Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Το στυλ και η κανονικοποίηση της σκέψης

Το στυλ και η κανονικοποίηση της σκέψης


Μια είδηση ή μια πληροφορία, ψεύτικη ή αληθινή, για να γίνει όπως λέγεται viral, πρέπει να επιτελεί μια βασική λειτουργία: συνήθως να επιβεβαιώνει μια προκατάληψη. Αντιστοίχως μια ψεύτικη «πραγματικότητα» για να γίνει πειστική πρέπει να φαίνεται κανονική. Ο τρόπος με τον οποίο προάγεται, για παράδειγμα, το σκεπτικό των κανονικών (normies) αποτελεί τρανή απόδειξη της καταλυτικής επίδρασης που έχει ο σύγχρονος κόσμος (κυρίως του διαδικτύου) στη χαρτογραφία της σύγχρονης σκέψης. Οι λεγόμενοι normies, νεότεροι κυρίως ηλικιακά άνθρωποι, είναι εκείνοι που «γνωρίζουν» τον κόσμο μέσα από ατάκες των πενήντα λέξεων και από διαδικτυακά μιμίδια (memes).

 Είναι άνθρωποι που ενώ μπορεί να καταγγέλλουν τους αγαθιάρηδες, που στο παρελθόν πίστευαν στην «Αγία» Αθανασία του Αιγάλεω, στον ίδιο βαθμό όμως πιστεύουν, με αξιοσημείωτη ευκολία, τερατώδεις κοινοτοπίες και ανοησίες ή παραβλέπουν και χάνουν τον ελέφαντα που μόλις πέρασε μπροστά τους.

Δεν θα καταπιαστούμε με τα μιμίδια ως μονάδες πολιτισμικής μεταβίβασης (μίμησης) όπως προέκυψαν από την εξελικτική βιολογία του Ρίτσαρντ Ντόκινς, ούτε με αυτά καθαυτά τα «φαινόμενα του ίντερνετ» (αλλιώς διαδικτυακά μιμίδια), αλλά ούτε και με τις ψεύτικες ειδήσεις (fake news και hoaxes). Γι’ αυτά τα θέματα έχουν γραφτεί αμέτρητες αναλύσεις και άρθρα. 

Στόχος αυτού του κειμένου, με γνώμονα τις παρατηρήσεις που εντοπίσαμε στο βιβλίο Δεκατέσσερα μαθήματα για το στυλ του Α.-Ι.Δ. Μεταξά, είναι να αναδείξει ορισμένα εκφραστικά/επικοινωνιακά γνωρίσματα του σύγχρονου κόσμου. 

Ενός κόσμου που χαρακτηρίζεται: α) από κουλτουραλισμό, β) από κακογουστιά (με την μορφή της αισθητικής φτήνιας και του χιπστερισμού), όπως συνήθιζε να λέει ο Ιταλός κριτικός τέχνης Gillo Dorfles(που όρισε το κιτς) και γ) από ακραία «κανονικότητα». Η αδιάκριτη και η διεισδυτική γοητεία ενός συγκεκριμένου μοντερνισμού (δυτικοευρωπαϊκής κοπής κυρίως), που αμφισβητούσε και γεννούσε ερωτηματικά, έχει πλέον ελάχιστους εκπροσώπους και όπως θα δούμε, αυτού του είδους η οπτική του κόσμου σταδιακά εξαφανίζεται. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ταινία Η Μορφή του Νερού (The Shape of Water). 

Σε αυτή την περίπτωση το καλό γούστο και η στυλιστική επάρκεια υπάρχουν. Όπως επίσης υπάρχει η προσοχή στις λεπτομέρειες και ένα συνολικό κινηματογραφικό στίλβωμα. 

Όμως το θέμα της ταινίας δεν λέει απολύτως τίποτε, το μόνο που κάνει, κλασικά θα λέγαμε, είναι να χωρίζει τον κόσμο σε καλούς και κακούς, δίνοντάς μας τη ψευδαίσθηση ότι εμείς βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά. 

Στο σύνολό της η ταινία χρησιμοποίησε όλες τις αρνητικές πτυχές, της ταυτόχρονα γοητευτικής, αμερικανικής κοινωνίας κατά την δεκαετία του ΄50. Ο Ντελ Τόρο με δυνατά υλικά τον ρατσισμό, την ομοφοβία, το σεξισμό και, βεβαίως, την ξενοφοβία, καταλήγει σε μια «ρομαντικά σατινέ», (υπερ)κανονική, παρηγορητική και καθησυχαστική ιστοριούλα, που χωρίζει τον κόσμο στα δύο. Μια ταινία που αρέσει γιατί μας κάνει να πιστεύουμε ότι είμαστε καλύτεροι από ό, τι πραγματικά είμαστε. 

Διότι, όλοι εμείς, δεν έχουμε καμία σχέση με τον σοβιετικό ρομαντικό καθηγητή που στο όνομα της ανοιχτότητας, της τρυφερότητας και της αγάπης του για την επιστήμη προδίδει την πατρίδα του και προκαλεί, στα ίσια, έναν θλιβερό, σκληρό τύπο, αρρενωπό, ρατσιστή και εγωιστή πρόθυμο να σκοτώσει και να βασανίσει, καθετί που αναπνέει, για να αγοράσει το καινούργιο πολυτελές αμάξι που θα τον κάνει να φαίνεται πιο ισχυρός. Δυστυχώς η διανοητική συγκίνηση που προκαλεί, αυτή η κινηματογραφική τέχνη, δεν διαπερνά την επιδερμίδα ώστε να κυκλοφορήσει μέσα μας.

Δεν μας αφήνει καμία διαταραχή, καμία δυσκολία ή μια σκέψη που μπορεί να μας βασανίσει κάπως. Είναι μια «κανονική» ταινία που μας κάνει να νιώθουμε καλά, που μας θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο και θεωρητικά (και αόριστα) αυτόν τον κόσμο μπορούμε να τον αλλάξουμε, αρκεί να γνωρίζουμε το σωστό. Όμως αυτό το σωστό και το καλό γίνεται τόσο κανονικό και αυτονόητο όπως ένας χημικός τύπος. 

Ο σωστός χημικός τύπος του νερού είναι H2O και όχι, λόγου χάρη, CH2O (άχρωμο και εύφλεκτο αέριο). 

Αυτό κάποιος μπορεί να το γνωρίζει ή να μην το γνωρίζει καθόλου, εάν όμως βραχεί το νερό θα το νοιώσει ούτως ή άλλως και δεν θα μπορέσει φυσικά να στεγνώσει αυτόματα μόνο και μόνο με τη σκέψη ότι το υδρογόνο και το οξυγόνο, ως στοιχεία, δεν είναι υγρά.

 Αυτό μάλιστα θα συνέβαινε και σε ένα σκύλο, που διαθέτει εννοιολογικά σχήματα διαφορετικά από τα δικά μας, ή σε ένα σκουλήκι ή ακόμη και σε ένα αντικείμενο όπως ο υπολογιστής, ο οποίος, αν και αγνοεί πλήρως τη χημική σύνθεση του νερού, θα μπορούσε να πάθει ανεπανόρθωτη ζημιά στην ατυχή περίπτωση όπου πέσει πάνω του αρκετό νερό. 

Το νερό μπορεί να έχει σταθερό χημικό τύπο, αλλά όπως δίνει ζωή έτσι προκαλεί ζημιές και πνευμονία, εάν ο βρεγμένος στεγνώσει σε ένα κρύο ρεύμα. 

Άλλωστε το ότι στεγνώνεις πιο γρήγορα και με ασφάλεια κάτω από τον ζεστό ήλιο είναι μια σωστή οπτική που δεν επιδέχεται πολλές αμφιβολίες, αρκεί να μην βρίσκεσαι σε μια ηλιόλουστη, αλλά χειμωνιάτικη ημέρα στη Νορβηγία.

 Η Μορφή του Νερού, μιλώντας «στεγνά και διπολικά», δημιούργησε μια θέρμη και εντυπώσεις (κέρδισε και βραβεία), αλλά είναι καταδικασμένη να εξατμιστεί. Σε αντίθεση με άλλες σύγχρονες ταινίες όπως οι Ιστορίες για Aγρίους (Relatos Salvajes), O Aόρατος Eπισκέπτης(Contratiempo) και Η Οικογένεια Μπελιέ (La Famille Bélier).

Πάντα κατά την άποψη μας, στην πραγματική τέχνη, η οποία διαφέρει κατά πολύ από την απλή επίδειξη τεχνικής αρτιότητας, δεν αρκεί η μεταμοντέρνα απόλαυση της συμμετοχής, είναι απολύτως απαραίτητη και η διεύρυνση της ερμηνείας. 

Όμως για να έχουμε κάποια ερμηνεία, πρέπει να υπάρχει περιεχόμενο/αντικείμενο και κάπου μέσα μας να γεννιούνται ίχνη αμφιβολίας. 

Η αμφιβολία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε μια προσπάθεια (απο)τεκμηρίωσης που δεν περιορίζεται στη γυμνή αντιλογία, αλλά ανάγεται σε έναν υγιή σκεπτικισμό. 

Κατ’ αναλογία, έχοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι ο πολιτικός Λόγος, όταν περιορίζεται στη λάμψη, στην ευπεψία και στην απόλαυση, αγνοώντας, κάποιες φορές επιδεικτικά, το περιεχόμενο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτικός. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πολιτική επικοινωνία δίχως πολιτικό Λόγο, ως δραστηριότητα μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική.

 Οι ιθύνοντες της πολιτικής επικοινωνίας, και επομένως της έκφρασης του πολιτικού Λόγου, γνωρίζουν πολύ καλά ότι το πιο δύσκολο πράγμα να αναχαιτιστεί είναι μια βάσιμη αμφιβολία που μπορεί να εξελιχθεί.

 Επομένως, όπως καταλαβαίνουμε, ένας επιτυχημένος Λόγος, που αξιώνεται πολιτική ιδιότητα, είναι αυτός που δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Για να το πετύχει αυτό υπάρχουν διάφορες εκφραστικές τεχνικές υπό τη μορφή του στυλ. 

Εμείς θα καταπιαστούμε με δυο βασικά είδη στυλ: το ελλειπτικό και το πλήρες.

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η δράση (ελλειπτική ή πλήρης) που ασκεί το στυλ ως αισθητικό όχημα, ανεξάρτητα από εκείνη που ασκεί το ουσιαστικό περιεχόμενο.
 Ένα στυλ είναι ελλειπτικό όταν ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνεται, για παράδειγμα ένα πολιτικό μήνυμα, κάνει τους αποδέκτες του να αισθάνονται την επιθυμία να το συμπληρώσουν. Αυτή όμως η επιθυμία δεν πρέπει ποτέ να φτάνει στο σημείο να ικανοποιείται πλήρως. 

Πρέπει δηλαδή να προκαλείται η συμμετοχή και η σύμπραξη με τρόπο συνειδητό ή και ασυνείδητο, αλλά ωστόσο όχι σε απόλυτο βαθμό. Για παράδειγμα μια φωτογραφία που δίνεται θαμπή, επειδή κάποιος ηθελημένα μας την δίνει έτσι, μας υποχρεώνει να της προσθέσουμε εμείς, με τη φαντασία μας, την ευκρίνεια και την καθαρότητα που της λείπει, να δούμε «πίσω» από την θαμπάδα της.

 Το θαμπό συχνά χρησιμοποιείται εσκεμμένα για να αντισταθμίσει και να μειώσει την αίσθηση της απολυτότητας και της αναμφισβήτητης αλήθειας που έμμεσα και αδιόρατα μπορεί να προκαλέσει το απόλυτα ευκρινές, δηλαδή το διάφανο και το πλήρες. 

Το θαμπό, ως οπτική αμφιβολία, αφαιρεί τεκμήρια σε ένα γεγονός (πρόσωπο ή κατάσταση) και ενεργοποιεί έτσι μια συμπληρωματική περιέργεια. Το ζήτημα είναι ότι κάτι που «κουνήθηκε» και επομένως δεν φωτογραφήθηκε με απόλυτη ευκρίνεια, συνθέτει ένα μη ευκρινές που ενώ (απο)τεκμηριώνει το ίδιο γίνεται πολύ περισσότερο τεκμήριο από οποιοδήποτε άλλο, σε ό,τι αφορά ακριβώς την πραγματικότητα, τη φυσικότητα και την αλήθεια της ζωντανής του κίνησης.

 Με άλλα λόγια, πάντα θα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα θεωρούν περισσότερο γνήσια (αληθινή και ειλικρινή) μια λήψη από έναν ερασιτέχνη, παρά από έναν επαγγελματία. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αλήθεια και η ειλικρίνεια δεν εξαρτώνται σχεδόν καθόλου από τον ερασιτεχνισμό ή μη.

Ταυτόχρονα υπάρχει πάντα ο πειρασμός να μην ολοκληρώσουμε μια οποιαδήποτε έκφραση και ενδεχομένως να μην την «τελειώσουμε» με τον φόβο μήπως και την καταστρέψουμε. Υπο αυτή την έννοια το τέλειο, το πλήρες, το ολοκληρωμένο σε ένα καθαρά αισθητικό επίπεδο δεν φαίνεται να έχει αντικειμενική υπόσταση παρά μόνο εάν ο συντάκτης, ο πολιτικός, ο καλλιτέχνης ο δημιουργός αποσύρεται οριστικά (και υλικά) από τη δημιουργία του (το πολιτικό μήνυμα), ενώ θα μπορούσε ίσως να προσθέσει και κάτι ακόμη, δηλαδή με άλλα λόγια μια τελευταία πινελιά.


Εννιά φορές στις δέκα όταν ένας ζωγράφος σου λέει: όχι, αυτός ο πίνακας δεν είναι εντελώς τελειωμένος, του λείπει ένα ελάχιστο, κάτι …πρέπει (για) να …τελειώσει …εννιά στις δέκα φορές μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό το κάτι θα τον τελειώσει. Ξέρεις πως αποτελειώνουμε τους τουφεκισμένους; Με μια καλή χαριστική βολή στο κεφάλι. (Pablo Picasso – L’aventure de l’art au XXe siècle)

Πρόκειται για την αίσθηση της τελειότητας ενός ημιτελούς μηνύματος που ενώ στην ουσία απευθύνεται στον εαυτό του δημιουργού του, πολύ συχνά και άλλοι (τρίτοι) εκλαμβάνουν το μήνυμα διϋποκειμενικά ή τουλάχιστον περισσότερο αντικειμενικά.

 Όπως εξηγεί ο Π. Κονδύλης (Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού): «το λεγόμενο non finito, το ημιτελές (το ατελείωτο) δηλώνει μια τελείωση ενός πράγματος που δεν χρειάζεται να ολοκληρωθεί με την παλιά έννοια, αλλά επιτρέπεται να παρουσιαστεί στο κοινό ως μισοτελειωμένο κομμάτι ή ως προσχέδιο, δηλαδή σε κατάσταση που φανερώνει τη διαδικασία της δημιουργίας». Ακριβώς αυτός είναι ο πυρήνας της μεταμοντέρνας οπτικής στην τέχνη, η ίδια η διαδικασία, ακόμη και εις βάρος του θέματος -της αρτιότητας και της ολοκλήρωσής του.

Αντιθέτως στο πλήρες στυλ δεν απαιτείται κάποια συμπληρωματική συνδρομή. Η επίδραση ενός μηνύματος προκύπτει αποκλειστικά από τη διατύπωση. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιδιώκεται να αποθαρρυνθεί ή να καταστεί ελάχιστη οποιαδήποτε τροποποιητική συμμετοχή, συνειδητή ή ασυνείδητη από τους αποδέκτες του μηνύματος.

 Σε αυτές τις περιπτώσεις η δυνατότητα να προσαρμόσουμε το μήνυμα στις δικές μας αισθητικές ανάγκες και προτιμήσεις είναι περιορισμένη. Εδώ σε αντίθεση με την θολή φωτογραφία, όλα είναι αποτυπωμένα με μεγάλη καθαρότητα. Τίποτα δεν μπορεί να προκαλέσει οπτικά διλήμματα, δεν απαιτείται καμία ιδιαίτερη προσπάθεια για να γίνει το μήνυμα κατανοητό ή αποδεκτό.

 Η διαύγεια και η καθαρότητα, ως κρυστάλλινες φωτιστικές επιλογές, συχνά ταυτίζονται, συμβολικά ή αλληγορικά, με την ειλικρίνεια, την ευθύτητα και με μια σειρά από αξίες που από πριν μπορούν να θεωρηθούν ως οι πολιτικές σταθερές ενός ορισμένου ακροατηρίου.

 Για παράδειγμα η προσφυγή στο γυαλί ως ενδιάμεσο υλικό μπορεί να εξυπηρετεί τόσο τη διαφάνεια (ως οπτική λειτουργία), αλλά και την διαφάνεια ως ηθική επιλογή. Φυσικά εδώ εξαρτάται από το ποιος στέκεται πίσω από το γυαλί και τι παρουσιάζεται, αλλά και από το κατά πόσο ο αποδέκτης συμφωνεί ή όχι με το συγκεκριμένο ενάρετο αυτό υλικό. Παρόλα αυτά το γυαλί αν και, υπό μια έννοια, είναι ένας ύμνος στην διαφάνεια και στο πλήρες στυλ, από μόνο του δεν αρκεί: χρειάζεται το φως. 

Το άπλετο φως τυπωμένο, φωτογραφισμένο, κινηματογραφημένο κλπ., ως πλήρες στυλ, δεν διευκολύνει την ανιχνευτική συμμετοχή και ενδεχομένως της αμφισβήτηση. Αντίθετα, ένας αδυνατισμένος ή χαμηλός, ή με σοφό τρόπο αποσυρόμενος φωτισμός, αν και δεν υποχρεώνει τον αποδέκτη/θεατή να εισφέρει νοερά το φως που λείπει (κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως ασυγχώρητη αισθητική παρέμβαση), όμως τον σπρώχνει σε κάτι άλλο. 

Σχεδόν τον υποχρεώνει να διεισδύσει ώστε να μπορέσει να δει στο λίγο φως, είτε, συχνότερα, να στρέψει και να εντείνει την προσοχή του σε άλλα πιο φωτεινά σημεία, για παράδειγμα, ενός πίνακα ή να περιμένει μια άλλη σκηνή ή μια άλλη φράση που θα είναι περισσότερο «φωτισμένη» και κατανοητή. Στα πλαίσια ενός πλήρους στυλ, το λίγο φως και η σκίαση επομένως ενισχύει τη συμμετοχή, αλλά ταυτόχρονα είναι ένα εμπόδιο που μετριάζει την συγκέντρωση της προσοχής (οπτικής και μη), την ανακόπτει ή την ανακατευθύνει (την παροχετεύει) σε άλλα σημεία. 

Έτσι το μετριασμένο φως ζητά την φαντασιακή διείσδυση ώστε να αναζητηθεί αυτό που δεν υπάρχει (το εξαφανισμένο). Εδώ θεωρούμε ως δεδομένο ότι το απόλυτο φυσικό σκοτάδι είναι μια πλήρης έκφραση, μια άφωτη συνθήκη. Επομένως καθετί που κάνει λιγότερο αδιαπέραστο αυτό το σκοτάδι, συνιστά μια ελλειπτική απόδοσή του. Σε αντιστοιχία πλήρες στυλ έχουμε όταν τα χρώματα (όσο κι αν είναι όμορφα και έντονα), χάνουν τη φυσικότητά τους, την «φυσιολογικότητά» τους όταν υπερφωτίζονται, εκτυφλώνουν και σβήνονται.

Ένα ακόμη στοιχείο που έρχεται να διευρύνει την «παλέτα» των φωτοσκιαστικών ευρημάτων και τεχνικών, στα πλαίσια του πλήρους και ελλειπτικού στυλ, είναι ο ήχος. Σε μια αφίσα θα μπορούσαμε να δούμε ένα πρόσωπο να ουρλιάζει, όπως στην περίπτωση του διάσημου πίνακα του Edvard Munch με τίτλο The Scream, αλλά και να σιωπά όπως στην περίπτωση του πίνακα του Ε. Hopper με τίτλο Automat

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια άφωνη ομιλία ενώ στην δεύτερη μια εύγλωττη σιωπή. Έτσι η σιωπή άλλοτε «ακούγεται» (όπως στην εκφώνηση ενός πολιτικού Λόγου) και άλλοτε «βλέπεται» όπως μέσα από μια αφίσα ή έναν πίνακα. Η σιωπή μπορεί να είναι η έντονη έλλειψη της οποιαδήποτε φωνής όπως φαίνεται συνολικά στο έργο του Hopper, που υπό μια έννοια περιγράφει την κατάθλιψη στην οποία μπορεί να βυθιστεί μια ολόκληρη κοινωνία. Ασφαλώς υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην σιωπή, στην ησυχία και τη σιγή. Διότι η σιγή προϋποθέτει ότι κάποιος περίμενε να ακούσει κάτι: η σιγή (ηχητική ή οπτική) είναι μια περισσότερο διαπροσωπική επικοινωνία.

 Ένας χαμηλόφωνος τόνος μοιάζει λίγο με το χαμηλό φωτισμό ως προς την περιέργεια που δημιουργεί για το τι λέγεται και ως προς τη μετατόπιση της προσοχής που συνεπάγεται, ώστε να συμπληρωθεί από αλλού ό,τι θα αποκόμιζε κανείς από τον ήχο αν ήταν κανονικός.

Σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας (και όχι μόνο) η κατάλληλη επιλογή στυλ και οι διαφορετικές κλιμακώσεις των παραπάνω στοιχείων (έλλειψης-πληρότητας, φωτός, ήχου, κίνησης και άλλων) δημιουργούν κατάλληλες επικοινωνιακές συνθέσεις των οποίων η επιρροή, και ενίοτε η ηθελημένη χειραγώγηση, που ασκούν πάνω στους αποδέκτες, είναι από πριν γνωστή. 

Σε βαθμό που το ίδιο το αντικείμενο μπορεί να παραγκωνίζεται, να υποσκιάζεται ή και να χάνει το νόημα του, προκειμένου η επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα να είναι το δυνατό μεγαλύτερη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα, σε μεγάλο βαθμό μέσα στο ίντερνετ, όχι μόνο με τα ιντερνετικά μιμίδια, αλλά και μια σειρά από άλλες εκφράσεις, για τις οποίες όπως είπαμε, το σημαντικότερο είναι η τελική επικοινωνιακή απόδοση.

 Οι τεχνικές επιλογής και διαμόρφωσης του περιεχομένου (SEO) πολλών χιλιάδων (αν όχι εκατομμυρίων) ιστοσελίδων -που συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε σκουπίδια του ίντερνετ- δίνουν ένα τυπικό παράδειγμα της «λογικής» όπου η επισκεψιμότητα βρίσκεται σε επίπεδο σαφώς ανώτερο από το περιεχόμενο της ιστοσελίδας.

 Πέρα από τις ψηφιακές χωματερές, ας σκεφτούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο μια τεχνητά παλαιωμένη φωτογραφία (θαμπή και κιτρινισμένη) μοιάζει σε πολλούς, εκ των πραγμάτων, περισσότερο αυθεντική και πειστική από μια ολοκαίνουργια (High Defenition), άσχετα εάν και οι δυο τους απεικονίζουν στην εντέλεια το ίδιο ακριβώς θέμα (ή ακόμη χειρότερα το θέμα σχεδόν απουσιάζει). 

Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες (ή οι σέπια) αποκτούν αξία, όχι τόσο για κάποιοι δεν θέλουν να βλέπουν χρώματα, αλλά γιατί συχνά υπάρχει μια τάση να ξεφεύγουμε από την πραγματικότητα με στόχο να την αναπλάσουμε όπως μας αρέσει. Μάλιστα πολλές φορές μια τέτοια έντονη νοσταλγία, απαντά στο συναίσθημα της απώλειας, αυτού δηλαδή που ήταν όμορφο και το χάσαμε.

 Με μια προσεκτική ματιά μπορούμε να αναγνωρίσουμε αυτά τα «τρικ» σε πληθώρα διαφημιστικών σποτ από το ακραία ελλειπτικό που, αρχικά δεν λέει καν ποιο είναι, το υπό διαφήμιση, προϊόν (που θα παρουσιαστεί όμως αργότερα σε δεύτερο χρόνο), μέχρι την ακραία πληρότητα όπου ένα προϊόν παρουσιάζεται βυθισμένο στο εκτυφλωτικό φως μιας ηλιόλουστης (ελληνικής) ημέρας που προσδίδει απόλυτη καθαρότητα και διαύγεια. 

Αξίζει επίσης να αναφέρουμε μια ιδιαίτερα ενοχλητική και κακόγουστη τηλεοπτική διαφήμιση που, συνδυάζοντας ένα ελλειπτικό και φαινομενικά ήσυχο/ήρεμο στυλ, μας «φωνάζει εκβιαστικά» να «αποτοξινωθούμε» από την χρήση της πλαστικής σακούλας, παραλληλίζοντας, με αυθάδεια, έναν πραγματικό εθισμό (στα ναρκωτικά, στο αλκοόλ ή στο τζόγο) με έναν ανύπαρκτο (στη σακούλα).

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη διαφήμιση, δεν οφελεί να υποπέσουμε σε κάποια γενική δαιμονοποίηση της έννοιας επικοινωνιακή απόδοση στην πολιτική. Αυτή χρειάζεται να είναι υψηλή όταν κάτι, ένα μήνυμα, μια πρόταση, μια ιδέα πρέπει να γίνει γνωστή στον δημόσιο πεδίο, είτε για να γίνει αποδεκτή (ή μη) από το κοινό, είτε για να εκτεθεί. 

Το πρόβλημα προκύπτει όταν με στόχο να αυξηθεί -δίχως όρους και όρια- αυτή η απόδοση, αρχίζει το «πείραγμα», η «μετάλλαξη» και η προσαρμογή της ίδια της ιδέας, της πρότασης, του μηνύματος, κλπ. Ασφαλώς τα οχήματα και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται δεν είναι υποχρεωτικά τα εργαλεία του διαβόλου, μπορούν όμως να γίνουν αποτελεσματικά εργαλεία χειραγώγησης και εξαπάτησης. Ειδικά όταν μέσα από τέτοια τεχνάσματα επιδιώκεται να κερδηθεί το ενδιαφέρον μας για μη καλλιτεχνικές εκφράσεις ή για να διοχετευτούν κοινωνικό-πολιτικά πιστεύω. 

Έτσι το ίντερνετ και γενικότερα ο μαζικός τρόπος διάχυσης της πληροφορίας, λειτουργεί πολλές φορές αφοπλιστικά για την κριτική σκέψη και επενδύει στη λογική του γρήγορου και του εύπεπτου. 

Όμως συνήθως το «γρήγορο», το «εύπεπτο» και το «αβασάνιστο» είναι αυτό που έχουν μάθει, «εκπαιδευτεί» (και θέλουν), να ακούνε/βλέπουνε πολλοί άνθρωποι. Έτσι σταδιακά καταστρέφεται η λογική και περιορίζεται η ανάπτυξη ενός πολιτικού Λόγου. Υπό μια έννοια απομένουμε με λόγια κενά, γιατί η προσοχή επικεντρώνεται στα επουσιώδη που παρουσιάζονται περισσότερο μαζικά και με τρόπο πιο αποτελεσματικό. 

Ας μην ξεχνάμε ότι το στυλ, δεν ταυτίζεται με το φαινόμενο τέχνη, είναι ένα όχημα (ένας τρόπος) για να παρουσιαστεί ένα περιεχόμενο. Είναι, κατά κύριο λόγο, αυτό το τελευταίο που θα πρέπει να έχει κάτι να πει, ώστε να κριθεί. Ο τρόπος ασφαλώς μπορεί (και πρέπει να μπορεί) να μας διασκεδάσει ή να μας ψυχαγωγήσει, είναι όμως χρήσιμο να εντοπίζουμε τα διάφορα τεχνάσματα ώστε να αναπτύσσουμε αντιστάσεις. 

Αυτό γιατί πολλοί προσπαθούν να μας χειραγωγήσουν ή ακόμη και να μας εξαπατήσουν, και κάποιες φορές καταφέρνουν να μας πείθουν- συχνά αποσπώντας την προσοχή μας από την ουσία του περιεχομένου, με ποικίλα απολαυστικά και καλογυαλισμένα εργαλεία/μέσα.

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω ας σκεφτούμε μήπως η κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, και οι συνδεδεμένες με αυτή ελίτ, βρίσκονται ευνοημένες από την απώλεια (προσοχής, αμφιβολίας, ερωτημάτων, κριτικής, λογικής) και επομένως καλλιεργούν αυτή την απώλεια ως έναν «τρόπο» που καί «πουλάει» καί «λειτουργεί»; 

Μήπως έτσι, όλοι μας, καταλήγουμε να γινόμαστε, με τη θέλησή μας, θύματα μιας μαζικής «επιτυχίας», που βασίζεται στο ότι κάποιοι έχουν αποκτήσει τη ικανότητα (επικοινωνιακή) να βαπτίζουν, μόνο εκείνοι, τον εαυτό τους έγκριτο, αυθεντία ή ακόμη και αλάνθαστο; 

Ως κάποιον δηλαδή που στέκεται εκεί ψηλά, πάνω από τις προκαταλήψεις, στο «άπλετο» φως -και θα περιλούσει με αυτό όλες τις σκοτεινές υποθέσεις- έξω και πέρα από όλα αυτά που είναι απλά μιμίδια, προκαταλήψεις, viral news ή συνωμοσίες λαϊκιστών;

 Γιατί φαίνεται ότι όταν ο νους δεν σκέφτεται και δεν αμφιβάλει-κρίνει, τότε καταλήγει να αναπαράγει αυτό που η βούληση και το θυμικό προστάζουν. 

Η απώλεια της λογικής μπορεί να μας οδηγήσει τη μια να βλέπουμε τα πάντα ως μια συνωμοσία και την άλλη να μην αντιλαμβανόμαστε καθόλου μια συνωμοσία, που όντως υπάρχει. Καταλήγοντας, αυτό που, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτηρίζει τη σύγχρονη «κανονικότητα» είναι μια όλο και μεγαλύτερη θυσία του περιεχομένου προς όφελος της αποδοτικότητας. Αυτό, εκτός των πολλών άλλων, καταφέρνει τα εξής: συχνά δημιουργεί μια αίσθηση εμπιστοσύνης (χωρίς επαρκή τεκμήρια) και αμφισβήτησης (χωρίς δικαιολογημένες αιτίες).

 Επιπλέον «φωτίζει» και δίνει υπεραξία σε μικρής αξίας πράγματα και, τέλος, «σκιάζει» και αποστρέφει την προσοχή μας από μεγάλα και ουσιώδη θέματα. Ο οριστικός θάνατος (ή καλύτερα η απόπτωση) εκείνου του μοντερνισμού με τις ανησυχίες και τις αμφιβολίες του, αλλά και η σύγχρονη καταρράκωση του πολιτικού Λόγου, δεν σημαίνουν ότι κόσμος έπαψε να κινείται και να λειτουργεί. 

Αντιθέτως σήμερα κάποιοι λαμβάνουν «κανονικά», με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τις τελικές αποφάσεις, που αφορούν όλους μας, σε κλειστά, αδιαφανή γραφεία και αίθουσες, ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να μας παρουσιάζουν τα θολά προγράμματά τους, τις συγκεχυμένες ιδέες τους και τα αόριστα οράματά τους (δηλαδή τους διάφορους μη πολιτικούς τους Λόγους), άλλοτε με τρόπο εντέχνως ελλειπτικό και άλλοτε με την καθησυχαστική διαφάνεια του κρυστάλλινου νερού, ανεβασμένοι σε βήματα φτιαγμένα από πλεξιγκλάς.

Posted by George Koutsantonis - Thursday 15 March 2018

www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: