O κίνδυνος των παγκόσμιων ολιγοπωλίων
Εδώ και αρκετές δεκαετίες, εταιρίες
κολοσσοί διαφεντεύουν το μεγαλύτερο κομμάτι της διεθνούς οικονομικής
δραστηριότητας. Ο αριθμός, αλλά και το μέγεθός τους μεγαλώνουν διαρκώς,
μέσα από μια σχεδόν αέναη διαδικασία «εξαγορών και συγχωνεύσεων».
Σε πολλές περιπτώσεις ο κύκλος εργασιών τους συναγωνίζεται το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μικρομεσαίων κρατών, ενώ κάποιες απασχολούν εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια εργαζόμενους.
Η γνωστή McDonald's, για παράδειγμα, απασχολεί ανά τον κόσμο περίπου 1,9 εκατ. εργαζόμενους, ενώ ακόμη περισσότερους (2,1 εκατομμύρια ανθρώπους) απασχολεί η επίσης αμερικανική Wal-Mart με ετήσιο τζίρο… 469 δισ. δολάρια.
Ανάμεσα στις ισχυρότερες εταιρίες του κόσμου το 2013 συγκαταλέγονται ,σύμφωνα με το Forbes, ονόματα όπως οι κινεζικές ICBC και China Construction Bank, η JP Morgan Chase, η General Electric, η Exxon Mobile, η HSBC Holdings και η Royal Dutch Shell, με ετήσιες πωλήσεις που κυμαίνονταν από 100 έως και 470 δισ. δολάρια η κάθε μία!
Τέτοιου είδους success stories διδάσκονται στα οικονομικά πανεπιστήμια και πολλές φορές αποτελούν κρυφό «όνειρο» και αντικείμενο θαυμασμού των οπαδών της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Εντούτοις φαίνεται ότι αυτός ο διαρκής αγώνας για περισσότερο «μέγεθος», «συνέργειες» και «διεθνή ανταγωνιστικότητα», από ένα σημείο και πέρα, προκαλεί δυσάρεστες παρενέργειες, για τους καταναλωτές, τις συνθήκες του κατά τόπους ανταγωνισμού, αλλά και για την ίδια τη δημοκρατική διακυβέρνηση.
Ορισμένες από τις παρενέργειες του τεράστιου, υπερεθνικού μεγέθους έγιναν αντιληπτές στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όταν τα κράτη αναγκάστηκαν να διασώσουν τράπεζες κολοσσούς με τεράστιο ενεργητικό και παθητικό, διότι σε άλλη περίπτωση θα κατέρρεε το ίδιο το οικονομικό σύστημα. Κι έτσι γεννήθηκε το φαινόμενο των τραπεζών που είναι too big to fail ή κατά τη δική μας ορολογία «συστημικές».
Πολύ πιο κοντά μας, στην Κύπρο, συνέβη κάτι ακόμη χειρότερο πριν από ακριβώς έναν χρόνο. Το μέγεθος των τραπεζών της σε σχέση με την κυπριακή οικονομία ήταν τέτοιο που οδήγησε σε εσωτερική κατάρρευση, με τις γνωστές συνέπειες.
Άλλου τύπου παρενέργειες, σε θέματα νόθευσης του ανταγωνισμού, παρατηρούνται συχνά σε επίπεδο κρατών, καθώς πολλές χώρες επιτρέπουν τη γιγάντωση τοπικών εταιριών, οι οποίες αποκτούν έτσι ξεκάθαρα δεσπόζουσα θέση στην εσωτερική αγορά.
Συνήθως αυτό συμβαίνει είτε για να διευκολυνθεί η δραστηριοποίηση αυτών των «εθνικών πρωταθλητών» στο διεθνές οικονομικό στερέωμα, είτε για να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους στην εσωτερική αγορά, απέναντι στην επέλαση των πολυεθνικών.
Σε κάθε περίπτωση, θύμα αυτών των διαδικασιών είναι βέβαια ο καταναλωτής, ο οποίος συχνά γίνεται αιχμάλωτος ολιγοπωλιακών πρακτικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν ξεκινήσει η διαδικασία συγκέντρωσης στο αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα, τη δεκαετία του 1990, υπήρχαν έρευνες που έδειχναν ότι δεν θα υπάρξει όφελος για τον «πελάτη».
Εντούτοις, οι συγκεντρώσεις προχώρησαν (υπό την πίεση και της διαρκώς αυξανόμενης χρηματιστηριακής οικονομίας) σχηματίζοντας πραγματικά μεγαθήρια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα της εποχής τη συγχώνευση της Citicorp και της Travelers Group, που δημιούργησε τότε τον μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό οργανισμό του κόσμου.
Ίσως δε θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της συνένωσης και μετέπειτα CEO του νέου σχήματος Sandy Weill παραδέχθηκε πολλά χρόνια μετά, το 2012, ότι η κίνηση αυτή ήταν λάθος δηλώνοντας υπέρμαχος της διάσπασης των χρηματοοικονομικών κολοσσών και του διαχωρισμού των τραπεζικών από τις επενδυτικές εργασίες.
Σε πολλές περιπτώσεις ο κύκλος εργασιών τους συναγωνίζεται το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μικρομεσαίων κρατών, ενώ κάποιες απασχολούν εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια εργαζόμενους.
Η γνωστή McDonald's, για παράδειγμα, απασχολεί ανά τον κόσμο περίπου 1,9 εκατ. εργαζόμενους, ενώ ακόμη περισσότερους (2,1 εκατομμύρια ανθρώπους) απασχολεί η επίσης αμερικανική Wal-Mart με ετήσιο τζίρο… 469 δισ. δολάρια.
Ανάμεσα στις ισχυρότερες εταιρίες του κόσμου το 2013 συγκαταλέγονται ,σύμφωνα με το Forbes, ονόματα όπως οι κινεζικές ICBC και China Construction Bank, η JP Morgan Chase, η General Electric, η Exxon Mobile, η HSBC Holdings και η Royal Dutch Shell, με ετήσιες πωλήσεις που κυμαίνονταν από 100 έως και 470 δισ. δολάρια η κάθε μία!
Τέτοιου είδους success stories διδάσκονται στα οικονομικά πανεπιστήμια και πολλές φορές αποτελούν κρυφό «όνειρο» και αντικείμενο θαυμασμού των οπαδών της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Εντούτοις φαίνεται ότι αυτός ο διαρκής αγώνας για περισσότερο «μέγεθος», «συνέργειες» και «διεθνή ανταγωνιστικότητα», από ένα σημείο και πέρα, προκαλεί δυσάρεστες παρενέργειες, για τους καταναλωτές, τις συνθήκες του κατά τόπους ανταγωνισμού, αλλά και για την ίδια τη δημοκρατική διακυβέρνηση.
Ορισμένες από τις παρενέργειες του τεράστιου, υπερεθνικού μεγέθους έγιναν αντιληπτές στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όταν τα κράτη αναγκάστηκαν να διασώσουν τράπεζες κολοσσούς με τεράστιο ενεργητικό και παθητικό, διότι σε άλλη περίπτωση θα κατέρρεε το ίδιο το οικονομικό σύστημα. Κι έτσι γεννήθηκε το φαινόμενο των τραπεζών που είναι too big to fail ή κατά τη δική μας ορολογία «συστημικές».
Πολύ πιο κοντά μας, στην Κύπρο, συνέβη κάτι ακόμη χειρότερο πριν από ακριβώς έναν χρόνο. Το μέγεθος των τραπεζών της σε σχέση με την κυπριακή οικονομία ήταν τέτοιο που οδήγησε σε εσωτερική κατάρρευση, με τις γνωστές συνέπειες.
Άλλου τύπου παρενέργειες, σε θέματα νόθευσης του ανταγωνισμού, παρατηρούνται συχνά σε επίπεδο κρατών, καθώς πολλές χώρες επιτρέπουν τη γιγάντωση τοπικών εταιριών, οι οποίες αποκτούν έτσι ξεκάθαρα δεσπόζουσα θέση στην εσωτερική αγορά.
Συνήθως αυτό συμβαίνει είτε για να διευκολυνθεί η δραστηριοποίηση αυτών των «εθνικών πρωταθλητών» στο διεθνές οικονομικό στερέωμα, είτε για να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους στην εσωτερική αγορά, απέναντι στην επέλαση των πολυεθνικών.
Σε κάθε περίπτωση, θύμα αυτών των διαδικασιών είναι βέβαια ο καταναλωτής, ο οποίος συχνά γίνεται αιχμάλωτος ολιγοπωλιακών πρακτικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν ξεκινήσει η διαδικασία συγκέντρωσης στο αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα, τη δεκαετία του 1990, υπήρχαν έρευνες που έδειχναν ότι δεν θα υπάρξει όφελος για τον «πελάτη».
Εντούτοις, οι συγκεντρώσεις προχώρησαν (υπό την πίεση και της διαρκώς αυξανόμενης χρηματιστηριακής οικονομίας) σχηματίζοντας πραγματικά μεγαθήρια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα της εποχής τη συγχώνευση της Citicorp και της Travelers Group, που δημιούργησε τότε τον μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό οργανισμό του κόσμου.
Ίσως δε θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της συνένωσης και μετέπειτα CEO του νέου σχήματος Sandy Weill παραδέχθηκε πολλά χρόνια μετά, το 2012, ότι η κίνηση αυτή ήταν λάθος δηλώνοντας υπέρμαχος της διάσπασης των χρηματοοικονομικών κολοσσών και του διαχωρισμού των τραπεζικών από τις επενδυτικές εργασίες.
Περισσότερες πολυεθνικές, λιγότερη… δημοκρατία;
Τρίτο θύμα αυτής της υπερβολικής συγκέντρωσης ισχύος που ολοένα και περισσότερο παρατηρείται διεθνώς κινδυνεύει να είναι η δημοκρατική διακυβέρνηση.
Στα μέσα του 20ού αιώνα, ο κίνδυνος αφορούσε τις μικρές χώρες της περιφέρειας, με επίκεντρο τον λεγόμενο τρίτο κόσμο. Και δεν ήταν… θεωρητικός όπως αποδείχτηκε σε πολυάριθμες περιπτώσεις από τη Γουατεμάλα, όπου η ανατροπή της κυβέρνησης Γκούζμαν έγινε με πρωτοβουλία της CIA, προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα της United Fruit Company, ως το Ιράν, όπου διοργανώθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ η ανατροπή της κυβέρνησης Μοσαντέκ, για να αποτραπεί η κρατικοποίηση της τεράστιας βιομηχανίας πετρελαίου που εκμεταλλευόταν η Αnglo Iranian Oil Company (πρόγονος της σημερινής BP).
Κι αν τότε η παρουσία των πολυεθνικών εμφανιζόταν ως μια άλλη μορφή κεκαλυμμένης οικονομικής αποικιοκρατίας από την πλευρά των ισχυρών κρατών της Δύσης, σήμερα η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη, ίσως και πιο επικίνδυνη, όχι μόνο για τις αναπτυσσόμενες χώρες (όπου εξακολουθεί να γίνεται μεγάλη συζήτηση για την κυριαρχία των πολυεθνικών συμφερόντων - που πλέον δεν προέρχονται μόνο από τη Δύση), αλλά και για τις ίδιες τις «μητροπόλεις».
Τρίτο θύμα αυτής της υπερβολικής συγκέντρωσης ισχύος που ολοένα και περισσότερο παρατηρείται διεθνώς κινδυνεύει να είναι η δημοκρατική διακυβέρνηση.
Στα μέσα του 20ού αιώνα, ο κίνδυνος αφορούσε τις μικρές χώρες της περιφέρειας, με επίκεντρο τον λεγόμενο τρίτο κόσμο. Και δεν ήταν… θεωρητικός όπως αποδείχτηκε σε πολυάριθμες περιπτώσεις από τη Γουατεμάλα, όπου η ανατροπή της κυβέρνησης Γκούζμαν έγινε με πρωτοβουλία της CIA, προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα της United Fruit Company, ως το Ιράν, όπου διοργανώθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ η ανατροπή της κυβέρνησης Μοσαντέκ, για να αποτραπεί η κρατικοποίηση της τεράστιας βιομηχανίας πετρελαίου που εκμεταλλευόταν η Αnglo Iranian Oil Company (πρόγονος της σημερινής BP).
Κι αν τότε η παρουσία των πολυεθνικών εμφανιζόταν ως μια άλλη μορφή κεκαλυμμένης οικονομικής αποικιοκρατίας από την πλευρά των ισχυρών κρατών της Δύσης, σήμερα η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη, ίσως και πιο επικίνδυνη, όχι μόνο για τις αναπτυσσόμενες χώρες (όπου εξακολουθεί να γίνεται μεγάλη συζήτηση για την κυριαρχία των πολυεθνικών συμφερόντων - που πλέον δεν προέρχονται μόνο από τη Δύση), αλλά και για τις ίδιες τις «μητροπόλεις».
Από τις πολυεθνικές στις υπερεθνικές εταιρίες
Διότι σήμερα, με την πλήρη απελευθέρωση της ροής κεφαλαίων, την εκμετάλλευση διαφόρων ειδών φορολογικών παραδείσων, αλλά και τη μειωμένη ταύτιση μεταξύ «εταιρικών» και «εθνικών» συμφερόντων, ολοένα και περισσότερο κυριαρχεί στη Δύση η μορφή των «υπερεθνικών» εταιριών.
Των εταιριών που δεν έχουν στην πράξη «εθνική ταυτότητα», θεωρώντας ότι είναι εξαιρετικά ισχυροί και προνομιούχοι «πολίτες» του… κόσμου. Έτσι, πολύ συχνά χρησιμοποιούν κάθε διαθέσιμη μέθοδο φοροαποφυγής, ή και αποφεύγουν τις επενδύσεις εντός έδρας (καθότι η έδρα τους είναι συνήθως σε κράτη με υψηλή φορολογία και απαιτητικούς μισθούς), ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να ασκούν την οικονομική ισχύ τους, προκειμένου να επηρεάσουν πολιτικές αποφάσεις.
Μαζί με τον πλούτο συγκεντρώνεται και η ισχύς παρέμβασης (lobbying) στη λήψη αποφάσεων.
Το ερώτημα που ίσως προκύψει στο άμεσο μέλλον, καθώς ακόμη και μεγάλα κράτη βλέπουν τα χρέη τους να συσσωρεύονται και τις δυνατότητες φορολόγησης των «πλουσίων» να μειώνονται, είναι αν τα κράτη, μικρά και μεγάλα, θα συνεχίσουν να παρατηρούν αμέτοχα την ισχύ των υπερεθνικών εταιριών να αυξάνει, εξαπλωνόμενη ως παγκόσμιος «κορπορατισμός», σταο πλαίσιο του οποίου ένας «διεθνής» επιχειρηματίας από το Τέξας θα έχει πλέον μεγαλύτερη ταύτιση συμφερόντων και ιδεών με έναν «ολιγάρχη» της Ουκρανίας, απ' ό,τι με τις «εθνικές» αξίες και συμφέροντα.
Διότι σήμερα, με την πλήρη απελευθέρωση της ροής κεφαλαίων, την εκμετάλλευση διαφόρων ειδών φορολογικών παραδείσων, αλλά και τη μειωμένη ταύτιση μεταξύ «εταιρικών» και «εθνικών» συμφερόντων, ολοένα και περισσότερο κυριαρχεί στη Δύση η μορφή των «υπερεθνικών» εταιριών.
Των εταιριών που δεν έχουν στην πράξη «εθνική ταυτότητα», θεωρώντας ότι είναι εξαιρετικά ισχυροί και προνομιούχοι «πολίτες» του… κόσμου. Έτσι, πολύ συχνά χρησιμοποιούν κάθε διαθέσιμη μέθοδο φοροαποφυγής, ή και αποφεύγουν τις επενδύσεις εντός έδρας (καθότι η έδρα τους είναι συνήθως σε κράτη με υψηλή φορολογία και απαιτητικούς μισθούς), ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να ασκούν την οικονομική ισχύ τους, προκειμένου να επηρεάσουν πολιτικές αποφάσεις.
Μαζί με τον πλούτο συγκεντρώνεται και η ισχύς παρέμβασης (lobbying) στη λήψη αποφάσεων.
Το ερώτημα που ίσως προκύψει στο άμεσο μέλλον, καθώς ακόμη και μεγάλα κράτη βλέπουν τα χρέη τους να συσσωρεύονται και τις δυνατότητες φορολόγησης των «πλουσίων» να μειώνονται, είναι αν τα κράτη, μικρά και μεγάλα, θα συνεχίσουν να παρατηρούν αμέτοχα την ισχύ των υπερεθνικών εταιριών να αυξάνει, εξαπλωνόμενη ως παγκόσμιος «κορπορατισμός», σταο πλαίσιο του οποίου ένας «διεθνής» επιχειρηματίας από το Τέξας θα έχει πλέον μεγαλύτερη ταύτιση συμφερόντων και ιδεών με έναν «ολιγάρχη» της Ουκρανίας, απ' ό,τι με τις «εθνικές» αξίες και συμφέροντα.
Οι συνέπειες για την Ελλάδα
Για τη χώρα μας τέτοιου είδους προβληματισμοί φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχουν ελάχιστη πρακτική αξία. Όμως σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα που τείνει να διαμορφωθεί διεθνώς, η θέση των μικρών χωρών ίσως είναι ακόμη πιο δυσχερής. Ιδίως όταν βρίσκονται σε φάση ανάγκης.
Για την ελληνική κοινωνία, ο αφελληνισμός ολόκληρων τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, ενδεχόμενο απολύτως ορατό υπό τις παρούσες συνθήκες, ενδέχεται να αποδειχτεί εξίσου οδυνηρός με την προηγούμενη έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος από το εξωτερικό, καθώς η «υπεραξία» θα μεταφέρεται αλλού, ενώ ταυτόχρονα ο Έλληνας καταναλωτής θα είναι ακόμη περισσότερο ευάλωτος σε διαφόρων ειδών ολιγοπωλιακές πρακτικές.
Ασφαλώς, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ούτε μπορούν να υπάρξουν, αν πέραν των πολιτικών πρωτοβουλιών που είναι απαραίτητες για την ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας δεν εκδηλωθεί «οικονομικός πατριωτισμός» από την πλευρά του εγχώριου επιχειρηματικού στοιχείου, αλλά και ευρύτερη αποδοχή του ρόλου της εγχώριας ιδιωτικής πρωτοβουλίας από την κοινωνία.
Για τη χώρα μας τέτοιου είδους προβληματισμοί φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχουν ελάχιστη πρακτική αξία. Όμως σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα που τείνει να διαμορφωθεί διεθνώς, η θέση των μικρών χωρών ίσως είναι ακόμη πιο δυσχερής. Ιδίως όταν βρίσκονται σε φάση ανάγκης.
Για την ελληνική κοινωνία, ο αφελληνισμός ολόκληρων τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, ενδεχόμενο απολύτως ορατό υπό τις παρούσες συνθήκες, ενδέχεται να αποδειχτεί εξίσου οδυνηρός με την προηγούμενη έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος από το εξωτερικό, καθώς η «υπεραξία» θα μεταφέρεται αλλού, ενώ ταυτόχρονα ο Έλληνας καταναλωτής θα είναι ακόμη περισσότερο ευάλωτος σε διαφόρων ειδών ολιγοπωλιακές πρακτικές.
Ασφαλώς, εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ούτε μπορούν να υπάρξουν, αν πέραν των πολιτικών πρωτοβουλιών που είναι απαραίτητες για την ενίσχυση της ελληνικής επιχειρηματικότητας δεν εκδηλωθεί «οικονομικός πατριωτισμός» από την πλευρά του εγχώριου επιχειρηματικού στοιχείου, αλλά και ευρύτερη αποδοχή του ρόλου της εγχώριας ιδιωτικής πρωτοβουλίας από την κοινωνία.
Πηγή: euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου