Αρθρογράφος: Δέσποινα Βαρβαρούση
Ως άνθρωποι, βρισκόμαστε από τη φύση μας σε μια οριακή κατάσταση. Από τη μία, τείνουμε προς το άπειρο, επιθυμώντας να κατανοήσουμε ό,τι μας υπερβαίνει, αλλά και να πράξουμε ό,τι είναι πέρα από τις δυνάμεις μας. Από την άλλη, είμαστε πεπερασμένα όντα, κάτι που σημαίνει πως, παρά την έλξη που νιώθουμε για το άπειρο, γνωρίζουμε κατά βάθος πως ποτέ δε θα καταφέρουμε να το φτάσουμε.
Γνωρίζουμε πως οι δυνάμεις μας είναι περιορισμένες, δεν μπορούμε πάντα να ελέγχουμε την τυχαιότητα και ο κόσμος λειτουργεί με τρόπο που ίσως ποτέ δε θα κατανοήσουμε ολοκληρωτικά. Έτσι, ζούμε πάντοτε μισοί στο σκοτάδι και μισοί στο φως, εκτεθειμένοι στο κακό, ικανοί οι ίδιοι για κακό, αλλά ικανοί και για επούλωση των τραυμάτων και δημιουργία. Επιπλέον, σε όλη μας τη ζωή πασχίζουμε να δώσουμε μορφή σε κάθετί άμορφο και συγκεχυμένο. Γιατί η έλλειψη μορφής, όπως και η έλλειψη νοήματος, μας προκαλούν δυσφορία και άγχος.
Έτσι, λοιπόν, το ψυχολογικό κακό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή μας ως άνθρωποι και προκύπτει από μια πληθώρα αιτιών. Μπροστά σε αυτό, θυμώνουμε, λυπόμαστε, απογοητευόμαστε, μελαγχολούμε και νιώθουμε ότι αδικούμαστε. Ήδη από τη γέννησή μας, ερχόμαστε πολύ νωρίς αντιμέτωποι με την πρώτη εμπειρία του πόνου. Όταν, όντας αβοήθητοι και πλήρως εξαρτημένοι, η πραγματικότητα δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει κάποια ανάγκη μας. Τότε, όμως, αυτή η εμπειρία του πόνου θα μας προσφέρει κάτι πολύ πολύτιμο: τη γέννηση της συνείδησής μας, τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχει ένας κόσμος πέρα από εμάς, και δεν είμαστε ενωμένοι με τη μητέρα μας και την υπόλοιπη πραγματικότητα. Τότε, θα αρχίσουμε σιγά σιγά να βάζουμε τα λιθαράκια για να διαχωρίσουμε τον εσωτερικό μας εαυτό από τον εξωτερικό κόσμο.
Όπως στην αρχή, έτσι και στη συνέχεια της ζωής μας, ο πόνος έχει να μας προσφέρει πολλά ακόμη δώρα. Όλα τα δώρα του, βέβαια, δε μειώνουν τη σημασία του, ούτε μπορούν να αμβλύνουν την απελπισία που προκαλεί. Μπορούν, όμως, να προσθέσουν μια φωτεινή οπτική στην αντιμετώπισή του.
Στη συνέχεια της ζωής μας, λοιπόν, ο πόνος θα μας καταστήσει ικανούς να παράγουμε έννοιες, καθώς η έννοια προυποθέτει, για τη δημιουργία της, μία απουσία. Την ίδια προυπόθεση έχει και η σκέψη. Για να αποκτήσουμε αυτή την ικανότητα, κάτι θα πρέπει να λείπει, έτσι ώστε να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε. Επιπλέον, μέσα από τις επίπονες εμπειρίες μας, αποκτούμε μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα, και με την επακόλουθη σκέψη μας πάνω σε αυτές, εμβαθύνουμε την επίγνωση για τη ζωή, τον εαυτό μας και τους άλλους. Έτσι, μετά από κάθε εσωτερικό μας θάνατο, ακολουθεί η προσωπική μας μεταμόρφωση, σε ένα άτομο περισσότερο ανθεκτικό, με μεγαλύτερη αυτογνωσία και κατανόηση για τη ζωή.
Ας μην ξεχνάμε και πως η ύπαρξη του ψυχολογικού πόνου λειτουργεί ακριβώς όπως και η ύπαρξη του σωματικού πόνου. Είναι, δηλαδή, σημάδι ότι κάτι πρέπει να θεραπεύσουμε, κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε και να επουλώσουμε. Ο πόνος υπάρχει για να μας θέσει στο σωστό δρόμο, αυτόν της ενδοσκόπησης και της εσωτερικής προσπάθειας, έτσι ώστε να αναμετρηθούμε με το σκοτάδι μας και να το μετουσιώσουμε σε φως. Άλλωστε, αν, σε ένα φανταστικό σύμπαν, εξαφανιζόταν ο πόνος, θα εξαφανιζόταν μαζί του και η ευτυχία. Είναι γεγονός πως κάθετί υπάρχει πάντοτε με το αντίθετό του.
Για παράδειγμα, μερικές φορές η μεγάλη θλίψη μετά το τέλος μια σχέσης, μπορεί να είναι αποτέλεσμα της υψηλής ποιότητας της εν λόγω σχέσης και της εμπειρίας της βαθιάς οικειότητας που είχαμε βιώσει. Επίσης, πολλές φορές ο πόνος μάς δίνει τη δυνατότητα για μεγαλύτερη χαρά. Αν ποτέ δε μας ήταν τίποτα δεδομένο, είναι πιο πιθανό να χαρούμε περισσότερο με τα μικρά καθημερινά πράγματα, απ' ότι ένα άτομο που είχε πάντα τα πάντα.
Το σημαντικότερο όλων, όμως, μου φαίνεται πως είναι μια άλλη ιδιότητα του πόνου. Η ιδιότητα που έχει να σμιλεύει, μέσα από τη βίωσή του, τον δικό μας προσωπικό και μοναδικό χαρακτήρα, καθώς και να συμβάλλει στη δημιουργία του πεπρωμένου μας. Αναλυτικότερα, ο ιδιαίτερος πόνος που έχει βιώσει ο καθένας, πλάθει σε μεγάλο βαθμό το ποιος είναι ως άνθρωπος. Επίσης, γεγονότα που μας προκάλεσαν πόνο στο παρελθόν, όπως ένας χωρισμός, μας ωθούν στο σωστό σημείο στο μέλλον. Μόνον όμως εκ των υστέρων, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τη συνεισφορά του πόνου στη ζωή μας.
Μόνο αφού ολοκληρωθεί το ψηφιδωτό του προσωπικού μας δρόμου, κάθε κομμάτι του θα βγάζει νόημα. Μέχρι τότε, ας έχουμε στο μυαλό μας τη συμβουλή του Rilke, όταν λέει ''να μη μετράς, να μη λογαριάζεις, να ψηλώνεις όπως το δέντρο, που δε βιάζει το χυμό του, που αδείλιαστο αψηφάει τις ανοιξιάτικες μπόρες, χωρίς να φοβάται μη δεν έρθει το καλοκαίρι''.
Βιβλιογραφία
1. Carotenuto, A. (2010). Τα δάκρυα του κακού. Αθήνα: Εκδόσεις "Ίταμος".
2. Rilke, R. M. (2005). Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή. Εκδόσεις |Ίκαρος".
www.fotavgeia.blogspot.com
Ως άνθρωποι, βρισκόμαστε από τη φύση μας σε μια οριακή κατάσταση. Από τη μία, τείνουμε προς το άπειρο, επιθυμώντας να κατανοήσουμε ό,τι μας υπερβαίνει, αλλά και να πράξουμε ό,τι είναι πέρα από τις δυνάμεις μας. Από την άλλη, είμαστε πεπερασμένα όντα, κάτι που σημαίνει πως, παρά την έλξη που νιώθουμε για το άπειρο, γνωρίζουμε κατά βάθος πως ποτέ δε θα καταφέρουμε να το φτάσουμε.
Γνωρίζουμε πως οι δυνάμεις μας είναι περιορισμένες, δεν μπορούμε πάντα να ελέγχουμε την τυχαιότητα και ο κόσμος λειτουργεί με τρόπο που ίσως ποτέ δε θα κατανοήσουμε ολοκληρωτικά. Έτσι, ζούμε πάντοτε μισοί στο σκοτάδι και μισοί στο φως, εκτεθειμένοι στο κακό, ικανοί οι ίδιοι για κακό, αλλά ικανοί και για επούλωση των τραυμάτων και δημιουργία. Επιπλέον, σε όλη μας τη ζωή πασχίζουμε να δώσουμε μορφή σε κάθετί άμορφο και συγκεχυμένο. Γιατί η έλλειψη μορφής, όπως και η έλλειψη νοήματος, μας προκαλούν δυσφορία και άγχος.
Έτσι, λοιπόν, το ψυχολογικό κακό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή μας ως άνθρωποι και προκύπτει από μια πληθώρα αιτιών. Μπροστά σε αυτό, θυμώνουμε, λυπόμαστε, απογοητευόμαστε, μελαγχολούμε και νιώθουμε ότι αδικούμαστε. Ήδη από τη γέννησή μας, ερχόμαστε πολύ νωρίς αντιμέτωποι με την πρώτη εμπειρία του πόνου. Όταν, όντας αβοήθητοι και πλήρως εξαρτημένοι, η πραγματικότητα δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει κάποια ανάγκη μας. Τότε, όμως, αυτή η εμπειρία του πόνου θα μας προσφέρει κάτι πολύ πολύτιμο: τη γέννηση της συνείδησής μας, τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχει ένας κόσμος πέρα από εμάς, και δεν είμαστε ενωμένοι με τη μητέρα μας και την υπόλοιπη πραγματικότητα. Τότε, θα αρχίσουμε σιγά σιγά να βάζουμε τα λιθαράκια για να διαχωρίσουμε τον εσωτερικό μας εαυτό από τον εξωτερικό κόσμο.
Όπως στην αρχή, έτσι και στη συνέχεια της ζωής μας, ο πόνος έχει να μας προσφέρει πολλά ακόμη δώρα. Όλα τα δώρα του, βέβαια, δε μειώνουν τη σημασία του, ούτε μπορούν να αμβλύνουν την απελπισία που προκαλεί. Μπορούν, όμως, να προσθέσουν μια φωτεινή οπτική στην αντιμετώπισή του.
Στη συνέχεια της ζωής μας, λοιπόν, ο πόνος θα μας καταστήσει ικανούς να παράγουμε έννοιες, καθώς η έννοια προυποθέτει, για τη δημιουργία της, μία απουσία. Την ίδια προυπόθεση έχει και η σκέψη. Για να αποκτήσουμε αυτή την ικανότητα, κάτι θα πρέπει να λείπει, έτσι ώστε να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε. Επιπλέον, μέσα από τις επίπονες εμπειρίες μας, αποκτούμε μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα, και με την επακόλουθη σκέψη μας πάνω σε αυτές, εμβαθύνουμε την επίγνωση για τη ζωή, τον εαυτό μας και τους άλλους. Έτσι, μετά από κάθε εσωτερικό μας θάνατο, ακολουθεί η προσωπική μας μεταμόρφωση, σε ένα άτομο περισσότερο ανθεκτικό, με μεγαλύτερη αυτογνωσία και κατανόηση για τη ζωή.
Ας μην ξεχνάμε και πως η ύπαρξη του ψυχολογικού πόνου λειτουργεί ακριβώς όπως και η ύπαρξη του σωματικού πόνου. Είναι, δηλαδή, σημάδι ότι κάτι πρέπει να θεραπεύσουμε, κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε και να επουλώσουμε. Ο πόνος υπάρχει για να μας θέσει στο σωστό δρόμο, αυτόν της ενδοσκόπησης και της εσωτερικής προσπάθειας, έτσι ώστε να αναμετρηθούμε με το σκοτάδι μας και να το μετουσιώσουμε σε φως. Άλλωστε, αν, σε ένα φανταστικό σύμπαν, εξαφανιζόταν ο πόνος, θα εξαφανιζόταν μαζί του και η ευτυχία. Είναι γεγονός πως κάθετί υπάρχει πάντοτε με το αντίθετό του.
Για παράδειγμα, μερικές φορές η μεγάλη θλίψη μετά το τέλος μια σχέσης, μπορεί να είναι αποτέλεσμα της υψηλής ποιότητας της εν λόγω σχέσης και της εμπειρίας της βαθιάς οικειότητας που είχαμε βιώσει. Επίσης, πολλές φορές ο πόνος μάς δίνει τη δυνατότητα για μεγαλύτερη χαρά. Αν ποτέ δε μας ήταν τίποτα δεδομένο, είναι πιο πιθανό να χαρούμε περισσότερο με τα μικρά καθημερινά πράγματα, απ' ότι ένα άτομο που είχε πάντα τα πάντα.
Το σημαντικότερο όλων, όμως, μου φαίνεται πως είναι μια άλλη ιδιότητα του πόνου. Η ιδιότητα που έχει να σμιλεύει, μέσα από τη βίωσή του, τον δικό μας προσωπικό και μοναδικό χαρακτήρα, καθώς και να συμβάλλει στη δημιουργία του πεπρωμένου μας. Αναλυτικότερα, ο ιδιαίτερος πόνος που έχει βιώσει ο καθένας, πλάθει σε μεγάλο βαθμό το ποιος είναι ως άνθρωπος. Επίσης, γεγονότα που μας προκάλεσαν πόνο στο παρελθόν, όπως ένας χωρισμός, μας ωθούν στο σωστό σημείο στο μέλλον. Μόνον όμως εκ των υστέρων, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τη συνεισφορά του πόνου στη ζωή μας.
Μόνο αφού ολοκληρωθεί το ψηφιδωτό του προσωπικού μας δρόμου, κάθε κομμάτι του θα βγάζει νόημα. Μέχρι τότε, ας έχουμε στο μυαλό μας τη συμβουλή του Rilke, όταν λέει ''να μη μετράς, να μη λογαριάζεις, να ψηλώνεις όπως το δέντρο, που δε βιάζει το χυμό του, που αδείλιαστο αψηφάει τις ανοιξιάτικες μπόρες, χωρίς να φοβάται μη δεν έρθει το καλοκαίρι''.
Βιβλιογραφία
1. Carotenuto, A. (2010). Τα δάκρυα του κακού. Αθήνα: Εκδόσεις "Ίταμος".
2. Rilke, R. M. (2005). Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή. Εκδόσεις |Ίκαρος".
www.fotavgeia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου