Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Διμερής δανεισμός και ασυλία ως το ’80.

Διμερής δανεισμός και ασυλία ως το ’80.
Τα ομόλογα είναι ο πιο αδιαφανής και κερδοσκοπικός τρόπος δανεισμού ενός κράτους. Διότι η ελεύθερη και ανώνυμη διακίνηση των ομολόγων στη δευτερογενή κυρίως αγορά εξασφαλίζει πολύ πιο εύκολα κάθε είδους ύποπτες και σκοτεινές πληρωμές.
Η κατάρρευση των χρηματαγορών και οι απανωτές χρεωκοπίες κρατών στον μεσοπόλεμο κατά την διάρκεια της «μεγάλης ύφεσης», εξανάγκασαν τα κράτη να αλλάξουν τρόπο δανεισμού. Να εγκαταλείψουν τα ομόλογα με τα οποία παραδοσιακά δανείζονταν και να προτιμήσουν τις δανειακές συμβάσεις με τράπεζες. Θεωρούσαν πώς η συγκεκριμενοποίηση της ευθύνης δανεισμού, θα απέτρεπε τις τράπεζες από θαλασσοδάνεια σε κράτη.
Η μορφή αυτή επικράτησε μετά τον πόλεμο έως την μεγάλη κρίση χρέους το 1982 και μετά. Ακόμη και το ελληνικό κράτος έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 δανειζόταν όχι με ομόλογα, αλλά μέσω συμβάσεων με τράπεζες κυρίως του εξωτερικού.
Όμως ο έλεγχος των δανειακών συμβάσεων με τις τράπεζες ήταν και είναι σχετικά εύκολος και στον βαθμό που τα κράτη-οφειλέτες προχωρούσαν σε κάτι τέτοιο μπορούσαν να θέσουν θέμα νομιμότητας του χρέους και έτσι να αρνηθούν την πληρωμή των παράνομων και καταχρηστικών συμβάσεων. Στη δεκαετία του ’80 συνέβη αρκετές φορές αυτό. Ειδικά με τις χώρες του κινήματος της Καρθαγένης που ήταν μια συμμαχία υπερχρεωμένων λατινοαμερικάνικων χωρών, που έθεσαν ευθέως θέμα νομιμότητας των χρεών τους από τις αμερικανικές κυρίως τράπεζες.
Η στροφή του δανεισμού ξανά στα ομόλογα έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κι ο λόγος ήταν απλός. Με τον τρόπο αυτόν απελευθερωνόταν η αγορά δανείων και οι τράπεζες δεν θα ήταν πλέον υπόλογες για παράνομες και καταχρηστικές συμβάσεις σε βάρος κρατών-οφειλετών, όπως συνέβη τις προηγούμενες δεκαετίες. Η ευθύνη του δανειστή εξαφανιζόταν μέσα στην ανωνυμία της αγοράς ομολόγων. Το ίδιο και οι σκοτεινές δοσοληψίες με κρατικούς αξιωματούχους, κλπ. Έμενε μόνο η ευθύνη του κράτους-οφειλέτη. Κι αυτήν θα φρόντιζε το ΔΝΤ να την αξιοποιήσει με τρόπον ώστε να μην βρεθεί ξανά κράτος να αρνηθεί την πληρωμή του χρέους του.
Σύμφωνα με έναν από τους πιο γνωστούς σύγχρονους ειδικούς στη διαχείριση χρέους στον κόσμο, τον Ρος Μπάκλι «πριν το 1982 οι περισσότερες κρίσεις δημοσίου χρέους οδηγούνταν σε default [σε στάση πληρωμών – ΔΚ]. Μετά το 1982 λιγότερες από το ένα τέταρτο των χωρών σε κρίση προχώρησαν σε στάση πληρωμών του χρέους τους. Γιατί υπήρξε αντιστροφή αυτής της καθιερωμένης ιστορικής τάσης;» (Ross P. Buckley, International Financial System, Wolters Kluwer, 2009, σ. 115)
Γιατί συνέβη αυτό; Διότι το κράτος διαθέτει εκ φύσεως ασυλία έναντι των δανειστών του, λόγω άσκησης εθνικής κυριαρχίας. Επομένως σε περίπτωση στάσης πληρωμών οι δανειστές του δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο εκτός από το να ελπίζουν, ή να πιέζουν για μια κάποια ρύθμιση. Αυτό έδινε το πλεονέκτημα στο κράτος-οφειλέτη. Κι έτσι έως την δεκαετία του 1980 οι συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων όπου τα κράτη-οφειλέτες αντιμετώπιζαν κρίση χρέους προχωρούσαν σε μονομερή στάση πληρωμών προς τους δανειστές. Με τον τρόπο αυτό οι δανειστές αναγκάζονταν να έρθουν σε συνεννόηση με το κράτος και να περικόψουν σοβαρό τμήμα των χρεωστικών τους απαιτήσεων. Το μέγεθος της περικοπής, οι όροι και οι γενικότερες συνθήκες μέσα στις οποίες γινόταν κάτι τέτοιο εξαρτιόταν πάντα από το τι σόι κυβερνήσεις είχαν τα κράτη-οφειλέτες.
Πώς ξεκίνησε η παραχώρηση της κυριαρχίας
Το δόγμα αυτό άρχισε να αλλάζει σταδιακά όταν αρχικά οι ΗΠΑ πέρασαν ένα νόμο, τον Foreign Sovereign Immunities Act του 1976 και κατόπιν η Βρετανία τον State Immunity Act του 1978, που προέβλεπαν την δυνατότητα της «οικιοθελούς» απεμπόλησης της ασυλίας λόγω άσκησης εθνικής κυριαρχίας από ένα κράτος-οφειλέτη. Έτσι έδωσαν την δυνατότητα στους δανειστές να αναγκάζουν τα κράτη-οφειλέτες να υπογράφουν δανειακές συμβάσεις σε Αγγλικό δίκαιο ή δίκαιο της Νέας Υόρκης.      
Το νέο δόγμα ήταν απλό και το διατύπωσε καθαρά ο Γουόλτερ Ρίστον – πρόεδρος της αμερικανικής Citibank / Citicorp με το μεγαλύτερο μερίδιο σε δάνεια προς τις λατινοαμερικανικές χώρες – αμέσως μετά την ανακοίνωση της στάσης πληρωμών του Μεξικό το 1982 γράφοντας ότι «τα κράτη δεν χρεοκοπούν»: «Η πτώχευση είναι μια διαδικασία που αναπτύχθηκε στο Δυτικό δίκαιο για να συγχωρήσει τις υποχρεώσεις ενός ατόμου, ή μιας επιχείρησης που οφείλει περισσότερα από ό, τι έχει. Όμως όσο άσχημα κι αν είναι μια χώρα, της «ανήκουν» πολλά περισσότερα από ό,τι «χρωστάει». Τα θέμα είναι οι ταμειακές ροές και η θεραπεία είναι προγράμματα εξυγίανσης και χρόνος για να τα αφήσουμε να λειτουργήσουν.» (New York Times, 14/9/1982)
Από τότε ξεκίνησε μια ολόκληρη προσπάθεια του διεθνούς τραπεζικού καρτέλ με την αμέριστη συνδρομή κυρίως του ΔΝΤ, των ΗΠΑ, την Βρετανίας και της Ευρώπης να μην επιτρέπουν στα κράτη-οφειλέτες όταν φτάνουν στο αμήν με τα χρέη τους να προβαίνουν σε στάση πληρωμών και διαγραφή χρέους. Όπως δηλαδή γινόταν – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλες τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ναι, αλλά γιατί υπάκουσαν οι περισσότερες κυβερνήσεις των κρατών μελών σ’ αυτό το νέο δόγμα; Ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του προβλήματος, καθηγητής Λουίς Κάρλος Μπρεσέρ Περέϊρα, όταν τον κάλεσε η επιτροπή του Βουλής των ΗΠΑ να απαντήσει σ’ αυτό ακριβώς το ερώτημα, δήλωσε ότι «παρά τις αυξανόμενες ενδείξεις της αδυναμίας να πληρωθεί το σύνολο του χρέους, ένα σημαντικό μέρος των ελίτ στις χώρες οφειλέτες παραμένει πρόθυμο να επιχειρήσει να το πληρώσει. Μπορούμε να σκεφτούμε αρκετές εξηγήσεις γι’ αυτή την συμπεριφορά… αλλά θα ήθελα σ’ αυτήν την κατάθεση να υπογραμμίσω μόνο μια εξήγηση: οι ελίτ γενικά στις χώρες οφειλέτες είναι σίγουρο ότι δεν είναι από εκείνους που θα υποφέρουν από μια κρίση χρέους. Αντίθετα, μέρος τους κερδίζει από το χρέος.» (Luiz Carlos Bresser Pereira, Testimony, January 5, 1989, Committee of Banking, Finance and Urban Affairs, U.S. House of Representatives)   
Με άλλα λόγια, ο λόγος που ένα κράτος οφειλέτης δεν προχωρά σε μονομερή στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το ποιόν της ελίτ που το κυβερνά. Κι έτσι προκειμένου να προστατευτούν τα συμφέροντα των τραπεζών και γενικά των κεφαλαιαγορών, οι χώρες οφειλέτες και οι λαοί τους καταδικάζονται στην κόλαση. Αν έχεις κάποιον σαν τον Νέστορ Κίχνερ της Αργεντινής που στις απειλές των αγορών απάντησε ότι τα χρέη της Αργεντινής είναι επαχθή γιατί η εξυπηρέτησή τους, είπε, σημαίνει «να πληρωθούν με τον ιδρώτα και το μόχθο του λαού» (The Economist, 20/2/2004), τότε ναι μπορούν να διαγραφούν τα χρέη της χώρας και να γλυτώσει ο λαός την απόλυτη κόλαση στα χέρια των δανειστών.
Αν έχεις όμως την πολιτική συμμορία που μας κυβερνά σήμερα, τότε η ολοκληρωτική καταστροφή είναι απολύτως βεβαία. 
 
Άρθρο του Δημ Καζάκη  

Δεν υπάρχουν σχόλια: