o ήρωας της Μεσσηνιακής Επανάστασης, Γιαννάκης Γκρίτζαλης (1791 – 1834)
Γεννήθηκε το 1791 στο Ψάρι Τριφυλίας (της τότε Αρκαδιάς).
Γιος του Δημήτρη Γκρίτζαλη, ο οποίος πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του 1790, αφήνοντας τον Γιαννάκη και τα δυο αδέλφια του ορφανά σε πολύ μικρή ηλικία.
Ο μικρός μάλιστα γιος ήταν αβάπτιστος και πήρε – όπως συνηθίζεται στην περιοχή – το όνομα του εκλιπόντος πατέρα του. Η μητέρα του Αρετή, καταγόταν από το Κούβελα και ήταν αδελφή του γνωστού κλέφτη, λοχαγού του Αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο και αρχηγού των Ντρέδων κατά την έναρξη της επανάστασης, Γιαννάκη Μέλιου, ο οποίος πέραν από θείος του Γιαννάκη, ήταν και προστάτης των ορφανών και νονός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη.
Η γυναίκα του Γιαννάκη, Γιαννούλα ήταν κόρη του θρυλικού κλέφτη και οπλαρχηγού Μητροπέτροβα από τη Γαράντζα. Με τη Γιαννούλα, ο Γιαννάκης ήταν λογοδοσμένος πριν το 1821 και φαίνεται ότι την παντρεύτηκε στην αρχή της επανάστασης. Γι’ αυτό και εμφανίζεται, σε ιστορικά κείμενα, από τα προεπαναστατικά κιόλας χρόνια, ως γαμπρός του Μητροπέτροβα, με τον οποίο και υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, συμπολεμιστής.
Ο Γιαννάκης είχε δυο γιους, τον Δημήτρη, που έφερε το όνομα και των δυο παππούδων του και τον μικρότερο Γιώργη.
Προεπαναστατικά, τον Γιαννάκη και τον μικρότερο αδελφό του τον Δημήτρη, τους βρίσκουμε για μερικά χρόνια εγκαταστημένους στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Δημήτρης ασχολείτο με το εμπόριο σιτηρών, μεταξύ Οδησσού και Πόλης. Εκεί φαίνεται ότι μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρεία και ο Γιαννάκης από το 1818 και μετά, έπαιζε ρόλο συνδέσμου, μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Ζακύνθου και των οπλαρχηγών της ορεινής Μεσσηνίας, μεταξύ των οποίων κι ο πεθερός του Μητροπέτροβας. Εξαιτίας αυτής του της δράσης, ορισμένοι ιστορικοί τον συγκαταλέγουν μεταξύ των κλεφτών της περιοχής.
Η συμμετοχή και συνεισφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, κατά τα πρώτα χρόνια του αγώνα της παλιγγενεσίας, είναι γνωστές και ιστορικά τεκμηριωμένες. Αρκεί να σημειωθεί ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στο Βαλτέτσι, την Άλωση της Τριπολιτσάς και τα Δερβενάκια, που τον καθιέρωσαν ως οπλαρχηγό πρώτης γραμμής. Μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς ονομάστηκε το 1823 χιλίαρχος, σε ηλικία 32 ετών και ήταν ο νεότερος σε ηλικία χιλίαρχος, μεταξύ των οπλαρχηγών του Αγώνα. Τον βαθμό αυτό τον πήρε στο πεδίο της μάχης και όχι με άλλα κριτήρια,όπως δίνονταν στη συνέχεια οι βαθμοί και κυρίως κατά τον εμφύλιο του 1825.
Ο Γιαννάκης, όπως και ο Μητροπέτροβας, υπήρξαν άξιοι και πιστοί φίλοι του Κολοκοτρώνη και για τον λόγο αυτό φυλακίστηκαν μαζί του, κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1825, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, από την Κυβέρνηση Κουντουριώτη, Κωλέττη και λοιπών. Η φυλάκιση τους, όπως είναι πλέον ιστορικά αποδεδειγμένο και απ’ όλους αποδεκτό, αποτέλεσε την ευκαιρία και αφορμή της απόβασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, με όλα τα γνωστά και οδυνηρά επακόλουθα.
Αποφυλακισθέντες, στα τέλη Μαΐου, επειδή ο λαός ζητούσε τους φυσικούς ηγέτες και χωρίς καμία πικρία ή μνησικακία ανέλαβαν πάλι τη γνωστή αγωνιστική τους δράση, συγκινώντας το φιλελληνικό κίνημα και τα ανακτοβούλια της Ευρώπης, επειδή έδειξαν ότι οι Έλληνες πράγματι επιθυμούν και αξίζουν την ελευθερία τους.
Η αγνή και άδολη αυτή συμπεριφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και του Μητροπέτροβα, όπως και ο πρωταγωνιστικός τους ρόλους στους αγώνες κατά του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν παραδείγματα ηρωισμού και πατριωτισμού μεταξύ των μαχόμενων Ελλήνων και κυρίως μεταξύ των συμπατριωτών τους. Γι’ αυτό και η Μεσσηνία είναι από τις λίγες περιοχές που δεν εμφανίστηκε το θλιβερό φαινόμενο των «προσκυνημένων».
Μετά το Ναυαρίνο, ένα άλλο οδυνηρό και καθοριστικό, για την μετέπειτα ιστορία του τόπου, γεγονός υπήρξε, η δολοφονία του Καποδίστρια.
Η έλευση του Όθωνα, σε ηλικία μόλις 18 ετών και η επιτροπεία του από τους αντιβασιλείς δρομολόγησαν για τη χώρα καινούρια δεδομένα και αποτελούν θλιβερές σελίδες της νεότερης ιστορίας. Και μόνο το γεγονός της καταδίκης σε θάνατο και παρ’ ολίγον εκτέλεσης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, αρκεί να αποδείξει τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας εκείνη την εποχή. Εάν εκτελείτο ο Κολοκοτρώνης, η Πατρίδα μας θα κουβαλούσε στους αιώνες το στίγμα της ντροπής και της αχαριστίας.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και με τους Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα φυλακή, αγωνιστές όπως Γκρίτζαλης και Μητροπέτροβας, δεν μπορούσαν να μένουν απαθείς θεατές. Γι’ αυτό και τέθηκαν επικεφαλής της γνωστής Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834, η οποία, λόγω και των αιτημάτων φορολογικού και θεσμικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονταν στις προκηρύξεις τους, θεωρείται ως η πρώτη κοινωνική Επανάσταση στη νεότερη Ελληνική ιστορία. Στις 29 Ιουλίου 1834 τέσσερα οργανωμένα κινήματα σε τέσσερα διαφορετικά σημεία της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας έλαβαν χώρα, ταυτόχρονα. Επικεφαλής του πρώτου ήταν ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο οποίος είχε συγκεντρώσει από τα χωριά Σουλιμά και Ψάρι Τριφυλίας 200 πολεμιστές και με αυτούς μπήκε αθόρυβα, τα μεσάνυχτα, στην Κυπαρισσία.
Οι επαναστάτες κρύφτηκαν την νύχτα εκείνη, στα σπίτια διάφορων Ναπαίων, που ήταν μυημένοι στην συνωμοσία και το πρωί της επομένης ημέρας συνέλαβαν πρώτα τον νομάρχη Δ. Χρηστίδη και τον μοίραρχο Κυπαρισσίας Αντώνη Μαυρομιχάλη, κατέλυσαν όλες τις αρχές και κατόπιν διακήρυξαν στο λαό της πόλης, τους επαναστατικούς σκοπούς τους. Ο Γκρίτζαλης διακήρυξε ότι το κίνημα απέβλεπε στην κατάργηση της Αντιβασιλείας και την άμεση ανάληψη της βασιλικής εξουσίας από τον Όθωνα. Δήλωσε ακόμη, ότι η επανάσταση είχε σκοπό να εμποδίσει την υπονόμευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τους αλλόθρησκους αντιβασιλείς και διέδωσε συνάμα, ότι το κίνημα είχε προεξοφλήσει τη συγκατάθεση και τη βοήθεια της Ρωσίας.
Τέλος για να επιτύχει και τη σύμπραξη του αγροτικού κόσμου, υποστήριξε ότι ένα άλλο κίνητρο της εξέγερσης ήταν η καταθλιπτική φορολογία, που είχε επιβληθεί στους γεωργούς και οι ληστρικές μέθοδοι με τις οποίες εισπράττονταν οι φόροι από τους ενοικιαστές όλων των ευνοουμένων του καθεστώτος.
Τα ποικίλα αυτά συνθήματα, παρότρυναν τον λαό της Κυπαρισσίας, ο οποίος εκδηλώθηκε υπέρ των επαναστατών και ο Γκρίτζαλης συγκέντρωσε 300-400 οπλοφόρους, κινήθηκε προς τις γύρω περιοχές για να ξεσηκώσει κι άλλες κωμοπόλεις και χωριά. Τον ακολουθούσαν και πολλοί χωρικού οπλισμένοι μόνο με μαχαίρια, δρεπάνια, τσουγκράνες και ραβδιά. Το κίνημα έπαιρνε έκταση και αποκτούσε λαϊκή υποστήριξη.
Την ίδια μέρα, στη Γαράτζα, ο περίφημος οπλαρχηγός και πεθερός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, Μητροπέτροβας, κήρυξε επανάσταση με τα ίδια συνθήματα. Το τρίτο κίνημα εκδηλώθηκε, πάντα την ίδια ημέρα, στην Παλούμπα Μεσσηνίας (Αρκαδίας), από τους Κόλια και Μήτρο Πλαπούτα, ανηψιούς του εγκάθειρκτου στρατηγού Πλαπούτα.
Μια στάση εκδηλώθηκε από τον οπαρχηγό Αναστάση Τζαμαλή, στα Ασλάναγα Μεσσηνίας (σημερινό Άρι), ο οποίος ενώθηκε με τον Μητροπέτροβα και από κοινού χτύπησαν τις κυβερνητικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν το Νησί της Καλαμάτας.
Μια Πέμπτη εξέγερση σημειώθηκε στο Δερμπούνι Αρκαδίας. Εκεί οι επαναστάτες συνάντησαν ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις, που ήσαν υπό τις διαταγές του μοιράρχου Φλέσσα, αδελφού του Παπαφλέσσα. Στην αψιμαχία που έγινε. επικράτησαν οι κυβερνητικοί, στο μεταξύ όμως έφτασε ο Γκρίτζαλης με το ισχυρό του σώμα, και τότε οι οπλοφόροι του Φλέσσα προσχώρησαν όλοι στους επαναστάτες, εκτός του αδελφού του Παπαφλέσσα που ξέφυγε και κατέφυγε καταδιωκόμενος στην Μεγαλόπολη.
Ο Γκρίτζαλης βάδισε κατά της Μεγαλόπολης, αποφασισμένος να δώσει αποφασιστική μάχη. Αλλά οι Βαυαροί, που υπεράσπιζαν την πόλη με δύο λόχους και απόσπασμα ιππικού, εγκατέλειψαν αμαχητί και η πόλη καταλήφθηκε από τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη στις 4 Αυγούστου.
Η επανάσταση απλωνόταν, επικρατούσε. Μέσα σε μια εβδομάδα οι στασιαστές είχαν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη σχεδόν την Μεσσηνία και την Αρκαδία. Τα κυβερνητικά στρατεύματα και οι αρχές έφευγαν από παντού και στην έδρα της αντιβασιλείας επικρατούσε ήδη ταραχή μεγάλη και αμηχανία.
Για την καταστολή της ανταρσίας διατέθηκαν ισχυρότατες δυνάμεις, με επικεφαλής τον Αρχιστράτηγο Σμαλτς. Ο Κωλέττης επιστράτευσε και τον ονομαστό οπλαρχηγό Γαρδικιώτη Γρίβα, καθώς και τον Πελοποννήσιο αρχιπρόκριτο Κανέλλο Δεληγιάννη, ο οποίος, για την περίσταση ονομάστηκε συνταγματάρχης. Επίσης εστάλησαν κατά των επαναστατών οι Μανιάτες οπλαρχηγοί Κατσάκος Μαυρομιχάλης, Τζουσιάκος, Γιατράκος και άλλοι, βαυαρικά και ελληνικά στρατεύματα – από Ρουμελιώτες και Μανιάτες ιδίως – έλαβαν μέρος στην εκστρατεία. Χωρίστηκαν σε δύο φάλαγγες. Η μία υπό τον Κατσάκο, με δύο χιλιάδες πολεμιστές πολεμιστές, εβάδισε κατά των επαναστατών της Μεσσηνίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Μητροπέτροβας και ο Τζαμαλής. Κατά τη μάχη που δόθηκε επικράτησαν πλήρως τα κυβερνητικά στρατεύματα. Οι επαναστάτες διαλύθηκαν και ασύντακτοι διεσκορπίστηκαν στα γύρω χωριά και ο Τζαμαλής συνελήφθηκε και ο Μητροπέτροβας παραδόθηκε.
Το δεύτερο κυβερνητικό σώμα υπό τον Χατζηχρήστο και τον Γαρδικιώτη Γρίβα κινήθηκε κατά των επαναστατών της Αρκαδίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, οι αδελφοί Πλαπούτα και ο Ζερμπίνης. Στο χωριό Σούλου, κοντά στην Μεγαλόπολη, συγκρούστηκαν τα δύο στρατεύματα, όπου κι εδώ επικράτησαν οι κυβερνητικοί. Σκοτώθηκαν 50 επαναστάτες και ισάριθμοι κυβερνητικοί. Τελικά οι επαναστάτες υποχώρησαν και διαλύθηκαν. Ο Γκρίτζαλης, με 300, εξακολουθούσε τον αγώνα, καταδιωκόμενος όμως, από τόπο σε τόπο. Τελικά παραδόθηκε στον Γρίβα κι αργότερα παραδόθηκε και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη, Ζερμπίνης, συνελήφθησαν και οι αδελφοί Πλαπούτα. Η επανάσταση είχε κατασταλεί και ύστερα ακολούθησαν οι δίκες των αρχηγών της στάσης.
Έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον Άγγλο Θωμά Γκόρντον και μέλη τον συνταγματάρχη Π. Γιατράκο, τον αντισυνταγματάρχη Σπυρομήλιο και τους δικαστές Φ. Φραγκούλη και Αν. Λόντο συγκροτήθηκε, με έδρα την Κυπαρισσία, όπου είχε εκραγεί η ανταρσία.
Πρώτος δικάστηκε ο Γκρίτζαλης «ο γενναιότερος και δραστηριότερος των κορυφαίων της Πελοποννησιακής ανταρσίας». Ο Γκρίτζαλης, ο οποίος ανέλαβε θαρραλέα όλες τις ευθύνες της ανταρσίας, καταδικάστηκε σε θάνατο.
Δύο ώρες μετά την καταδίκη του, εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 19-9-1834. Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και φώναξε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Αδέλφια, άδικα πεθαίνω. Γύρεψα τα δίκια των Ελλήνων». Το στρατοδικείο καταδίκασε επίσης σε θάνατο τον Μητροπέτροβα και τον Τζαμαλή. Μόνον η ποινή του Μητροπέτροβα δεν εκτελέστηκε «ως υπέργηρου και αγωνισθέντος υπέρ πατρίδος» και μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση.
Στη γυναίκα του Γιαννάκη Γκρίτζαλη δεν επέτρεψαν να πάρει το σώμα του νεκρού ήρωα, από φόβο, μήπως κατά την ταφή προκληθούν μεγαλύτερες ταραχές. Η τραγική γυναίκα μάζεψε τα μυαλά του νεκρού άντρα της, που είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι και στη συνέχεια κέρασε, σύμφωνα με το έθιμο, το εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο Όθων μαθαίνοντας αργότερα την αλήθεια, αναγνώρισε το λάθος του και έστειλε στο Πάνω Ψάρι, στην γενέτειρα του ήρωα μια καμπάνα για το καμπαναριό της εκκλησίας που αναγράφεται “Όθων Βασιλεύς των Ελλήνων”. Η εκκλησία αυτή έχει φτιαχτεί από τους Ψαραίους, τον αδελφό του Γιαννάκη, Δημήτρη και το γιο του Γιαννάκη το Δημήτρη. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο και υπάρχει και σήμερα, στο προαύλιο της οποίας κάθε χρόνο το Σεπτέμβριο, τελούνται εκδηλώσεις μνήμης για την Μεσσηνιακή Επανάσταση και κατάθεση στεφάνων στο σπίτι του Ήρωά μας.
Προτομές του Γιαννάκη Γκρίτζαλη υπάρχουν στο Ψάρι, στην Κυπαρισσία, όπου και εκτελέστηκε, και στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών.
Ο λαός μας για τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη, τον ήρωά του, έπλασε τραγούδι, το οποίο τραγουδάει ο Σουλιμαίος τραγουδιστής Λεωνίδας Παπακώστας.
ΣΤΙΧΟΙ
-Γιαννάκη, τί ‘σαι κίτρινος, τί ‘σαι συλλογισμένος;
-Άπόψε είδα στόν ύπνο μου, πώς μού ‘φυγε τ’ άσκέρι
κι οί πρόκριτοι μού λέγανε κι οί πρόκριτοι μού λένε:
“Μαρτύρα τόν Κολιόπουλο καί τόν Κολοκοτρώνη!”
-νΈγώ ψεύτης δέν γίνομαι, νά ψευτομαρτυρήσω!
Τρέξε Γενναίο μ’ αδερφέ, τρέξε γιά νά προφτάσης,
νά σώσουμε τούς φίλους μας, νά μήν τούς έκτελέσουν!
** Κολιόπουλος: Δημητράκης Πλαπούτας, ξάδερφος του Κολοκοτρώνη
Γενναίος: Γυιός του Κολοκοτρώνη
.www.fotavgeia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου