Ο σιδερένιος και χρυσός θώρακας του βασιλιά Φίλιππου Β' της Μακεδονίας, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.), που εκτίθεται στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων των Αιγών στη Βεργίνα.
«Η απόπειρα αναπαράστασης βασίστηκε σε συνδυασμό φιλολογικών και αρχαιολογικών στοιχείων, ήταν μια μεγάλη πρόκληση λόγω του ειδικού Ιστορικού της βάρους και λόγω της έλλειψης απαιτούμενων αρχαιολογικών στοιχείων που δεν ήταν διαθέσιμα. Το κείμενο του Ανδρόνικου με την σύντομη περιγραφή της πανοπλίας φάνηκε πολύ χρήσιμο ενώ χρειάστηκε και κατ' ιδίαν επίσκεψη στο Μουσείο των Βασιλικών Τάφων στην Βεργίνα. Αυτό που βλέπουμε στην προθήκη του Μουσείου δεν είναι παρά ο ταλαιπωρημένος σιδερένιος σκελετός(φωτό στα σχόλια) του θώρακα ο οποίος είναι απογυμνωμένος από κάθε οργανικό στοιχείο. Μέσα από πολλούς πειραματισμούς , μέσα από χυτεύσεις και εκατοντάδες εργατοώρες έγινε δυνατή η επαναφορά της σε μια πιθανή αρχική μορφή της.. Θα πρέπει να την φανταστούμε γεμάτη χρώματα και πολυτέλεια, επενδεδυμένη τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά με πολύτιμα δέρματα και υφάσματα , κάτι που να αντανακλά το μεγαλείο του Μακεδόνα Ηγεμόνα» λέει ο δημιουργός, που κατάφερε να «κλωνοποιήσει» την πλέον φημισμένη πανοπλία της αρχαιότητας, που έχει φτάσει σχεδόν ακέραια έως τις μέρες μας.
Σίγουρα πρόκειται για έναν υβριδικό θώρακα που συνδυάζει τους δύο κυριότερους τύπους θωράκισης της Ελληνικής αρχαιότητας, τον λινοθώρακα και τον ολομεταλλικό θώρακα (Plate). Στην ουσία πρόκειται για έναν μεταλλικό λινοθώρακα. Δεν ξέρουμε αν ήταν σε ευρεία κυκλοφορία την εποχή εκείνη, το πιθανότερο ήταν ότι αποτέλεσε έναν θώρακα γεμάτο ιδιαιτερότητες και καινοτομίες. Αποτελείται από επτά σιδερένια τμήματα, πέντε από αυτά αποτελούν τον κορμό και τα άλλα δύο τις επωμίδες. Τα τμήματα του κορμού ενώνονται μεταξύ τους στα άκρα τους με τέσσερις κάθετους επιμήκης μεντεσέδες σχηματίζοντας ένα σιδερένιο παραλληλόγραμμο κέλυφος γύρω από το σώμα. Πίσω από την ορθογώνια θωρακική επιφάνεια, βρίσκεται ένα σιδερένιο πλαίσιο το οποίο στηρίζει ένα δερμάτινο «μαξιλάρι» που έρχεται σε επαφή με το στέρνο και την κοιλιά του φορέα του. Οι δύο επωμίδες ξεκινάνε από το άνω μέρος της ραχιαίας επιφάνειας (αριστερά και δεξιά του αυχένα ) , περνώντας σαν γέφυρες πάνω από τους ώμους και καταλήγοντας στο άνω θωρακικό τμήμα της πανοπλίας.
Σε όλες τις άκρες των τμημάτων του κορμού και των επωμίδων έχουν επικολληθεί με πριτσίνια μπρούτζινες διακοσμητικές ταινίες (στο αυθεντικό είναι φιλοτεχνημένες από ελάσματα χρυσού) με επαναλαμβανόμενα μοτίβα , ένα είδος κυματίου που απαντάται αρκετά συχνά ως διάκοσμος σε κτήρια και ζωγραφικές αναπαραστάσεις.
Η ασφάλιση του θώρακα γίνεται με παρόμοιο τρόπο όπως συμβαίνει στον λινοθώρακα δηλ. με ένα σύστημα τεσσάρων ζευγαριών από κρίκους, δύο ζεύγη στο εμπρόσθιο τμήμα και άλλα δύο στην αριστερή υπομασχάλια περιοχή. Όλοι οι κρίκοι στηρίζονται σε λεοντόσχημες βάσεις οι οποίες ενώνονται μόνιμα με την σιδερένια επιφάνεια με πριτσίνια. Στις άκρες των δύο επωμίδων βρίσκονται δύο τέτοιοι κρίκοι και με την χρήση δερμάτινων ιμάντων συγκρατούνται με τους αντίστοιχους κρίκους στήριξης στην άνω θωρακική περιοχή. Το ίδιο συμβαίνει και στον οριζόντιο άξονα ασφάλισης στην αριστερή υπομασχάλια περιοχή. Η εξωτερική επιφάνεια όλων των σιδερένιων επιφανειών έχει επενδυθεί με πορφυρό δέρμα, ενώ η εσωτερική με μάλλινο υπόστρωμα και φόδρα από μετάξι.
Οι πτέρυγες είναι δερμάτινες διπλής σειράς, στα πλάγια τοιχωματά τους φέρουν πορφυρή επένδυση ενώ στο κάτω άκρο φέρουν κρόσσια. Ο αρχικός τρόπος σύνδεσής τους με τον κυρίως κορμό είναι άγνωστός, στην προκειμένη περίπτωση πραγματοποιήθηκε με μπρούτζινα πριτσίνια με διακοσμημένη κεφαλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου