Κράτος-Εκκλησία-Σύνταγμα
ΜΙΑ «ΕΙΔΙΚΗ ΣΧΕΣΗ» με όρια και εγγυήσεις
Με αφορμή τη «μέριμνα» (1) περί τα αναθεωρητέα άρθρα του Συντάγματος (υπ’ όψιν ότι ο σκληρός πυρήνας των συνταγματικών διατάξεων και η μορφή του πολιτεύματος δεν μπορούν να αναθεωρηθούν), είναι δυνατόν να υπάρξει ζήτημα αναφορικώς και με τη σχέση Κράτους-Εκκλησίας, ή άλλως με το λεγόμενο «διαχωρισμό» του Κράτους από την Εκκλησία.
Εξ αρχής πρέπει να γίνει σαφές ότι οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας αφορούν ήδη διακριτούς ρόλους, όπως έχει εγκαίρως υποστηρίξει ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας (2). Οι ήδη δε διακριτοί ρόλοι, σαφώς προκύπτουν από τη συγκρότηση του περιγράμματος του κράτους δικαίου, δηλαδή από τη συνταγματική και έννομη τάξη.
·Ιεροκρατία και Πολιτειοκρατία
Βεβαίως, στη θεωρία και στην πράξη, ως προς τη σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας υπάρχουν αρκετές διακρίσεις. Σε γενικές γραμμές, ως «ακρέα εκδοχή», μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της Ιεροκρατίας και της Πολιτειοκρατίας. Σύμφωνα με τα συστήματα αυτά είτε το Κράτος, δηλαδή η Πολιτεία, ασκεί κυριαρχία επί της Εκκλησίας, είτε αντιθέτως η Εκκλησία ή άλλως η Θρησκεία επιδρά στη μορφή του πολιτεύματος και κατ’ ουσίαν στα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Το σύστημα απόλυτου διαχωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία, στο πλαίσιο όμως του σύγχρονου νομικοπολιτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, συνεπάγεται ότι το Κράτος δεν είναι αδιάφορο, αλλά προδήλως ουδέτερο έναντι της Εκκλησίας και συνεπώς ουδέτερο έναντι των εσωτερικών θρησκευτικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων. Εγγυάται όμως τη θρησκευτική ελευθερία. Στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού, πρέπει να γίνει σαφές ότι ακόμη και στο ενδεχόμενο του απόλυτου «χωρισμού», το Κράτος αναγνωρίζει στις μείζονες θρησκευτικές κοινότητες (στις λεγόμενες γνωστές θρησκείες) αυξημένο κύρος και κρατική προστασία έναντι των λοιπών «θρησκευτικών κοινοτήτων».
·η ελληνική συνταγματική τάξη
Με προσπάθεια για τη μεγαλύτερη δυνατή απλούστευση (για τους μη ειδικούς), των όσων ενταύθα παρατίθενται, θα πρέπει στο παρόν κείμενο να διευκρινισθεί ότι η Ελληνική Πολιτεία με συνταγματικές ρυθμίσεις έχει σαφώς προσδιορίσει τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Στη ρύθμιση αυτή ο συντακτικός νομοθέτης αφενός θέτει όρια στις παρεμβατικές δυνατότητας του νομοθέτη στα της Εκκλησίας και αφετέρουη Εκκλησία απολαμβάνει συνταγματικών εγγυήσεων.
Με βάση τις πρόνοιες του συντακτικού νομοθέτη η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας αυτοδιοικείται: α) από την Ιερά Σύνοδο των Αρχιερέων που πρέπει απαραιτήτως να είναι εν ενεργεία και β) από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που πρέπει απαραιτήτως να συγκροτείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων. Συνεπώς, αποκλείεται οποιαδήποτε πολιτειακή ανάμειξη-παρέμβαση στα θέματα της Διοίκησης της Εκκλησίας, ενώ ο Καταστατικός Χάρτης (της Εκκλησίας της Ελλάδας) ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής, η οποία (όμως), δεν δικαιούται να αντιστρέψει, ούτε να αποδυναμώσει τις βασικές οργανωτικές δομές της Εκκλησίας, όπως κατοχυρώνονται από τους συνταγματικούς κανόνες.
Συνεπώς, η συνταγματικώς οριοθετημένη παρέμβαση του κοινού νομοθέτη, είναι επαρκώς και σαφώς προσδιορισμένη και μπορεί στο πλαίσιο κριτικής αντίληψης να θεωρηθεί ότι η όλη ρύθμιση βρίσκεται στα όρια εκκοσμίκευσης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας –δηλαδή κατά το μάλλον υφίσταται διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας. Παρά δε, που στο πλαίσιο των ρυθμιστικών κανόνων που ισχύουν, διατηρούνται οι «ειδικές σχέσεις» Κράτους και Εκκλησίας, όπου (για παράδειγμα) το εορτολόγιο και οι επίσημες τελετές των αργιών των Δημοσίων Υπηρεσιών συναρτώνται με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εν τούτοις αυτές οι ειδικές σχέσεις δεν αναιρούν τη διάκριση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Συνεπώς οι υφιστάμενοι ρυθμιστικοί κανόνες επουδενί ανατρέπουν την έννοια ότι οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους βρίσκονται στα όρια της εκκοσμίκευσης. Τη θέση δε αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι το Κράτος ενισχύει οικονομικώς την Εκκλησία, με κυρίως αναφορά στη μισθοδοσία του Ελληνορθόδοξου κλήρου. Άξιο επίσης αναφοράς είναι ότι η έκταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελληνική επικράτεια πέραν της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των οικείων Μητροπόλεων, έχει μιαν «ιδιαιτερότητα» καθόσον: α) η Εκκλησία της Κρήτης, υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, β) η Εκκλησία της Δωδεκανήσου, ομοίως υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενώ γ) το Άγιο Όρος (Χερσόνησος του Άθω) που επίσης ποιμαντικώς ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά που αυτοδιοικείται, εν τούτοις εποπτεύεται διοικητικώς από το Ελληνικό Κράτος.
·η εκκλησιαστική περιουσία
Πέραν των προαναφερομένων, άξια αναφοράς είναι τα περί εκκλησιαστικής περιουσίας που εγείρουν συνήθως ζητήματα «κριτικής». Στο πλαίσιο του παρόντος περιγράμματος μπορούν να τεθούν επιγραμματικώς υπ’ όψιν τα εξής: Από την περίοδο του Όθωνα, που αφορούσε από καθέδρας παρέμβαση αλλοεθνών και προτεσταντών επί της κρατούσας θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων της παλιγγενεσίας και του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, υπήρξε πραγματική άλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας με τα Βασιλικά Διατάγματα του 1833 και 1834. Η άλωση δε αυτή επεκτάθηκε το 1836 με ευρύτερες απαλλοτριώσεις, όσης εκκλησιαστικής περιουσίας είχε απομείνει.
Προς αποφυγή μακρών ιστορικών αναφορών, και αφού επισημειωθεί ότι κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία τελούν σε τακτικό έλεγχο όχι μόνο από την Εκκλησία αλλά και από την Πολιτεία, μπορεί να γίνει αναφορά στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, η οποία κατέχουσα εντυπωσιακή σε αξία και έκταση ακίνητη περιουσία, δώρισε ακίνητά της επί των οποίων έχουν ανεγερθεί κρατικά Νοσοκομεία, Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και άλλοι αξιόλογης αποστολής Κοινωνικοί Οργανισμοί.
Παράδειγμα, επί των ακινήτων της «Μονής Πετράκη» λόγω δωρεάς, έχουν ανεγερθεί: το Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», το «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο, το«Αρεταίειο» Νοσοκομείο, το «Ασκληπιείο» Βούλας, το Νοσοκομείο Παίδων, το«Λαϊκό» Νοσοκομείο, το Νοσοκομείο «Σωτηρία», το Νοσοκομείο «Συγγρού», το«Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο. Επίσης έχει ανεγερθεί το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η Ακαδημία Αθηνών, οι Αστυνομικές Σχολές στη Μεσογείων, η Μαράσλειος Ακαδημία, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Γηροκομείο Αθηνών, το ΠΙΚΠΑ Βούλας, το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, το Πτωχοκομείο κ.ά.
Ανεξαρτήτως όμως της πραγματικής και ενίοτε εντυπωσιακής προσφοράς της Εκκλησίας δια της περιουσίας της, προφανώς ανακύπτουν «ζητήματα» ως προς την οικονομική διαχείριση και τους σκοπούς που πρέπει να υπηρετεί. Αφού αρχικώς τεθεί ως γενικός όρος παραδοχής ότι η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας πρέπει να αποβλέπει όχι απλώς στη συντήρηση αλλά και στην προαγωγή των κοινωνικών δικαιωμάτων ιδίως των κατώτερων στρωμάτων που πλήττει η οικονομική κρίση (αδιακρίτως μάλιστα θρησκεύματος ή εθνότητας), επιβάλλεται να γίνει δεκτό από την Εκκλησία ότι υφίσταται ιδιαίτερο καθήκον της, ώστε σε περίοδο κρίσεων εμπράκτως να επεμβαίνει στηρίζοντας όσους δεν έχουν «πού την κεφαλήν κλίνη». Επ’ αυτού του ζητήματος θα ασκείται πάντοτε κριτική!...
·το απαραβίαστο και ελεύθερο της θρησκευτικής συνείδησης
Στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό δεν είναι μόνο η Ελλάδα που αναγνωρίζει επισήμως Εκκλησία. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται και άλλες χώρες πολιτισμού όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Δανία, όπου στη μεν Μεγάλη Βρετανία αναγνωρίζεται η Αγγλικανική Εκκλησία, στη δε Δανία η Ευαγγελική Λουθηριανή Εκκλησία, ως οι επίσημες Εκκλησίες των χωρών αυτών. Συνεπώς όταν ο συντακτικός νομοθέτης θεσπίζει ότι: Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού δεν εισάγει νομική ή πολιτιστική καινοτομία. Αντιθέτως σέβεται όχι μόνο τη μακρά παράδοση αλλά και τη θρησκευτική συνείδηση της συντριπτικής πλειονότητας του λαού που συγκροτεί συντεταγμένη Πολιτεία. Αυτή όμως η συγκεκριμένη Πολιτεία με την καθιέρωση επίσημης Εκκλησίας, ταυτοχρόνως θεσπίζει το απαραβίαστο και το ελεύθερο της θρησκευτικής συνείδησης. Στην ελληνική έννομη τάξη η ανεξιθρησκία είναι υπέρτατο έννομο αγαθό ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η σχετική δε διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος δεν αναθεωρείται. Αφορά σκληρό πυρήνα της συνταγματικής τάξης σε «αντίθεση» με το άρθρο 3 του Συντάγματος (συνολικώς) που ορίζει τις «σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» και καθιερώνει την επίσημη Εκκλησία, το οποίο μπορεί να αναθεωρηθεί, εξού και το ενδεχόμενο ανάπτυξης της σχετικής φιλολογίας ενόψει της αναθεώρησης του Συντάγματος. Βεβαίως, η εκάστοτε συνταγματική αναθεώρηση είναι επιβαλλόμενη, αρκεί η κάθε νέα ρύθμιση να προκύπτει ως ανάγκη και απαίτηση της κοινωνίας! Τέτοια ανάγκη-απαίτηση (π.χ.) είναι η παγιοποίηση του εκλογικού νόμου, η κατάργηση της υπάρχουσας «μη ευθύνης» των Υπουργών κ.ά. Απαίτηση ή επιβαλλόμενη ανάγκη όμως από την κοινωνία για την αναθεώρηση της υφιστάμενης σχέσης Κράτους και Εκκλησίας δεν υφίσταται και δεν προβληματίζει. Υπ’ όψιν τέλος και τα εξής:
·η «απογραφή» του Ελληνικού πληθυσμού
Όποιος αμφισβητεί το νομικοπολιτικό και κοινωνικό status της ήδη υπάρχουσας διακριτής σχέσης Κράτους και Εκκλησίας ευρίσκεται έξω από τις ευαισθησίες, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Ζήτημα δε, που να θέτει υπό αμφισβήτηση το καθεστώς οικονομικής ενίσχυσης του Κράτους προς την Εκκλησία, με κυρίως αναφορά στην μισθοδοσία του Ελληνορθόδοξου κλήρου, δεν (θα) αφορά «εκσυγχρονισμό» δεξιάς αντίληψης ή μεταρρύθμιση για…λιγότερο Κράτος ή άλλως «προοδευτική αντίληψη», αλλά αντιθέτως βάθεμα της κοινωνικής κρίσης και πλήγμα στην έννοια της κοινωνικής συνοχής. Άλλωστε, ο Ελληνορθόδοξος κλήρος είναι αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνίας. Κανόνας δε της κοινής πείρας είναι ότι καθ’ όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα και το βράδυ της Ανάστασης στις απανταχού της Ελληνικής Επικράτειας Ορθόδοξες Εκκλησίες γίνεται «απογραφή» τουΕλληνικού πληθυσμού! Το αυτό συμβαίνει και ανά την Υφήλιο, όπου λαμβάνει χώρα «απογραφή» του απόδημου Ελληνισμού! Ιδού γιατί επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα ορθώς και δικαίως είναι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το παρόν κείμενο αφορά αυστηρώς προσωπικές θέσεις. Κατατίθενται δε δημοσίως με την ιδιότητα του Μέλους της «Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων». Για το παρόν κείμενο έχει λάβει χώρα προσφυγή σε έργα και μελέτες σειράς σημαντικών επιστημόνων, όπου ο χώρος δεν επιτρέπει τις σχετικές παραπομπές στα έργα τους. Πάντως οι συγγραφείς είναι οι: Κ.Βαβούσκος, Β.Καράκωστασς, Γ.Κασιμάτης Ι.Κονιδάρης, Α.Μάνεσης, Α.Μαρίνος, Κ.Μαυριάς, Π.Παυλόπουλος, Γ.Πουλής, Φ.Σπυρόπουλος, Μ.Σταθόπουλος, Σπ.Τρωϊανός.
Βλ. Π.Παυλόπουλος, Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας (εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ, 2010) σελ. 65 και επ. Ο Π.Παυλόπουλος οφείλει να παρέμβει (και θα κριθεί γι’ αυτό) στο δημόσιο λόγο για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος, καθόσον στο πρόσωπό του συντρέχει διπλή ιδιότητα, εκείνη του Ακαδημαϊκού δασκάλου του Δημοσίου Δικαίου και εκείνη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η παρέμβασή του δε αυτή δεν είναι αντίθετη με την άσκηση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων και εν γένει ειδικών καθηκόντων.
http://www.miliarakispetros.gr/index.php/articlewriting/163
www.fotavgeia.blogspot.com
ΜΙΑ «ΕΙΔΙΚΗ ΣΧΕΣΗ» με όρια και εγγυήσεις
Με αφορμή τη «μέριμνα» (1) περί τα αναθεωρητέα άρθρα του Συντάγματος (υπ’ όψιν ότι ο σκληρός πυρήνας των συνταγματικών διατάξεων και η μορφή του πολιτεύματος δεν μπορούν να αναθεωρηθούν), είναι δυνατόν να υπάρξει ζήτημα αναφορικώς και με τη σχέση Κράτους-Εκκλησίας, ή άλλως με το λεγόμενο «διαχωρισμό» του Κράτους από την Εκκλησία.
Εξ αρχής πρέπει να γίνει σαφές ότι οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας αφορούν ήδη διακριτούς ρόλους, όπως έχει εγκαίρως υποστηρίξει ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας (2). Οι ήδη δε διακριτοί ρόλοι, σαφώς προκύπτουν από τη συγκρότηση του περιγράμματος του κράτους δικαίου, δηλαδή από τη συνταγματική και έννομη τάξη.
·Ιεροκρατία και Πολιτειοκρατία
Βεβαίως, στη θεωρία και στην πράξη, ως προς τη σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας υπάρχουν αρκετές διακρίσεις. Σε γενικές γραμμές, ως «ακρέα εκδοχή», μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της Ιεροκρατίας και της Πολιτειοκρατίας. Σύμφωνα με τα συστήματα αυτά είτε το Κράτος, δηλαδή η Πολιτεία, ασκεί κυριαρχία επί της Εκκλησίας, είτε αντιθέτως η Εκκλησία ή άλλως η Θρησκεία επιδρά στη μορφή του πολιτεύματος και κατ’ ουσίαν στα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Το σύστημα απόλυτου διαχωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία, στο πλαίσιο όμως του σύγχρονου νομικοπολιτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, συνεπάγεται ότι το Κράτος δεν είναι αδιάφορο, αλλά προδήλως ουδέτερο έναντι της Εκκλησίας και συνεπώς ουδέτερο έναντι των εσωτερικών θρησκευτικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων. Εγγυάται όμως τη θρησκευτική ελευθερία. Στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού, πρέπει να γίνει σαφές ότι ακόμη και στο ενδεχόμενο του απόλυτου «χωρισμού», το Κράτος αναγνωρίζει στις μείζονες θρησκευτικές κοινότητες (στις λεγόμενες γνωστές θρησκείες) αυξημένο κύρος και κρατική προστασία έναντι των λοιπών «θρησκευτικών κοινοτήτων».
·η ελληνική συνταγματική τάξη
Με προσπάθεια για τη μεγαλύτερη δυνατή απλούστευση (για τους μη ειδικούς), των όσων ενταύθα παρατίθενται, θα πρέπει στο παρόν κείμενο να διευκρινισθεί ότι η Ελληνική Πολιτεία με συνταγματικές ρυθμίσεις έχει σαφώς προσδιορίσει τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Στη ρύθμιση αυτή ο συντακτικός νομοθέτης αφενός θέτει όρια στις παρεμβατικές δυνατότητας του νομοθέτη στα της Εκκλησίας και αφετέρουη Εκκλησία απολαμβάνει συνταγματικών εγγυήσεων.
Με βάση τις πρόνοιες του συντακτικού νομοθέτη η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας αυτοδιοικείται: α) από την Ιερά Σύνοδο των Αρχιερέων που πρέπει απαραιτήτως να είναι εν ενεργεία και β) από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που πρέπει απαραιτήτως να συγκροτείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων. Συνεπώς, αποκλείεται οποιαδήποτε πολιτειακή ανάμειξη-παρέμβαση στα θέματα της Διοίκησης της Εκκλησίας, ενώ ο Καταστατικός Χάρτης (της Εκκλησίας της Ελλάδας) ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής, η οποία (όμως), δεν δικαιούται να αντιστρέψει, ούτε να αποδυναμώσει τις βασικές οργανωτικές δομές της Εκκλησίας, όπως κατοχυρώνονται από τους συνταγματικούς κανόνες.
Συνεπώς, η συνταγματικώς οριοθετημένη παρέμβαση του κοινού νομοθέτη, είναι επαρκώς και σαφώς προσδιορισμένη και μπορεί στο πλαίσιο κριτικής αντίληψης να θεωρηθεί ότι η όλη ρύθμιση βρίσκεται στα όρια εκκοσμίκευσης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας –δηλαδή κατά το μάλλον υφίσταται διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας. Παρά δε, που στο πλαίσιο των ρυθμιστικών κανόνων που ισχύουν, διατηρούνται οι «ειδικές σχέσεις» Κράτους και Εκκλησίας, όπου (για παράδειγμα) το εορτολόγιο και οι επίσημες τελετές των αργιών των Δημοσίων Υπηρεσιών συναρτώνται με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εν τούτοις αυτές οι ειδικές σχέσεις δεν αναιρούν τη διάκριση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Συνεπώς οι υφιστάμενοι ρυθμιστικοί κανόνες επουδενί ανατρέπουν την έννοια ότι οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους βρίσκονται στα όρια της εκκοσμίκευσης. Τη θέση δε αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι το Κράτος ενισχύει οικονομικώς την Εκκλησία, με κυρίως αναφορά στη μισθοδοσία του Ελληνορθόδοξου κλήρου. Άξιο επίσης αναφοράς είναι ότι η έκταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελληνική επικράτεια πέραν της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των οικείων Μητροπόλεων, έχει μιαν «ιδιαιτερότητα» καθόσον: α) η Εκκλησία της Κρήτης, υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, β) η Εκκλησία της Δωδεκανήσου, ομοίως υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενώ γ) το Άγιο Όρος (Χερσόνησος του Άθω) που επίσης ποιμαντικώς ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά που αυτοδιοικείται, εν τούτοις εποπτεύεται διοικητικώς από το Ελληνικό Κράτος.
·η εκκλησιαστική περιουσία
Πέραν των προαναφερομένων, άξια αναφοράς είναι τα περί εκκλησιαστικής περιουσίας που εγείρουν συνήθως ζητήματα «κριτικής». Στο πλαίσιο του παρόντος περιγράμματος μπορούν να τεθούν επιγραμματικώς υπ’ όψιν τα εξής: Από την περίοδο του Όθωνα, που αφορούσε από καθέδρας παρέμβαση αλλοεθνών και προτεσταντών επί της κρατούσας θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων της παλιγγενεσίας και του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, υπήρξε πραγματική άλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας με τα Βασιλικά Διατάγματα του 1833 και 1834. Η άλωση δε αυτή επεκτάθηκε το 1836 με ευρύτερες απαλλοτριώσεις, όσης εκκλησιαστικής περιουσίας είχε απομείνει.
Προς αποφυγή μακρών ιστορικών αναφορών, και αφού επισημειωθεί ότι κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία τελούν σε τακτικό έλεγχο όχι μόνο από την Εκκλησία αλλά και από την Πολιτεία, μπορεί να γίνει αναφορά στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, η οποία κατέχουσα εντυπωσιακή σε αξία και έκταση ακίνητη περιουσία, δώρισε ακίνητά της επί των οποίων έχουν ανεγερθεί κρατικά Νοσοκομεία, Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και άλλοι αξιόλογης αποστολής Κοινωνικοί Οργανισμοί.
Παράδειγμα, επί των ακινήτων της «Μονής Πετράκη» λόγω δωρεάς, έχουν ανεγερθεί: το Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», το «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο, το«Αρεταίειο» Νοσοκομείο, το «Ασκληπιείο» Βούλας, το Νοσοκομείο Παίδων, το«Λαϊκό» Νοσοκομείο, το Νοσοκομείο «Σωτηρία», το Νοσοκομείο «Συγγρού», το«Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο. Επίσης έχει ανεγερθεί το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η Ακαδημία Αθηνών, οι Αστυνομικές Σχολές στη Μεσογείων, η Μαράσλειος Ακαδημία, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Γηροκομείο Αθηνών, το ΠΙΚΠΑ Βούλας, το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, το Πτωχοκομείο κ.ά.
Ανεξαρτήτως όμως της πραγματικής και ενίοτε εντυπωσιακής προσφοράς της Εκκλησίας δια της περιουσίας της, προφανώς ανακύπτουν «ζητήματα» ως προς την οικονομική διαχείριση και τους σκοπούς που πρέπει να υπηρετεί. Αφού αρχικώς τεθεί ως γενικός όρος παραδοχής ότι η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας πρέπει να αποβλέπει όχι απλώς στη συντήρηση αλλά και στην προαγωγή των κοινωνικών δικαιωμάτων ιδίως των κατώτερων στρωμάτων που πλήττει η οικονομική κρίση (αδιακρίτως μάλιστα θρησκεύματος ή εθνότητας), επιβάλλεται να γίνει δεκτό από την Εκκλησία ότι υφίσταται ιδιαίτερο καθήκον της, ώστε σε περίοδο κρίσεων εμπράκτως να επεμβαίνει στηρίζοντας όσους δεν έχουν «πού την κεφαλήν κλίνη». Επ’ αυτού του ζητήματος θα ασκείται πάντοτε κριτική!...
·το απαραβίαστο και ελεύθερο της θρησκευτικής συνείδησης
Στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό δεν είναι μόνο η Ελλάδα που αναγνωρίζει επισήμως Εκκλησία. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται και άλλες χώρες πολιτισμού όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Δανία, όπου στη μεν Μεγάλη Βρετανία αναγνωρίζεται η Αγγλικανική Εκκλησία, στη δε Δανία η Ευαγγελική Λουθηριανή Εκκλησία, ως οι επίσημες Εκκλησίες των χωρών αυτών. Συνεπώς όταν ο συντακτικός νομοθέτης θεσπίζει ότι: Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού δεν εισάγει νομική ή πολιτιστική καινοτομία. Αντιθέτως σέβεται όχι μόνο τη μακρά παράδοση αλλά και τη θρησκευτική συνείδηση της συντριπτικής πλειονότητας του λαού που συγκροτεί συντεταγμένη Πολιτεία. Αυτή όμως η συγκεκριμένη Πολιτεία με την καθιέρωση επίσημης Εκκλησίας, ταυτοχρόνως θεσπίζει το απαραβίαστο και το ελεύθερο της θρησκευτικής συνείδησης. Στην ελληνική έννομη τάξη η ανεξιθρησκία είναι υπέρτατο έννομο αγαθό ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η σχετική δε διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος δεν αναθεωρείται. Αφορά σκληρό πυρήνα της συνταγματικής τάξης σε «αντίθεση» με το άρθρο 3 του Συντάγματος (συνολικώς) που ορίζει τις «σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» και καθιερώνει την επίσημη Εκκλησία, το οποίο μπορεί να αναθεωρηθεί, εξού και το ενδεχόμενο ανάπτυξης της σχετικής φιλολογίας ενόψει της αναθεώρησης του Συντάγματος. Βεβαίως, η εκάστοτε συνταγματική αναθεώρηση είναι επιβαλλόμενη, αρκεί η κάθε νέα ρύθμιση να προκύπτει ως ανάγκη και απαίτηση της κοινωνίας! Τέτοια ανάγκη-απαίτηση (π.χ.) είναι η παγιοποίηση του εκλογικού νόμου, η κατάργηση της υπάρχουσας «μη ευθύνης» των Υπουργών κ.ά. Απαίτηση ή επιβαλλόμενη ανάγκη όμως από την κοινωνία για την αναθεώρηση της υφιστάμενης σχέσης Κράτους και Εκκλησίας δεν υφίσταται και δεν προβληματίζει. Υπ’ όψιν τέλος και τα εξής:
·η «απογραφή» του Ελληνικού πληθυσμού
Όποιος αμφισβητεί το νομικοπολιτικό και κοινωνικό status της ήδη υπάρχουσας διακριτής σχέσης Κράτους και Εκκλησίας ευρίσκεται έξω από τις ευαισθησίες, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Ζήτημα δε, που να θέτει υπό αμφισβήτηση το καθεστώς οικονομικής ενίσχυσης του Κράτους προς την Εκκλησία, με κυρίως αναφορά στην μισθοδοσία του Ελληνορθόδοξου κλήρου, δεν (θα) αφορά «εκσυγχρονισμό» δεξιάς αντίληψης ή μεταρρύθμιση για…λιγότερο Κράτος ή άλλως «προοδευτική αντίληψη», αλλά αντιθέτως βάθεμα της κοινωνικής κρίσης και πλήγμα στην έννοια της κοινωνικής συνοχής. Άλλωστε, ο Ελληνορθόδοξος κλήρος είναι αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνίας. Κανόνας δε της κοινής πείρας είναι ότι καθ’ όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα και το βράδυ της Ανάστασης στις απανταχού της Ελληνικής Επικράτειας Ορθόδοξες Εκκλησίες γίνεται «απογραφή» τουΕλληνικού πληθυσμού! Το αυτό συμβαίνει και ανά την Υφήλιο, όπου λαμβάνει χώρα «απογραφή» του απόδημου Ελληνισμού! Ιδού γιατί επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα ορθώς και δικαίως είναι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το παρόν κείμενο αφορά αυστηρώς προσωπικές θέσεις. Κατατίθενται δε δημοσίως με την ιδιότητα του Μέλους της «Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων». Για το παρόν κείμενο έχει λάβει χώρα προσφυγή σε έργα και μελέτες σειράς σημαντικών επιστημόνων, όπου ο χώρος δεν επιτρέπει τις σχετικές παραπομπές στα έργα τους. Πάντως οι συγγραφείς είναι οι: Κ.Βαβούσκος, Β.Καράκωστασς, Γ.Κασιμάτης Ι.Κονιδάρης, Α.Μάνεσης, Α.Μαρίνος, Κ.Μαυριάς, Π.Παυλόπουλος, Γ.Πουλής, Φ.Σπυρόπουλος, Μ.Σταθόπουλος, Σπ.Τρωϊανός.
Βλ. Π.Παυλόπουλος, Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας (εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ, 2010) σελ. 65 και επ. Ο Π.Παυλόπουλος οφείλει να παρέμβει (και θα κριθεί γι’ αυτό) στο δημόσιο λόγο για τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος, καθόσον στο πρόσωπό του συντρέχει διπλή ιδιότητα, εκείνη του Ακαδημαϊκού δασκάλου του Δημοσίου Δικαίου και εκείνη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η παρέμβασή του δε αυτή δεν είναι αντίθετη με την άσκηση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων και εν γένει ειδικών καθηκόντων.
http://www.miliarakispetros.gr/index.php/articlewriting/163
www.fotavgeia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου