους λόγους της απόρριψης του αιτήματος του, που δεν ελέγχεται ακυρωτικά.

Δεν αφορά καταρχήν τα νομικά πρόσωπα ως τέτοια, τα οποία όμως αποτελούν αποδέκτες και μάλιστα συχνών προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπεια. Χαρακτηριστική είναι η υπ’αριθμ. 708/1998 ΑΠ, Β΄Τμ. «…Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ν.π.δ.δ.- στο οποίο επανήλθε ο απολυθείς ή εξαναγκασθείς σε παραίτηση υπάλληλος- υποχρεούται να τον επαναφέρει στη θέση του με τις ίδιες συνθήκες υπό τις οποίες τελούσε πριν από την απόλυση ή την παραίτηση του. Εφόσον δεν προκύπτει για προστατευόμενο ανάπηρο πρόσωπο οφείλει να του εξασφαλίσει και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες και προηγουμένως προσέφερε την εργασία του ή τις υπηρεσίες του, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτή η από μέρους του παροχή της εργασίας του, σύμφωνα με το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 2παρ1, 5παρ1, 21παρ3 και 22παρ1εδα΄Σ»

Αναγκαίο επίσης είναι να εξετάσουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)Κυοφορούμενο: Το κυοφορούμενο δεν είναι κατά κυριολεξία το ίδιο φορέας των σχετικών δικαιωμάτων. Το Σ όμως με τις σχετικές διατάξεις (2παρ1, 5παρ2Σ) υποχρεώνει την πολιτεία να προστατεύσει τη δημιουργούμενη ζωή.

β)Έμβρυο. Ζήτημα τίθεται όσον αφορά τη διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας με χρήση ανθρώπινων εμβρύων καθώς και της εφαρμογής διαγνωστικών μεθόδων πριν από την εμφύτευση. Σύμφωνα με τον Christian Starck η δημιουργία εμβρύων με αποκλειστικό σκοπό τη χρήση τους για τη διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας κρίνεται απαγορευτέα ως άμεση συνέπεια της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ενόψει και του καντιανής προέλευσης «τύπου του αντικειμένου». Από την άλλη πλευρά και συνεκτιμώντας τις αυστηρές ρυθμίσεις του γερμανικού νόμου για την προστασία των εμβρύων, η χρήση για ερευνητικούς σκοπούς εμβρύων που δημιουργήθηκαν εξωσωματικά με σκοπό καταρχήν την κυοφορία τους και για τα οποία δεν υφίσταται πλέον καμιά δυνατότητα εμφύτευσης, μπορεί να κριθεί επιτρεπτή, σταθμίζοντας τους στόχους και τη σοβαρότητα της έρευνας για την οποία γίνεται λόγος. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται τα ίδια κριτήρια που αφορούν τη διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας σε νεκρούς ή τη χρήση οργάνων νεκρών προσώπων για μεταμόσχευση.

γ)Νεκρός. Και ο νεκρός μπορεί να θεωρηθεί υπό ορισμένες περιπτώσεις φορέας θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν λήγει με το θάνατο του προσώπου3.

Δ. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ


Πηγή της διατάξεως της προκείμενης αρχής είναι το ίδιο το άρθρο 1 παρ1 του Δυτικογερμανικού Συντάγματος της Βόννης του έτους 1949, που λέει: «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι απαραβίαστη. Ο σεβασμός και η προστασία της αποτελούν υποχρέωση κάθε κρατικής εξουσίας…». Προσβολή δε της ανθρώπινης αξιοπρέπειας υπάρχει κάθε φορά που ο άνθρωπος χρησιμοποιείται σαν απλό μέσο για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού, υποβιβαζόμενος έτσι στο επίπεδο «αντικειμένου του εμπράγματου δικαίου». Χαρακτηριστικό της προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι ότι, ακόμα κι αν επέρχεται στο πρόσωπο ενός γίνεται οδυνηρά αισθητή σαν τέτοια από όλους, ότι δηλαδή ο ένας δεν πλήττεται σαν ο συγκεκριμένος Α ή Β που είναι, αλλά σαν εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους.

Η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν είναι δυνατό να υπόκειται σε κανένα περιορισμό και σε καμία επιφύλαξη, ούτε επιτρέπει εξαιρέσεις στα πλαίσια ειδικών εξουσιαστικών σχέσεων. Αντίθετα αποτελεί άκρο όριο οποιουδήποτε περιορισμού που επιτρέπει εκάστοτε το Σύνταγμα, είτε αυτός αναφέρεται ρητά στο περιεχόμενο, είτε στους φορείς του δικαιώματος.

Χαρακτηριστική είναι η συνταγματική διατύπωση, στην οποία αποφεύγεται η ρητή διακήρυξη του απαραβίαστου της ανθρ. αξιοπρέπειας δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στην αναφορά της «έννομης συνέπειας», δηλ. την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου. Δεν θέτει απλά όρια, αλλά επιτάσσει στο κράτος να λάβει τα αναγκαία νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα που σέβονται και προστατεύουν την αξία του ανθρώπου. Επί αυτού η απόφαση 5715/1999 Εφ. Αθηνών αναφέρει « Επειδή το άρθρο 2 παρ1 του Σ απαγορεύει την αξία του ανθρώπου, στην οποία περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα, ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης, σε θεμελιακή αξία του πολιτεύματος και επιτάσσει όλα τα πολιτειακά όργανα όχι μόνο να «σέβονται», αλλά και να «προστατεύουν» την αξία αυτή από προσβολές προερχόμενες από τρίτους…».

Ε. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΩ ΜΙΑΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ

i) Προσωποκράτηση για χρέη


Η θεωρία έχει δεχτεί ότι συνιστά παραβίαση του άρθρου 2 παρ1, διότι υποβιβάζει τον οφειλέτη σε μέσο για την είσπραξη των χρεών αυτών, δηλ. σε αντικείμενο. Διαφορετική όμως φαίνεται να είναι η άποψη της νομολογίας, όπως φαίνεται από τις κάτωθι αποφάσεις:

Διοικ. Πρωτοδ. Βόλου 27/1994


«…Εξάλλου με το άρθρο 5Σ κατοχυρώνεται το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας, της οποίας η στέρηση ή ο περιορισμός δεν επιτρέπεται, παρά μόνο όταν και όπως ο νόμος ορίζει. Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης, ενόψει και της κατά το 2 παρ1Σ υποχρέωσης της Πολιτείας να προστατεύει την αξία του ανθρώπου, η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με το μέτρο της προσωπικής κράτησης του οφειλέτη για χρέη του προς το Δημόσιο, είναι επιτρεπτή, εφόσον ανταποκρίνεται προς την αρχή της αναλογικότητας, που είναι αυτοτελής συνταγματικού επιπέδου γενική αρχή του δικαίου και απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου…»

ΑΠ Α΄ Τμήμα 253-4/2000

«…Το άρθρο 11 του Συμφώνου αυτού, το οποίο μετά την κύρωση του έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28Σ, ορίζει ότι « κανένας δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Η διάταξη αυτή, για την ορθή εφαρμογή της οποίας απαιτείται ο συνδυασμός της με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ1 και 25 παρ3Σ, και η συναγόμενη από αυτές και τη διάταξη του άρθρου 951 παρ2 ΚΠολΔ αρχή της αναλογικότητας κατά την παροχή έννομης προστασίας με την μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν επέφερε την κατάργηση της προσωπικής κρατήσεως, αλλά προϋποθέτοντας την ισχύ της ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, περιέστειλε μόνο το πεδίο εφαρμογής της…»
ενώ ειδικά για τους εμπόρους,

ΕφΑθ 7394/1999

«…Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, η οποία ως υπέρτερης νομικής βαθμίδος νομικός κανόνας (28 παρ1Σ), υπερισχύει, τροποποιεί και συμπληρώνει τη διάταξη του 1047 παρ1 ΚΠολΔ συνδυαζόμενη και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ1, 5 παρ1, 25 παρ3 Σ, του άρθρου 116 ΚΠολΔ και την αρχή της αναλογικότητας, προσωπική κράτηση κατά το πιο πάνω άρθρο 1047 παρ1 ΚΠολΔ, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά εμπόρου και για εμπορική απαίτηση, μπορεί να διαταχτεί μόνο κατά εκείνου που έχει την οικονομική δυνατότητα να εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση, πλην όμως αποφεύγει τούτο δολίως π.χ με την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων ή άλλων ενεργειών που καθιστούν αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερή την αναγκαστική εκτέλεση με τα άλλα μέσα που προβλέπει ο ΚΠολΔ».4

ii) Γενετήσια ελευθερία


ΑΠ Ε΄Τμ 502/1998

«…Ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες και τις επιτακτικές προσβλητικές ενέργειες εις βάρος συγκεκριμένων προσώπων, ενοποίησε τα δυο αδικήματα του βιασμού και του εξαναγκασμού σε ασέλγεια, χάριν της μεγαλύτερης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία με την εξηναγκασμένη επιβολή θίγεται ανεπανόρθωτα…»

Το έννομο αγαθό των δυο εγκλημάτων που ενοποίησε ο νομοθέτης με το ν.1419/84 είναι η γενετήσια ελευθερία του ατόμου, η οποία βέβαια σαφώς δεν αναγνωρίζεται στον νεώτερο των 15 ετών ανήλικο, ώστε αυτός να εξελιχθεί ψυχοσωματικά ομαλά μέχρι την ηλικία των 15, προστατευόμενης έτσι (έμμεσα και για το μέλλον) της μετέπειτα γενετήσιας ελευθερίας του, ως εκδηλώσεως της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας.

Συμβ.Εφ.Αθ. 430/1996


«…Ο βιασμός αποτελεί βαρύτατη προσβολή κατά της ανθρώπινης προσωπικότητας και ως εκ τούτου προστατεύεται η προσωπική ελευθερία του ατόμου με την ειδικωτέρα μορφή αυτής περί τη γενετήσια δραστηριότητα, και το δικαίωμα να εκλέξει τον ή την με τον οποίο ήρθε σε σαρκική ομιλία- επικοινωνία.

Και επομένως το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο στηρίχθηκε στην πρόταση του Εισαγ.Πλημ. έσφαλε, όταν συμπεριέλαβε τις αξιόποινες πράξεις αυτού, στις διατάξεις των άρθρων 42,83 και 336 παρ1 ΠΚ. Ενώ αυτές εμπίπτουν απόλυτα στη διάταξη του άρθρου 337 παρ1ΠΚ, η οποία τιμωρεί τον δράστη, όταν προσβάλλει με ασελγείς προτάσεις και χειρονομίες την αξιοπρέπεια άλλου, στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του…».

Εφ.Αθ 7151/1996


«…Ειδικότερα η σεξουαλική παρενόχληση, που συνίσταται στην ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως που θίγει την αξιοπρέπεια του μισθωτού κατά την εργασία αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του παρενοχλούμενου και η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη λόγω της αντίδρασης του μισθωτού στην εν λόγω προσβολή της προσωπικότητας του είναι καταχρηστική…».5

iii) Πληροφοριακή αυτοδιάθεση


Από το άρθρο 2 παρ1 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ.2 μπορεί να συναχθεί μια καταρχήν απαγόρευση διείσδυσης στο forum internum, ιδίως με χρήση μεθόδων όπως ο ορός της αλήθειας, ο ανιχνευτής ψεύδους, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η υποβολή του ατόμου σε καθεστώς πειθαρχημένης διαβίωσης με συνεχή βομβαρδισμό σε σημείο να υφίσταται «πλύση εγκεφάλου». Αυτή η εσωτερική ελευθερία της συνείδησης είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ιδιότητα του ατόμου ως έλλογου όντος, το σεβασμό της ιδιαιτερότητας του και το μη υποβιβασμό του σε αντικείμενο.6

iv)Έλεγχος συνταγματικότητας νομοθετικών διατάξεων προς το 2 παρ1Σ


ΑΠ Τμ.Α΄899/2001

«…Ο καθορισμός από το νόμο ελαχίστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει μια ελάχιστη προστασία των πολιτών από ιδιαιτέρως έντονες, λόγω της μεγάλης δημοσιότητας, προσβολές της τιμής της υπολήψεως τους και είναι σύμφωνος προς την επιταγή του άρθρου 2 παρ1 Σ, που ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας…»

v)Σχέση με την προστασία της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ


ΜονΠρ.Θεσ/νικης 18134/1998

Εδώ σημειώνεται ότι η κατά το άρθρο 57 ΑΚ προστασία της προσωπικότητας εντοπίζεται ως εξειδίκευση της συνταγματικής επιταγής. Κατά την απόφαση αυτή είναι σαφές ότι η προσωπικότητα αποτελεί συνταγματικό αγαθό που προστατεύεται τόσο από την κρατική όσο και από την ιδιωτική προσβολή. Το Δικαστήριο μάλιστα επικαλείται παρατακτικά τα α.2 παρ1, 5 παρ1, 7 παρ2, 9,19,23 παρ1 και 2, 8 και 10 ΕΣΔΑ καθώς και ένα πλήθος διατάξεων της κοινής νομοθεσίας.

Η νομολογία επικαλείται συχνά συνδυαστικά τα άρθρα που προαναφέρθηκαν για την προστασία του μισθωτού σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να τον απασχολεί πραγματικά ή στη θέση στην οποία είχε προσληφθεί ή όταν ματαιώνεται η αξιοποίηση της ειδικότητας που είχε αποκτήσει ο μισθωτός ή παρεμποδίζεται η απόκτηση αυτής της ειδικότητας ή προκαλείται ηθική μείωση του εξαιτίας του ότι δεν απασχολείται ή εκτίθεται στους συναδέλφους του ή στο κοινωνικό περιβάλλον.

ΣΤ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Κλείνοντας την ανάλυση του άρθρου που περιγράφει την αξία του ανθρώπου θα ήθελα να παραθέσω δυο αποφάσεις των δικαστηρίων μας, οι οποίες είναι ενδεικτικές μιας πολύ σημαντικής μεταστροφής που σημειώθηκε στην ελληνική νομολογία και επηρέασε κατά τρόπο ουσιώδη τη θεώρηση της αρχής της ανθρώπινης αξίας, όχι πλέον ως κατευθυντήριας ή προγραμματικής διάταξης αλλά ως αυτούσιο κανόνα δικαίου, ικανού να παράγει και να ικανοποιήσει αμέσως αγώγιμες αξιώσεις των πολιτών.

Τριμ.Διοικ.Πρωτ.Αθηνών 4143/1995


«…Η δε διάταξη της παρ1 του άρθρου2 Σ δεν προστατεύει κανένα άτομο ή κοινωνικό δικαίωμα, αλλά απλώς με αυτή καθιερώνεται η υποχρέωση γενικώς σεβασμού και προστασίας της αξιοπρέπειας του ανθρώπου από τα κρατικά όργανα, δεδομένου μάλιστα ότι οι δυο αυτές διατάξεις είναι κατευθυντήριες και δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθούν σε αυτές αγώγιμες αξιώσεις των πολιτών…»

Κατά την ως άνω άποψη, την οποία συμμεριζόταν μια μεγάλη μερίδα της θεωρίας η συγκεκριμένη διάταξη είναι απλώς κατευθυντήρια δεν «ιδρύει όμως ένα επιπλέον, αυτοτελές και ειδικότερο ατομικό δικαίωμα, δεν θεμελιώνει αξίωση κατά του Κράτους για συγκεκριμένες ενέργειες, ούτε αποτελεί ένα αυτοτελώς προστατεύσιμο έννομο αγαθό».7Ως κύριο επιχείρημα προβάλλουν το γεγονός ότι η τοποθέτηση της διάταξης στο πρώτο μέρος του Σ την αναβιβάζει σε θεμελιώδη αρχή, το πεδίο εφαρμογής της οποίας εκτείνεται και πέρα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, την απομακρύνει συνεπώς από τη φύση και λειτουργία ενός ατομικού δικαιώματος και της προσδίδει χαρακτήρα κανόνα του αντικειμενικού δικαίου.

ΑΠ 40/1998 (μεταστροφή της νομολογίας)

«…κι αν ακόμα θεωρηθεί ότι το άρθρο 2 παρ1 Σ ιδρύει ατομικό δικαίωμα, δεδομένου ότι στο ατομικό αυτό δικαίωμα περιλαμβάνεται όχι μόνο η άμυνα κατά επεμβάσεων της πολιτειακής εξουσίας, αλλά και η αξίωση κατά της πολιτείας για θετική ενέργεια προς αποτροπή προσβολών της αξίας του ανθρώπου από τρίτους, εις τρόπον ώστε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος εμποδίζει το νομοθέτη να υποβιβάσει σε συγκεκριμένη περίπτωση το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας…»

Η απόφαση αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική γιατί αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που η διάταξη του 2 παρ1Σ αποκτά μια αυτόνομη κανονιστική λειτουργία αφού η επίκληση της στη μείζονα πρόταση γίνεται αυτοτελώς8και όχι σε συνδυασμό με κάποια άλλη ειδικότερη συνταγματική διάταξη, ούτε καν αυτή του αρ.5 παρ1Σ που αναφέρεται ειδικότερα στην προστασία της προσωπικότητας.

Έτσι μετά τα ανωτέρω μένει μόνο να δούμε κατά πόσο η ως άνω τακτική θα μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτή της ευθείας αναγνώρισης συνταγματικής προστασίας στα ενοχικά δικαιώματα, μέσω της διεύρυνσης του περιεχομένου της ιδιοκτησίας κατά το αρ.17Σ, όταν μάλιστα η νομολογία του ΕυρΔΔΑ ελαχιστοποίησε τα περιθώρια ελιγμών προς αυτήν την κατεύθυνση9. Εντούτοις, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η διάταξη 2 παρ1Σ δύσκολα μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση για την προστασία του συνόλου των ενοχικών δικαιωμάτων, αφού δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κατάργηση κάθε είδους ενοχικών αξιώσεων προσβάλλει την αρχή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Διοικ.Πρωτ.Βόλου 27/1994, ΝοΒ 43 (1995)

Τριμ.Διοικ.Πρ.Αθηνών 4143/1995, ΔΔ 10 (1998)

Συμβ.Εφ.Αθ.430/1996, Υπεράσπιση 1997

Εφ.Αθ. 7151/1996. ΕλΔνη 39 (1998)

ΑΠ 40/1998 Α΄τακτ.Ολ , ΕλΔνη 40 (1999)

ΑΠ 708/1998 Β΄Τμήμα, ΕλΔνη 40 (1999)

ΑΠ Ε΄Τμ.502/1998, ΕλΔνη 39 (1998)

Μον.ΠρΘεσ.18134/1998, Αρμενόπουλος 11(1998)/ Δ,29

ΕφΑθ. 7394/1999, ΕλΔνη 41 (2000)

ΕΣ 283/2000, τμΙΙ, το Σ 1/2001

ΑΠ 253-4/2000 Α΄Τμ., ΕλΔνη 41 (2000)

ΑΠ 253-4/2000 Α΄Τμ., ΕλΔνη 41 (2000)

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Κ.Γεωργόπουλος, Επιτ.Συνταγμ.Δικαίου, Αθήνα, Σάκκουλας, 1991, σελ 456 επ

Π.Δ.Δαγτόγλου, Ατομ.Δικαιώματα Β΄, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας, 1991

Αρ.Μάνεσης, Ατομ.Ελευθερίες, Αθήνα, 1982, σελ.108 επ

Α.Μανιτάκης, Κράτος δικαίου κ΄δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας, 1994, σελ410 επ

Ι.Μανωλεδάκης, Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, 1995, σελ 14 επ

Κ.Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Αθήνα, Σάκκουλας 2002

1 ΑΠ 40/1998 Ολ., το Σ 1999, σελ 103.
2 Πρβλ. Ι.ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια» σε Μανωλεδάκη/pritt.witz (επιμ) «Η ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», 1997, σελ.14επ.
3 πρβλ.αρ.365ΠΚ, που τιμωρεί την προσβολή της τιμής τεθνεώτος.
4 ομοίως Πρωτοδ.Ναυπλίου 115/2000, ΣτΕ τμ.ΣΤ΄1623/2002
5 ομοίως Μ.Ο.ΕφΑθ 382/87, Συμβ.Πλημ.Ρεθ.9/2000, ΒουλΣυμβΠλημΠρεβ 58/2000
6 Κ.Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Αθήνα, Εκδ.Σάκκουλα 2002,σελ.115.
7 Α.Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα α, Ατομικές ελευθερίες, Εκδ.Σάκκουλα 1981, σελ111.
8 Αντιστοίχως έκριναν και τα δικαστήρια που κλήθηκαν να αξιολογήσουν αποδεικτικά μέσα που είχαν αποκτηθεί ή χρησιμοποιηθεί παράνομα, καθώς και στην περίπτωση της κρίσης για τη συνταγματικότητα της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο.
9 Πρβλ υποθ.Ηαuer στην οποία το ΔΕΚ θεώρησε ότι η προστασία που παρέχεται στο δικ,της ιδιοκτησίας κατά το αρ1 του Πρώτου Προσθ.Πρωτοκ.ΕΣΔΑ αποτελεί το ελάχιστο κοινό επίπεδο προστασίας στην Ε.Ε,

www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: