Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος, ο ψυχίατρος που μιλά με την ψυχή των ανθρώπων
PsychologyNow Team
Ο Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος είναι ένας άνθρωπος με μεγάλο όραμα και πλούσια δράση στο χώρο της ψυχικής υγείας. Γεννημένος στην Αθήνα, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία από το 1954 έως το 1961 σε πανεπιστημιακά κέντρα και τμήματα νευρολογίας, ψυχιατρικής και παιδικής ψυχιατρικής ή παιδοψυχιατρικής.
Είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ενώσεως, επίσης, μέλος διαφόρων ελληνικών, γαλλικών και διεθνών εταιρειών ψυχιατρικής, παιδοψυχιατρικής και ψυχικής υγιεινής.
Υλοποίησε σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα το κίνημα της Κοινωνικής Ψυχιατρικής, προσβλέποντας σε μία διαφορετική προσέγγιση της ψυχικής ασθένειας. Δημιούργησε τις Κινητές Μονάδες Ψυχικής Υγείας στη Φωκίδα και τον Έβρο, στόχος των οποίων ήταν η έγκαιρη παρέμβαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, καλλιεργώντας ουσιαστικά μία νέα αντίληψη σχετικά με την περίθαλψη και τη φροντίδα των ψυχικά ασθενών σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο.
Οι ιδέες του βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση στον χώρο της ψυχικής υγείας, μεγάλο μέρος εκ των οποίων διδάχθηκαν σε Πανεπιστημιακά Μεταπτυχιακά Προγράμματα στην Ελλάδα και εφαρμόζονται μέχρι σήμερα από το Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων και από την Εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας, φορείς που ίδρυσε ο ίδιος με τους συνεργάτες του.
Aκόμη και σήμερα, ο κύριος Σακελλαρόπουλος παραμένει ακμαίος και μάχιμος υπερασπιζόμενος το όραμά του. Για αυτό το όραμα, μας έκανε την τιμή να μας μιλήσει στο psychologynow.gr και να αποτυπώσει για μία ακόμη φορά τη διαπεραστική ματιά του σε ό,τι συμβαίνει στο χώρο της ψυχικής υγείας.
- Ποια ήταν η έμπνευση και το όραμά σας για την εφαρμογή της Κοινωνικής Ψυχιατρικής στην Ελλάδα;
Βίωσα το κίνημα της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Παρίσι την δεκαετία του '50. Ήταν η εποχή της επανάστασης στην ψυχοφαρμακολογία όπου νέα φάρμακα κατέστειλαν αποφασιστικά τη διέγερση και καθιστούσαν εφικτή μια πιο αποτελεσματική προσπέλαση ψυχολογικής επικοινωνίας με τον άρρωστο. Σε αυτήν τη βάση χτίστηκε η προσπάθεια ενός άλλου τρόπου αντιμετώπισης του ψυχικά πάσχοντος και χαράχθηκαν οι βασικές αρχές της Κοινωνικής Ψυχιατρικής.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διαπίστωσα και ιδίοις όμμασι ότι η άσκηση της Ψυχιατρικής στη χώρα μας παρέμενε αυτή των ασύλων. Υπήρχαν, δηλαδή, μόνο τα μεγάλα ψυχιατρεία όπου η μοναδική θεραπεία που γινόταν ήταν η χορήγηση υπερβολικά μεγάλων δόσεων φαρμάκων στους ασθενείς για την καταστολή τους. Μαζί με τους συνεργάτες μου, λοιπόν, αρχίσαμε από τότε έναν αγώνα που συνεχίζουμε έως σήμερα για μια ψυχιατρική με ανθρώπινο «πρόσωπο»• να μη θεωρείται, δηλαδή, πλέον ο ψυχικά πάσχων ως ο ανίατος, ανεύθυνος και επικίνδυνος ψυχοπαθής, αλλά ως άνθρωπος σαν όλους εμάς, τους «φυσιολογικούς». Προσωπικός μου στόχος ήταν, παράλληλα, να εφαρμόσω και εδώ ό,τι πρωτοποριακό συνέβαινε τότε στην Ευρώπη και με είχε συναρπάσει : τη σύζευξη της Κοινωνικής Ψυχιατρικής με την Ψυχανάλυση, ένα ομολογουμένως τολμηρό εγχείρημα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το τι σημαίνει ακριβώς Κοινωνική-Κοινοτική Ψυχιατρική. Πρόκειται για την άσκηση της Ψυχιατρικής μέσα στην κοινότητα. Για να συμβεί αυτό, απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η τομεοποίηση, ο χωρισμός δηλαδή της επικράτειας σε τομείς, όπου τομέας είναι μια περιοχή με 100.000-150.000 κατοίκους, και η ανάπτυξη ενός πλήρους δικτύου υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας σε κάθε τομέα, ανάλογα και με τις ανάγκες του πληθυσμού του. Αυτό το δίκτυο εξασφαλίζει την έγκαιρη διάγνωση, την παρέμβαση και τη συνέχεια στην φροντίδα.
Η συνέχεια στη φροντίδα και την θεραπεία παιδιών και ενηλίκων, η μόνιμη και σταθερή ψυχολογική και φαρμακευτική βοήθεια των ψυχωσικών και κυρίως των σχιζοφρενών, είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι για την αποτελεσματική εφαρμογή των αρχών της κοινωνικής ψυχιατρικής. Σκεφτείτε μόνο αυτό: Με ίδρυση και λειτουργία Ιατροπαιδαγωγικών Κέντρων σε κάθε τομέα, οι μελλοντικές ψυχώσεις ενηλίκων θα είχαν, εν πολλοίς, εντοπισθεί. Η έγκαιρη παρέμβαση στα αρχικά στάδια μέσα από την συνεργασία υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης με την οικογένεια και την κοινότητα, θα είχε δώσει καλύτερα αποτελέσματα από την οποιαδήποτε φροντίδα παραμελημένης σχιζοφρένειας ή συσσωρευμένων υποτροπών.
Όλα όσα σας αναφέρω είναι πράγματα που στις αντίστοιχες δομές κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτονόητα και εφαρμόζονται από πολλές δεκαετίες. Δυστυχώς, στη χώρα μας η δημιουργία και ανάπτυξη βασικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων, όπως η Περίθαλψη στο Σπίτι του Ασθενούς, η εργασία με την οικογένεια του σχιζοφρενή και η Αγωγή Κοινότητας, ήταν σχεδόν ανύπαρκτες στην Ελλάδα ως το 1980. Για την αποτελεσματική λοιπόν παρέμβαση, αλλά και την νοηματοδότηση των πράξεών μας, εισήγαγα την εφαρμογή των βασικών ψυχαναλυτικών εννοιών στην κλινική πράξη, καθιερώνοντας τον όρο "ψυχαναλυτικό πρίσμα". Το ψυχαναλυτικό πρίσμα είναι ο τρόπος του σκέπτεσθαι, δηλαδή η αναζήτηση, σε κάθε περίπτωση, των βαθύτερων κινήτρων, συνήθως ασυνείδητων. Θα τα αναζητήσουμε στους θεραπευόμενους, στις οικογένειες, αλλά και στο κοινωνικό σύνολο.
Ο διευρυμένος ρόλος του ψυχαναλυτικού πρίσματος είναι και η αναζήτηση των δικών μας ασυνείδητων κινήτρων προς τον πάσχοντα και την οικογένειά του. Αυτό είναι και το ουσιαστικότερο και αυτό αποτέλεσε τη βάση της εργασίας μας και της εξέλιξής μας στην Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας και στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων.
Όλη η δουλειά με τους ασθενείς, τις οικογένειές τους και την κοινότητα, διέπεται από τις αρχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Έτσι, οι ασθενείς θεωρούνται ισότιμοι με τους θεραπευτές και τα μέλη της κοινότητας. Οι οικογένειες των ασθενών αντιμετωπίζονται ως “πάσχοντες αστερισμοί”. Η θεραπεία δεν αφορά μόνο στην χορήγηση φαρμάκων. Κύριος άξονάς της είναι η δημιουργία ανθρώπινου συναισθηματικού δεσμού με τον ασθενή μας. Ψυχολογικοί λόγοι αναζητούνται πίσω από την έναρξη, τη μορφή, την υποτροπή των συμπτωμάτων των διαταραχών και λαμβάνονται υπ’ όψιν στο θεραπευτικό πλάνο κάθε ασθενούς, το οποίο είναι εξατομικευμένο. Οι συναντήσεις μας με τους ασθενείς είναι τακτές, σε σταθερή μέρα και ώρα. Γίνεται ό,τι είναι δυνατόν για να διατηρηθούν σταθεροί θεραπευτές επί μακρόν, στο συγκεκριμένο άτομο και στη συγκεκριμένη οικογένεια. Γύρω από αυτόν τον άξονα δομείται όλο το θεραπευτικό πλάνο. Ψυχολογική στήριξη, φάρμακα, ψυχοθεραπεία, ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, δώσαμε μεγάλη διάσταση, οι συνεργάτες μου κι εγώ, στην αντιμετώπιση των ψυχώσεων και ιδιαίτερα της σχιζοφρένειας. Οι λόγοι είναι ευνόητοι : ο παραμελημένος σχιζοφρενής μπορεί να γίνει επικίνδυνος και η δική μας ευθύνη για την επικινδυνότητα, που αφορά τον ίδιο τον άρρωστο, αλλά και τον πληθυσμό, είναι μεγάλη. Το ψυχωσικό άγχος είναι ίσως ο φοβερότερος πόνος που μπορεί να αισθανθεί ο άνθρωπος. Είναι, παράλληλα, και το βασικό κίνητρο της επιθετικότητάς του. Ξέρετε ότι σχεδόν όλες οι ανθρωποκτονίες και οι τραυματισμοί που έκαναν σχιζοφρενείς προήλθαν από άτομα που δεν είχαν φροντίδα; Η αποφυγή της βίας απέναντι σ’ έναν άρρωστο που υποφέρει και συγχρόνως η φροντίδα της οικογένειας και των γύρω του που συμπάσχουν είναι ασφαλώς μέσα στα καθήκοντά μας.
Προϋπόθεση βέβαια, της κοινωνικής ψυχιατρικής και της επιτυχούς παρέμβασής της είναι και η σταθερή και συνεχής εργασία με την κοινότητα, ώστε αφενός να κατανοήσει τη φύση της ψυχικής ασθένειας και αφετέρου να αλλάξει τη στάση της απέναντι στην ψυχική νόσο. Σεβόμενοι τις ιδιαιτερότητες, τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και την κατανομή των ρόλων στην τοπική κοινότητα, είναι αναγκαίο πριν αλλά και σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας της υπηρεσίας να δημιουργήσουμε και να τροφοδοτούμε συνεχώς μια λειτουργική σχέση με τον πληθυσμό, αλλά κυρίως με τις ομάδες ή τους ανθρώπους με ρόλους-κλειδιά που θα αποβούν οι καλύτεροι συνεργάτες μας, οι εγγυητές για την πρόληψη, θεραπεία και αποφυγή της υποτροπής της νόσου.
Για να το κατανοήσετε καλύτερα αυτό, θα σας δώσω μερικά απλά παραδείγματα: Ο ευαισθητοποιημένος εκπαιδευτικός θα παραπέμψει έγκαιρα τον μαθητή με τα πρώτα σημάδια δυσλεξίας ώστε να αποκατασταθεί άμεσα. Σε σοβαρότερη περίπτωση, ο καθηγητής που έχει γνωρίσει και κατανοήσει τη δουλειά της ψυχιατρικής υπηρεσίας, θα παραπέμψει άμεσα τον έφηβο που αρχίζει να δείχνει τα πρώτα ανησυχητικά συμπτώματα βαρύτερης ψυχικής νόσου, ίσως και μιας ψυχωσικής διεργασίας. Αυτό είναι τεράστιας σημασίας για την αποφυγή του εγκλεισμού του νέου ψυχωσικού στο ψυχιατρείο (με όλους τους κινδύνους της ασυλοποίησης και της συνακόλουθης αναπηροποίησης του ατόμου).
Έτσι, ο νέος ασθενής αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του πάσχοντος οικογενειακού αστερισμού, δίνεται βοήθεια σε όλη την οικογένεια και η αποκατάσταση είναι ταχύτερη, ενώ η εξέλιξη και η πρόγνωση ευνοϊκότερη.
Από την άλλη, οι ευαισθητοποιημένοι γείτονες, συγγενείς, αστυνομικοί κλπ. θα καλέσουν την ψυχιατρική υπηρεσία με τα πρώτα συμπτώματα της υποτροπής, ώστε αυτή να αντιμετωπιστεί άμεσα και έγκαιρα και να μην εξελιχθεί σε βαριά υποτροπή. Αν χρειαστεί, θα προσφερθεί η περίθαλψη-νοσηλεία στο σπίτι του ασθενούς, με την υπεύθυνη δική μας παρουσία και την αρωγή των ευαισθητοποιημένων – εκπαιδευμένων ανθρώπων του περίγυρου. Καταλαβαίνετε λοιπόν για πόσο διαφορετικό τρόπο προσέγγισης και εργασίας μιλάμε. Γιατί, όπως συνηθίζω να λέω και στους νέους θεραπευτές, μπορεί να μην αλλάζουμε την διάγνωση της σχιζοφρένειας, αλλά αλλάζουμε τη μοίρα και την ποιότητα ζωής του πάσχοντος.
- Πώς υπερασπιστήκατε αυτό το όραμά σας για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα; Κρίνεται επιτυχημένη η προσπάθεια; Αν όχι γιατί και τι χρειάζεται ακόμη να γίνει;
Θα ξεκινήσω τονίζοντας και πάλι πως όταν η Κοινοτική Ψυχιατρική εφαρμόζεται σωστά έχει ως αποτέλεσμα να προλαμβάνονται σημαντικά, οι ψυχικές παθήσεις. Αν όλα τα παραπάνω διασφαλισθούν, τότε ελπίζει κανείς ότι τα Ψυχιατρεία θα είναι πλέον “άχρηστα”. Στη χώρα μας, δυστυχώς, έχουν γίνει λίγα. Το κέντρο βάρους έπεσε στην τριτοβάθμια περίθαλψη, στην έξοδο, δηλαδή, από τα ψυχιατρεία χρονίων ψυχικά ασθενών και τη διαβίωσή τους σε οικοτροφεία, ξενώνες και προστατευμένα διαμερίσματα, χωρίς όμως την παράλληλη ίδρυση των υπολοίπων υπηρεσιών του δικτύου που σας προανέφερα.
Οι περιορισμένες χρηματοδοτήσεις, αλλά κυρίως η αναλγησία και αδιαφορία της πλειοψηφίας των κυβερνήσεων, μας εμπόδισαν να επεκτείνουμε ανάλογες φροντίδες, σύμφωνα με τις ανάγκες, στα νευρωσικά άτομα.
Επιδιώξαμε και επιτύχαμε, νομίζω, παρ’ όλα' αυτά, να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες ενός συγκεκριμένου πληθυσμού σε μια τομεοποιημένη περιοχή. Στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας, προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε εμπειρίες της Δ. Ευρώπης και μέσα από τις υπηρεσίες μας να τις μεταβολίσουμε και να τις εναρμονίσουμε με τις ανάγκες της χώρας μας και του τοπικού πληθυσμού. Στην αρχή ήμασταν μια μειονότητα, όμως με τη σταθερότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών μας, καταφέραμε να συμβάλλουμε αρκετά και στην αλλαγή της στάσης της επιστημονικής κοινότητας. Αυτό επιτεύχθηκε σε δύο κυρίως νομούς, όπου η Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας και το Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων δημιούργησαν τομείς και δίκτυο υπηρεσιών: στη Φωκίδα και την Θράκη και ακολούθως, και σε μικρότερο βαθμό, σε ένα μέρος του λεκανοπεδίου της Αττικής και στην Φθιώτιδα.
Εάν βέβαια, είχαν υλοποιηθεί περισσότερα από όλα όσα προτείναμε κατά καιρούς, τόσο εμείς όσο και άλλοι Φορείς, ίσως οι εξελίξεις τα τελευταία 20 χρόνια να ήταν διαφορετικές. Η παράλληλη ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης με δημιουργία και λειτουργία Κέντρων Ψυχικής Υγείας, Ιατροπαιδαγωγικών Κέντρων, Κινητών Μονάδων, κλπ. θα είχε οδηγήσει σε μια σύγχρονη Κοινωνική – Κοινοτική Ψυχιατρική με τουλάχιστον την εφαρμογή της αρχής της τομεοποίησης, καθώς και τη συνέχεια στη φροντίδα (συστηματικό follow-up) των χρόνιων ψυχωσικών, στον τόπο διαβίωσης τους.
Άλλωστε πραγματική αποασυλοποίηση δεν είναι απλώς η έξοδος των αρρώστων από τα ψυχιατρεία με εγκατάστασή τους στην κοινότητα, αλλά μια διαδικασία που περιλαμβάνει τη βελτίωση της λειτουργίας των ίδιων των ψυχιατρείων καταρχάς (θεραπευτικά σχήματα, συνθήκες διαβίωσης, εμπεριστατωμένη προετοιμασία ασθενών για την έξοδό τους – ψυχολογική και εργασιακή). Παράλληλα, θα επιτυγχάναμε τη συνεργασία και εναρμόνιση των ψυχιατρείων με υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης (συμπεριλαμβανομένης και της Αγωγής Κοινότητας για την καλύτερη υποδοχή των ασθενών από το κοινωνικό σύνολο).
Με τον τρόπο αυτό, θα αντιμετωπιζόταν και ένα άλλο σοβαρότατο ελληνικό πρόβλημα, αυτό του δυσανάλογα μεγάλου ποσοστού ακούσιων εγκλεισμών, όπου η βία είναι σχεδόν συνεχώς παρούσα. Στις χώρες της Δ. Ευρώπης, οι ακούσιοι εγκλεισμοί ανέρχονται πάντα σε μονοψήφιο αριθμό. Αντίθετα, στην Ελλάδα υπάρχουν νομοί όπου το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 50%. Σήμερα στη χώρα μας μόνον το 10% - 15% του πληθυσμού καλύπτεται με ικανοποιητικό τρόπο από τη Δημόσια Περίθαλψη.
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, πολλά έχουν γίνει, αλλά ακόμη περισσότερα μένουν να γίνουν. Και μία από τις αιτίες, όχι η μοναδική βέβαια, είναι η απουσία πολιτικής βούλησης. Οι αντιστάσεις για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, άλλωστε, είναι ακόμη πολύ έντονες και ισχυρές.
Οι ρήξεις με τις πεπατημένες οδούς όμως ήταν και είναι πάντοτε αναπόφευκτες. Στόχος μας ήταν και εξακολουθεί να είναι η πίεση των κυβερνήσεων για την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Ψυχιατρική.
- Τι βλέπετε εσείς στην ψυχή ενός ανθρώπου με ψυχική ασθένεια όταν η πλειονότητα των ανθρώπων δεν αποδέχεται καν την ψυχική ασθένεια;
Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με αυτό που λέτε. Δεν νομίζω ότι η ύπαρξη της ψυχικής ασθένειας γενικώς αμφισβητείται. Ίσως αναφέρεστε στο ότι η σοβαρότητα κάποιων ψυχικών νοσημάτων και κυρίως η αιτιολογία τους, τι τα προκαλεί δηλαδή, εγείρουν διάφορες ερμηνείες και έχουν διατυπωθεί διαφορετικές τοποθετήσεις από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους ή θεωρητικές κατευθύνσεις. Η ψυχική ασθένεια, όμως, όχι μόνο υφίσταται, αλλά ολοένα και περισσότερα επιστημονικά ευρήματα επιβεβαιώνουν και την ευρέως αποδεκτή άποψη των αρχαίων Ελλήνων περί της σύνδεσης σώματος και ψυχής. Τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και ο «απλός κόσμος» ξέρει πως ό,τι βαραίνει την ψυχή και δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, να συμβολοποιηθεί και ν’ αναπαρασταθεί δηλαδή στον ψυχισμό, θα σωματοποιηθεί, θα γίνει σωματικός πόνος. Αυτές είναι και οι λεγόμενες ψυχοσωματικές παθήσεις.
Πολλοί από τους ασθενείς, άλλωστε, που καταφθάνουν σε μας είναι άνθρωποι που αναζήτησαν πρώτα βοήθεια από άλλες ιατρικές ειδικότητες για διάφορες σωματικές αιτιάσεις (π.χ. η κατάθλιψη ή το άγχος συχνά εμφανίζονται μέσω ενός σωματικού πόνου όπως είναι ο πονοκέφαλος, η στηθάγχη, η υψηλή αρτηριακή πίεση κλπ). Τώρα, αναφορικά με τις σοβαρές ψυχικές παθήσεις (π.χ. τη σχιζοφρένεια) παρ’ όλες τις προσπάθειες που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια για την εύρεση της αιτίας της, δεν έχουμε ακόμη σαφείς απαντήσεις.
Αυτό που ίσως εννοείτε στην ερώτησή σας είναι ότι ακόμη και σήμερα, στην αντιμετώπιση του ψυχικά πάσχοντος υπάρχει στίγμα και ενοχοποίηση. Κάποιος που νοσεί ψυχικά, ντρέπεται να το πει για να μην περιθωριοποιηθεί. Αυτό, ακριβώς, προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε μέσω της Κοινωνικής Ψυχιατρικής και της μετάθεσης του κέντρου βάρους της θεραπείας από το άσυλο στην κοινότητα και σε αυτό συμβάλλει αποφασιστικά και η Αγωγή Κοινότητας που σας προανέφερα.
Ως προς το τι «βλέπω» στην ψυχή του ασθενούς, θα σας έλεγα με δυο λόγια, ότι βλέπω τον πόνο και την οδύνη του, αλλά, παράλληλα, βλέπω και τη δύναμή του γι’ αλλαγή και εξέλιξη. Βλέπω ανθρώπους διαφορετικούς και μοναδικούς ως υπάρξεις. Και σίγουρα δεν στέκομαι μόνο στην διάγνωση. Κάθε περίπτωση ασθενούς είναι τόσο μοναδική και ξεχωριστή, που δεν μπορεί να περιγραφεί μόνο από τα όσα γράφονται στα εγχειρίδια. Μια από τις μεγαλύτερες συμβολές του Φρόιντ, άλλωστε, είναι ότι μας έδειξε πως το φυσιολογικό και το παθολογικό του ανθρώπου είναι θέμα διαφοράς βαθμού κι όχι ποιότητας και ότι ανάμεσά τους υπάρχουν άπειρες διαβαθμίσεις.
- Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσες έρευνες και αναφορές, πολλοί είναι εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους τα ψυχικά τους προβλήματα και την ψυχική ασθένεια γενικότερα. Γιατί πιστεύετε ότι οι άνθρωποι τελικά δυσκολεύονται να αποδεχθούν την ψυχική ασθένεια στους εαυτούς τους αλλά και στους άλλους;
Και πάλι θα μου επιτρέψετε να διαφοροποιηθώ λίγο από την εκτίμησή σας, καθώς πιστεύω ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι περνούν το κατώφλι του ειδικού ψυχικής υγείας από ότι παλιότερα. Τα ψυχικά προβλήματα δεν αποτελούν πλέον ταμπού, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό με το κοντινό παρελθόν. Ίσως αυτό να ισχύει για τις βαριές χαρακτηριολογικές διαταραχές, αυτούς που στην καθομιλουμένη αποκαλούμε «δύσκολους χαρακτήρες» και οι οποίοι δεν αναζητούν εύκολα θεραπεία, αλλά ακόμη και αν το επιχειρήσουν, αυτό θα οφείλεται όχι στο αυθεντικά δικό τους κίνητρο, αλλά στην πίεση που ασκεί επάνω τους ένα άλλο πρόσωπο, με ορατό τον κίνδυνο της πρόωρης διακοπής της θεραπείας.
Μιλώντας για ψυχική ασθένεια, ίσως να φαίνεται ότι μιλάμε για κάτι ομοιογενές, ενώ στην ουσία μιλάμε για μια μεγάλη κατηγορία ψυχικών νοσημάτων που εκτείνεται από τις αγχώδεις διαταραχές ως τις βαριές ψυχώσεις. Πολύ σημαντικό βήμα για την αποδοχή της ψυχικής ασθένειας στους εαυτούς μας αλλά και στους άλλους είναι η γνώση που οδηγεί στην άρση των προκαταλήψεων. Σε αυτό τον τομέα δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την επίμονη και σταθερή ευαισθητοποίηση και ψυχοεκπαίδευση της Κοινότητας.
- Έχετε δει θεραπευτικά εκατοντάδες ανθρώπους. Ποιο είναι εκείνο το σημείο, κατά τη γνώμη σας, σε μία θεραπευτική διεργασία (θεραπευτή – θεραπευόμενου) που αποτελεί σημείο καμπής για τη λύτρωση του θεραπευόμενου;
Οι ασθενείς μας είναι σαν κι εμάς. Διακινούνται από ενορμήσεις και ανάγκες που είναι κοινές σε όλους, όσο παράξενες, ακατανόητες ή αυτοκαταστροφικές κι αν είναι οι λύσεις που βρίσκουν για την εξυπηρέτησή τους. Μόνο με την επένδυση και την ταύτιση μαζί τους μπορούμε να τους κατανοήσουμε τόσο όσο χρειάζεται για να τους βοηθήσουμε.
Όταν μιλάμε για ψυχική ζωή, μιλάμε για ζωή, και η ψυχική ζωή είναι αναπόσπαστο μέρος της βιολογικής μας οντότητας που είναι η προϋπόθεσή της. Πρόκειται για «επιβίωση», έννοια που αφορά τη ζώσα μονάδα, κι ωστόσο, αν και μονάδα, η επιβίωσή της είναι αδιανόητη χωρίς την «συμβίωση» : υπάρχω, σημαίνει υπάρχω με άλλους, και το «υπάρχω μόνος μου» είναι βιολογικά ξένο στην ανθρώπινη ύπαρξη. ΌΛΗ Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ. Ο ίδιος θεραπευόμενος συναντά τον ίδιο θεραπευτή σε τακτές ώρες και μέρες -παίζει κεφαλαιώδη ρόλο το πλαίσιο- και έτσι, σταδιακά και μεθοδευμένα, δημιουργείται σιγουριά, σταθερότητα και ο αναγκαίος συναισθηματικός δεσμός.
Η στάση του θεραπευτή είναι και αυτή σταθερή, μη τιμωρητική, και επιτρέπει έτσι στον θεραπευόμενο να εκφραστεί ελεύθερα και να εμπιστευτεί. Μέσα από τον λόγο του θεραπευομένου, είτε πρόκειται για κλασσική ανάλυση είτε για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία είτε ακόμη και για follow-up στην Κινητή Μονάδα, θα βρούμε στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τον βαθύτερο κόσμο αυτού του ατόμου, ώστε να έρθει σ' επαφή το δικό μας ασυνείδητο με το δικό του.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια μέθοδο ταυτίσεως του θεραπευόμενου προς τον θεραπευτή κατά την οποία εκείνος «αντλεί» στοιχεία από τον θεραπευτή και οι ταυτίσεις είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός μηχανισμός για τη διαμόρφωση του ψυχισμού. Για αυτό το λόγο ο θεραπευτής πρέπει πρώτα από όλα να είναι ανθρώπινος, με γνήσιο ενδιαφέρον για τον άρρωστο, χωρίς να χάνει την «επιστημοσύνη» του και χωρίς να υστερεί σε γνώσεις.
Επιμέλεια Συνέντευξης: Χαράλαμπος Πίσχος, Ψυχολόγος MSc.
Η συνέντευξη δόθηκε το 2014.
www.fotavgeia.blogspot.com
PsychologyNow Team
Ο Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος είναι ένας άνθρωπος με μεγάλο όραμα και πλούσια δράση στο χώρο της ψυχικής υγείας. Γεννημένος στην Αθήνα, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία από το 1954 έως το 1961 σε πανεπιστημιακά κέντρα και τμήματα νευρολογίας, ψυχιατρικής και παιδικής ψυχιατρικής ή παιδοψυχιατρικής.
Είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ενώσεως, επίσης, μέλος διαφόρων ελληνικών, γαλλικών και διεθνών εταιρειών ψυχιατρικής, παιδοψυχιατρικής και ψυχικής υγιεινής.
Υλοποίησε σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα το κίνημα της Κοινωνικής Ψυχιατρικής, προσβλέποντας σε μία διαφορετική προσέγγιση της ψυχικής ασθένειας. Δημιούργησε τις Κινητές Μονάδες Ψυχικής Υγείας στη Φωκίδα και τον Έβρο, στόχος των οποίων ήταν η έγκαιρη παρέμβαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, καλλιεργώντας ουσιαστικά μία νέα αντίληψη σχετικά με την περίθαλψη και τη φροντίδα των ψυχικά ασθενών σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο.
Οι ιδέες του βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση στον χώρο της ψυχικής υγείας, μεγάλο μέρος εκ των οποίων διδάχθηκαν σε Πανεπιστημιακά Μεταπτυχιακά Προγράμματα στην Ελλάδα και εφαρμόζονται μέχρι σήμερα από το Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων και από την Εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας, φορείς που ίδρυσε ο ίδιος με τους συνεργάτες του.
Aκόμη και σήμερα, ο κύριος Σακελλαρόπουλος παραμένει ακμαίος και μάχιμος υπερασπιζόμενος το όραμά του. Για αυτό το όραμα, μας έκανε την τιμή να μας μιλήσει στο psychologynow.gr και να αποτυπώσει για μία ακόμη φορά τη διαπεραστική ματιά του σε ό,τι συμβαίνει στο χώρο της ψυχικής υγείας.
- Ποια ήταν η έμπνευση και το όραμά σας για την εφαρμογή της Κοινωνικής Ψυχιατρικής στην Ελλάδα;
Βίωσα το κίνημα της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Παρίσι την δεκαετία του '50. Ήταν η εποχή της επανάστασης στην ψυχοφαρμακολογία όπου νέα φάρμακα κατέστειλαν αποφασιστικά τη διέγερση και καθιστούσαν εφικτή μια πιο αποτελεσματική προσπέλαση ψυχολογικής επικοινωνίας με τον άρρωστο. Σε αυτήν τη βάση χτίστηκε η προσπάθεια ενός άλλου τρόπου αντιμετώπισης του ψυχικά πάσχοντος και χαράχθηκαν οι βασικές αρχές της Κοινωνικής Ψυχιατρικής.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διαπίστωσα και ιδίοις όμμασι ότι η άσκηση της Ψυχιατρικής στη χώρα μας παρέμενε αυτή των ασύλων. Υπήρχαν, δηλαδή, μόνο τα μεγάλα ψυχιατρεία όπου η μοναδική θεραπεία που γινόταν ήταν η χορήγηση υπερβολικά μεγάλων δόσεων φαρμάκων στους ασθενείς για την καταστολή τους. Μαζί με τους συνεργάτες μου, λοιπόν, αρχίσαμε από τότε έναν αγώνα που συνεχίζουμε έως σήμερα για μια ψυχιατρική με ανθρώπινο «πρόσωπο»• να μη θεωρείται, δηλαδή, πλέον ο ψυχικά πάσχων ως ο ανίατος, ανεύθυνος και επικίνδυνος ψυχοπαθής, αλλά ως άνθρωπος σαν όλους εμάς, τους «φυσιολογικούς». Προσωπικός μου στόχος ήταν, παράλληλα, να εφαρμόσω και εδώ ό,τι πρωτοποριακό συνέβαινε τότε στην Ευρώπη και με είχε συναρπάσει : τη σύζευξη της Κοινωνικής Ψυχιατρικής με την Ψυχανάλυση, ένα ομολογουμένως τολμηρό εγχείρημα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το τι σημαίνει ακριβώς Κοινωνική-Κοινοτική Ψυχιατρική. Πρόκειται για την άσκηση της Ψυχιατρικής μέσα στην κοινότητα. Για να συμβεί αυτό, απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η τομεοποίηση, ο χωρισμός δηλαδή της επικράτειας σε τομείς, όπου τομέας είναι μια περιοχή με 100.000-150.000 κατοίκους, και η ανάπτυξη ενός πλήρους δικτύου υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας σε κάθε τομέα, ανάλογα και με τις ανάγκες του πληθυσμού του. Αυτό το δίκτυο εξασφαλίζει την έγκαιρη διάγνωση, την παρέμβαση και τη συνέχεια στην φροντίδα.
Η συνέχεια στη φροντίδα και την θεραπεία παιδιών και ενηλίκων, η μόνιμη και σταθερή ψυχολογική και φαρμακευτική βοήθεια των ψυχωσικών και κυρίως των σχιζοφρενών, είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι για την αποτελεσματική εφαρμογή των αρχών της κοινωνικής ψυχιατρικής. Σκεφτείτε μόνο αυτό: Με ίδρυση και λειτουργία Ιατροπαιδαγωγικών Κέντρων σε κάθε τομέα, οι μελλοντικές ψυχώσεις ενηλίκων θα είχαν, εν πολλοίς, εντοπισθεί. Η έγκαιρη παρέμβαση στα αρχικά στάδια μέσα από την συνεργασία υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης με την οικογένεια και την κοινότητα, θα είχε δώσει καλύτερα αποτελέσματα από την οποιαδήποτε φροντίδα παραμελημένης σχιζοφρένειας ή συσσωρευμένων υποτροπών.
Όλα όσα σας αναφέρω είναι πράγματα που στις αντίστοιχες δομές κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτονόητα και εφαρμόζονται από πολλές δεκαετίες. Δυστυχώς, στη χώρα μας η δημιουργία και ανάπτυξη βασικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων, όπως η Περίθαλψη στο Σπίτι του Ασθενούς, η εργασία με την οικογένεια του σχιζοφρενή και η Αγωγή Κοινότητας, ήταν σχεδόν ανύπαρκτες στην Ελλάδα ως το 1980. Για την αποτελεσματική λοιπόν παρέμβαση, αλλά και την νοηματοδότηση των πράξεών μας, εισήγαγα την εφαρμογή των βασικών ψυχαναλυτικών εννοιών στην κλινική πράξη, καθιερώνοντας τον όρο "ψυχαναλυτικό πρίσμα". Το ψυχαναλυτικό πρίσμα είναι ο τρόπος του σκέπτεσθαι, δηλαδή η αναζήτηση, σε κάθε περίπτωση, των βαθύτερων κινήτρων, συνήθως ασυνείδητων. Θα τα αναζητήσουμε στους θεραπευόμενους, στις οικογένειες, αλλά και στο κοινωνικό σύνολο.
Ο διευρυμένος ρόλος του ψυχαναλυτικού πρίσματος είναι και η αναζήτηση των δικών μας ασυνείδητων κινήτρων προς τον πάσχοντα και την οικογένειά του. Αυτό είναι και το ουσιαστικότερο και αυτό αποτέλεσε τη βάση της εργασίας μας και της εξέλιξής μας στην Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας και στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων.
Όλη η δουλειά με τους ασθενείς, τις οικογένειές τους και την κοινότητα, διέπεται από τις αρχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Έτσι, οι ασθενείς θεωρούνται ισότιμοι με τους θεραπευτές και τα μέλη της κοινότητας. Οι οικογένειες των ασθενών αντιμετωπίζονται ως “πάσχοντες αστερισμοί”. Η θεραπεία δεν αφορά μόνο στην χορήγηση φαρμάκων. Κύριος άξονάς της είναι η δημιουργία ανθρώπινου συναισθηματικού δεσμού με τον ασθενή μας. Ψυχολογικοί λόγοι αναζητούνται πίσω από την έναρξη, τη μορφή, την υποτροπή των συμπτωμάτων των διαταραχών και λαμβάνονται υπ’ όψιν στο θεραπευτικό πλάνο κάθε ασθενούς, το οποίο είναι εξατομικευμένο. Οι συναντήσεις μας με τους ασθενείς είναι τακτές, σε σταθερή μέρα και ώρα. Γίνεται ό,τι είναι δυνατόν για να διατηρηθούν σταθεροί θεραπευτές επί μακρόν, στο συγκεκριμένο άτομο και στη συγκεκριμένη οικογένεια. Γύρω από αυτόν τον άξονα δομείται όλο το θεραπευτικό πλάνο. Ψυχολογική στήριξη, φάρμακα, ψυχοθεραπεία, ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, δώσαμε μεγάλη διάσταση, οι συνεργάτες μου κι εγώ, στην αντιμετώπιση των ψυχώσεων και ιδιαίτερα της σχιζοφρένειας. Οι λόγοι είναι ευνόητοι : ο παραμελημένος σχιζοφρενής μπορεί να γίνει επικίνδυνος και η δική μας ευθύνη για την επικινδυνότητα, που αφορά τον ίδιο τον άρρωστο, αλλά και τον πληθυσμό, είναι μεγάλη. Το ψυχωσικό άγχος είναι ίσως ο φοβερότερος πόνος που μπορεί να αισθανθεί ο άνθρωπος. Είναι, παράλληλα, και το βασικό κίνητρο της επιθετικότητάς του. Ξέρετε ότι σχεδόν όλες οι ανθρωποκτονίες και οι τραυματισμοί που έκαναν σχιζοφρενείς προήλθαν από άτομα που δεν είχαν φροντίδα; Η αποφυγή της βίας απέναντι σ’ έναν άρρωστο που υποφέρει και συγχρόνως η φροντίδα της οικογένειας και των γύρω του που συμπάσχουν είναι ασφαλώς μέσα στα καθήκοντά μας.
Προϋπόθεση βέβαια, της κοινωνικής ψυχιατρικής και της επιτυχούς παρέμβασής της είναι και η σταθερή και συνεχής εργασία με την κοινότητα, ώστε αφενός να κατανοήσει τη φύση της ψυχικής ασθένειας και αφετέρου να αλλάξει τη στάση της απέναντι στην ψυχική νόσο. Σεβόμενοι τις ιδιαιτερότητες, τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και την κατανομή των ρόλων στην τοπική κοινότητα, είναι αναγκαίο πριν αλλά και σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας της υπηρεσίας να δημιουργήσουμε και να τροφοδοτούμε συνεχώς μια λειτουργική σχέση με τον πληθυσμό, αλλά κυρίως με τις ομάδες ή τους ανθρώπους με ρόλους-κλειδιά που θα αποβούν οι καλύτεροι συνεργάτες μας, οι εγγυητές για την πρόληψη, θεραπεία και αποφυγή της υποτροπής της νόσου.
Για να το κατανοήσετε καλύτερα αυτό, θα σας δώσω μερικά απλά παραδείγματα: Ο ευαισθητοποιημένος εκπαιδευτικός θα παραπέμψει έγκαιρα τον μαθητή με τα πρώτα σημάδια δυσλεξίας ώστε να αποκατασταθεί άμεσα. Σε σοβαρότερη περίπτωση, ο καθηγητής που έχει γνωρίσει και κατανοήσει τη δουλειά της ψυχιατρικής υπηρεσίας, θα παραπέμψει άμεσα τον έφηβο που αρχίζει να δείχνει τα πρώτα ανησυχητικά συμπτώματα βαρύτερης ψυχικής νόσου, ίσως και μιας ψυχωσικής διεργασίας. Αυτό είναι τεράστιας σημασίας για την αποφυγή του εγκλεισμού του νέου ψυχωσικού στο ψυχιατρείο (με όλους τους κινδύνους της ασυλοποίησης και της συνακόλουθης αναπηροποίησης του ατόμου).
Έτσι, ο νέος ασθενής αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο του πάσχοντος οικογενειακού αστερισμού, δίνεται βοήθεια σε όλη την οικογένεια και η αποκατάσταση είναι ταχύτερη, ενώ η εξέλιξη και η πρόγνωση ευνοϊκότερη.
Από την άλλη, οι ευαισθητοποιημένοι γείτονες, συγγενείς, αστυνομικοί κλπ. θα καλέσουν την ψυχιατρική υπηρεσία με τα πρώτα συμπτώματα της υποτροπής, ώστε αυτή να αντιμετωπιστεί άμεσα και έγκαιρα και να μην εξελιχθεί σε βαριά υποτροπή. Αν χρειαστεί, θα προσφερθεί η περίθαλψη-νοσηλεία στο σπίτι του ασθενούς, με την υπεύθυνη δική μας παρουσία και την αρωγή των ευαισθητοποιημένων – εκπαιδευμένων ανθρώπων του περίγυρου. Καταλαβαίνετε λοιπόν για πόσο διαφορετικό τρόπο προσέγγισης και εργασίας μιλάμε. Γιατί, όπως συνηθίζω να λέω και στους νέους θεραπευτές, μπορεί να μην αλλάζουμε την διάγνωση της σχιζοφρένειας, αλλά αλλάζουμε τη μοίρα και την ποιότητα ζωής του πάσχοντος.
- Πώς υπερασπιστήκατε αυτό το όραμά σας για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα; Κρίνεται επιτυχημένη η προσπάθεια; Αν όχι γιατί και τι χρειάζεται ακόμη να γίνει;
Θα ξεκινήσω τονίζοντας και πάλι πως όταν η Κοινοτική Ψυχιατρική εφαρμόζεται σωστά έχει ως αποτέλεσμα να προλαμβάνονται σημαντικά, οι ψυχικές παθήσεις. Αν όλα τα παραπάνω διασφαλισθούν, τότε ελπίζει κανείς ότι τα Ψυχιατρεία θα είναι πλέον “άχρηστα”. Στη χώρα μας, δυστυχώς, έχουν γίνει λίγα. Το κέντρο βάρους έπεσε στην τριτοβάθμια περίθαλψη, στην έξοδο, δηλαδή, από τα ψυχιατρεία χρονίων ψυχικά ασθενών και τη διαβίωσή τους σε οικοτροφεία, ξενώνες και προστατευμένα διαμερίσματα, χωρίς όμως την παράλληλη ίδρυση των υπολοίπων υπηρεσιών του δικτύου που σας προανέφερα.
Οι περιορισμένες χρηματοδοτήσεις, αλλά κυρίως η αναλγησία και αδιαφορία της πλειοψηφίας των κυβερνήσεων, μας εμπόδισαν να επεκτείνουμε ανάλογες φροντίδες, σύμφωνα με τις ανάγκες, στα νευρωσικά άτομα.
Επιδιώξαμε και επιτύχαμε, νομίζω, παρ’ όλα' αυτά, να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες ενός συγκεκριμένου πληθυσμού σε μια τομεοποιημένη περιοχή. Στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας, προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε εμπειρίες της Δ. Ευρώπης και μέσα από τις υπηρεσίες μας να τις μεταβολίσουμε και να τις εναρμονίσουμε με τις ανάγκες της χώρας μας και του τοπικού πληθυσμού. Στην αρχή ήμασταν μια μειονότητα, όμως με τη σταθερότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών μας, καταφέραμε να συμβάλλουμε αρκετά και στην αλλαγή της στάσης της επιστημονικής κοινότητας. Αυτό επιτεύχθηκε σε δύο κυρίως νομούς, όπου η Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας και το Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων δημιούργησαν τομείς και δίκτυο υπηρεσιών: στη Φωκίδα και την Θράκη και ακολούθως, και σε μικρότερο βαθμό, σε ένα μέρος του λεκανοπεδίου της Αττικής και στην Φθιώτιδα.
Εάν βέβαια, είχαν υλοποιηθεί περισσότερα από όλα όσα προτείναμε κατά καιρούς, τόσο εμείς όσο και άλλοι Φορείς, ίσως οι εξελίξεις τα τελευταία 20 χρόνια να ήταν διαφορετικές. Η παράλληλη ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης με δημιουργία και λειτουργία Κέντρων Ψυχικής Υγείας, Ιατροπαιδαγωγικών Κέντρων, Κινητών Μονάδων, κλπ. θα είχε οδηγήσει σε μια σύγχρονη Κοινωνική – Κοινοτική Ψυχιατρική με τουλάχιστον την εφαρμογή της αρχής της τομεοποίησης, καθώς και τη συνέχεια στη φροντίδα (συστηματικό follow-up) των χρόνιων ψυχωσικών, στον τόπο διαβίωσης τους.
Άλλωστε πραγματική αποασυλοποίηση δεν είναι απλώς η έξοδος των αρρώστων από τα ψυχιατρεία με εγκατάστασή τους στην κοινότητα, αλλά μια διαδικασία που περιλαμβάνει τη βελτίωση της λειτουργίας των ίδιων των ψυχιατρείων καταρχάς (θεραπευτικά σχήματα, συνθήκες διαβίωσης, εμπεριστατωμένη προετοιμασία ασθενών για την έξοδό τους – ψυχολογική και εργασιακή). Παράλληλα, θα επιτυγχάναμε τη συνεργασία και εναρμόνιση των ψυχιατρείων με υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης (συμπεριλαμβανομένης και της Αγωγής Κοινότητας για την καλύτερη υποδοχή των ασθενών από το κοινωνικό σύνολο).
Με τον τρόπο αυτό, θα αντιμετωπιζόταν και ένα άλλο σοβαρότατο ελληνικό πρόβλημα, αυτό του δυσανάλογα μεγάλου ποσοστού ακούσιων εγκλεισμών, όπου η βία είναι σχεδόν συνεχώς παρούσα. Στις χώρες της Δ. Ευρώπης, οι ακούσιοι εγκλεισμοί ανέρχονται πάντα σε μονοψήφιο αριθμό. Αντίθετα, στην Ελλάδα υπάρχουν νομοί όπου το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 50%. Σήμερα στη χώρα μας μόνον το 10% - 15% του πληθυσμού καλύπτεται με ικανοποιητικό τρόπο από τη Δημόσια Περίθαλψη.
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, πολλά έχουν γίνει, αλλά ακόμη περισσότερα μένουν να γίνουν. Και μία από τις αιτίες, όχι η μοναδική βέβαια, είναι η απουσία πολιτικής βούλησης. Οι αντιστάσεις για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, άλλωστε, είναι ακόμη πολύ έντονες και ισχυρές.
Οι ρήξεις με τις πεπατημένες οδούς όμως ήταν και είναι πάντοτε αναπόφευκτες. Στόχος μας ήταν και εξακολουθεί να είναι η πίεση των κυβερνήσεων για την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Ψυχιατρική.
- Τι βλέπετε εσείς στην ψυχή ενός ανθρώπου με ψυχική ασθένεια όταν η πλειονότητα των ανθρώπων δεν αποδέχεται καν την ψυχική ασθένεια;
Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με αυτό που λέτε. Δεν νομίζω ότι η ύπαρξη της ψυχικής ασθένειας γενικώς αμφισβητείται. Ίσως αναφέρεστε στο ότι η σοβαρότητα κάποιων ψυχικών νοσημάτων και κυρίως η αιτιολογία τους, τι τα προκαλεί δηλαδή, εγείρουν διάφορες ερμηνείες και έχουν διατυπωθεί διαφορετικές τοποθετήσεις από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους ή θεωρητικές κατευθύνσεις. Η ψυχική ασθένεια, όμως, όχι μόνο υφίσταται, αλλά ολοένα και περισσότερα επιστημονικά ευρήματα επιβεβαιώνουν και την ευρέως αποδεκτή άποψη των αρχαίων Ελλήνων περί της σύνδεσης σώματος και ψυχής. Τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και ο «απλός κόσμος» ξέρει πως ό,τι βαραίνει την ψυχή και δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, να συμβολοποιηθεί και ν’ αναπαρασταθεί δηλαδή στον ψυχισμό, θα σωματοποιηθεί, θα γίνει σωματικός πόνος. Αυτές είναι και οι λεγόμενες ψυχοσωματικές παθήσεις.
Πολλοί από τους ασθενείς, άλλωστε, που καταφθάνουν σε μας είναι άνθρωποι που αναζήτησαν πρώτα βοήθεια από άλλες ιατρικές ειδικότητες για διάφορες σωματικές αιτιάσεις (π.χ. η κατάθλιψη ή το άγχος συχνά εμφανίζονται μέσω ενός σωματικού πόνου όπως είναι ο πονοκέφαλος, η στηθάγχη, η υψηλή αρτηριακή πίεση κλπ). Τώρα, αναφορικά με τις σοβαρές ψυχικές παθήσεις (π.χ. τη σχιζοφρένεια) παρ’ όλες τις προσπάθειες που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια για την εύρεση της αιτίας της, δεν έχουμε ακόμη σαφείς απαντήσεις.
Αυτό που ίσως εννοείτε στην ερώτησή σας είναι ότι ακόμη και σήμερα, στην αντιμετώπιση του ψυχικά πάσχοντος υπάρχει στίγμα και ενοχοποίηση. Κάποιος που νοσεί ψυχικά, ντρέπεται να το πει για να μην περιθωριοποιηθεί. Αυτό, ακριβώς, προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε μέσω της Κοινωνικής Ψυχιατρικής και της μετάθεσης του κέντρου βάρους της θεραπείας από το άσυλο στην κοινότητα και σε αυτό συμβάλλει αποφασιστικά και η Αγωγή Κοινότητας που σας προανέφερα.
Ως προς το τι «βλέπω» στην ψυχή του ασθενούς, θα σας έλεγα με δυο λόγια, ότι βλέπω τον πόνο και την οδύνη του, αλλά, παράλληλα, βλέπω και τη δύναμή του γι’ αλλαγή και εξέλιξη. Βλέπω ανθρώπους διαφορετικούς και μοναδικούς ως υπάρξεις. Και σίγουρα δεν στέκομαι μόνο στην διάγνωση. Κάθε περίπτωση ασθενούς είναι τόσο μοναδική και ξεχωριστή, που δεν μπορεί να περιγραφεί μόνο από τα όσα γράφονται στα εγχειρίδια. Μια από τις μεγαλύτερες συμβολές του Φρόιντ, άλλωστε, είναι ότι μας έδειξε πως το φυσιολογικό και το παθολογικό του ανθρώπου είναι θέμα διαφοράς βαθμού κι όχι ποιότητας και ότι ανάμεσά τους υπάρχουν άπειρες διαβαθμίσεις.
- Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσες έρευνες και αναφορές, πολλοί είναι εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους τα ψυχικά τους προβλήματα και την ψυχική ασθένεια γενικότερα. Γιατί πιστεύετε ότι οι άνθρωποι τελικά δυσκολεύονται να αποδεχθούν την ψυχική ασθένεια στους εαυτούς τους αλλά και στους άλλους;
Και πάλι θα μου επιτρέψετε να διαφοροποιηθώ λίγο από την εκτίμησή σας, καθώς πιστεύω ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι περνούν το κατώφλι του ειδικού ψυχικής υγείας από ότι παλιότερα. Τα ψυχικά προβλήματα δεν αποτελούν πλέον ταμπού, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό με το κοντινό παρελθόν. Ίσως αυτό να ισχύει για τις βαριές χαρακτηριολογικές διαταραχές, αυτούς που στην καθομιλουμένη αποκαλούμε «δύσκολους χαρακτήρες» και οι οποίοι δεν αναζητούν εύκολα θεραπεία, αλλά ακόμη και αν το επιχειρήσουν, αυτό θα οφείλεται όχι στο αυθεντικά δικό τους κίνητρο, αλλά στην πίεση που ασκεί επάνω τους ένα άλλο πρόσωπο, με ορατό τον κίνδυνο της πρόωρης διακοπής της θεραπείας.
Μιλώντας για ψυχική ασθένεια, ίσως να φαίνεται ότι μιλάμε για κάτι ομοιογενές, ενώ στην ουσία μιλάμε για μια μεγάλη κατηγορία ψυχικών νοσημάτων που εκτείνεται από τις αγχώδεις διαταραχές ως τις βαριές ψυχώσεις. Πολύ σημαντικό βήμα για την αποδοχή της ψυχικής ασθένειας στους εαυτούς μας αλλά και στους άλλους είναι η γνώση που οδηγεί στην άρση των προκαταλήψεων. Σε αυτό τον τομέα δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την επίμονη και σταθερή ευαισθητοποίηση και ψυχοεκπαίδευση της Κοινότητας.
- Έχετε δει θεραπευτικά εκατοντάδες ανθρώπους. Ποιο είναι εκείνο το σημείο, κατά τη γνώμη σας, σε μία θεραπευτική διεργασία (θεραπευτή – θεραπευόμενου) που αποτελεί σημείο καμπής για τη λύτρωση του θεραπευόμενου;
Οι ασθενείς μας είναι σαν κι εμάς. Διακινούνται από ενορμήσεις και ανάγκες που είναι κοινές σε όλους, όσο παράξενες, ακατανόητες ή αυτοκαταστροφικές κι αν είναι οι λύσεις που βρίσκουν για την εξυπηρέτησή τους. Μόνο με την επένδυση και την ταύτιση μαζί τους μπορούμε να τους κατανοήσουμε τόσο όσο χρειάζεται για να τους βοηθήσουμε.
Όταν μιλάμε για ψυχική ζωή, μιλάμε για ζωή, και η ψυχική ζωή είναι αναπόσπαστο μέρος της βιολογικής μας οντότητας που είναι η προϋπόθεσή της. Πρόκειται για «επιβίωση», έννοια που αφορά τη ζώσα μονάδα, κι ωστόσο, αν και μονάδα, η επιβίωσή της είναι αδιανόητη χωρίς την «συμβίωση» : υπάρχω, σημαίνει υπάρχω με άλλους, και το «υπάρχω μόνος μου» είναι βιολογικά ξένο στην ανθρώπινη ύπαρξη. ΌΛΗ Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ. Ο ίδιος θεραπευόμενος συναντά τον ίδιο θεραπευτή σε τακτές ώρες και μέρες -παίζει κεφαλαιώδη ρόλο το πλαίσιο- και έτσι, σταδιακά και μεθοδευμένα, δημιουργείται σιγουριά, σταθερότητα και ο αναγκαίος συναισθηματικός δεσμός.
Η στάση του θεραπευτή είναι και αυτή σταθερή, μη τιμωρητική, και επιτρέπει έτσι στον θεραπευόμενο να εκφραστεί ελεύθερα και να εμπιστευτεί. Μέσα από τον λόγο του θεραπευομένου, είτε πρόκειται για κλασσική ανάλυση είτε για ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία είτε ακόμη και για follow-up στην Κινητή Μονάδα, θα βρούμε στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τον βαθύτερο κόσμο αυτού του ατόμου, ώστε να έρθει σ' επαφή το δικό μας ασυνείδητο με το δικό του.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια μέθοδο ταυτίσεως του θεραπευόμενου προς τον θεραπευτή κατά την οποία εκείνος «αντλεί» στοιχεία από τον θεραπευτή και οι ταυτίσεις είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός μηχανισμός για τη διαμόρφωση του ψυχισμού. Για αυτό το λόγο ο θεραπευτής πρέπει πρώτα από όλα να είναι ανθρώπινος, με γνήσιο ενδιαφέρον για τον άρρωστο, χωρίς να χάνει την «επιστημοσύνη» του και χωρίς να υστερεί σε γνώσεις.
Επιμέλεια Συνέντευξης: Χαράλαμπος Πίσχος, Ψυχολόγος MSc.
Η συνέντευξη δόθηκε το 2014.
www.fotavgeia.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου